(Χάνοντας) στο ίδιο στημένο παιχνίδι
Δε θα φοβάται πια
Μήπως και τον σκοτώσουν
Το ποτό και το τσιγάρο
Και τ’ αχάριστα πλήθη των ανθρώπων
Που τον ποδοπάτησαν μόλις σωριάστηκε
Ούτε όλα εκείνα
Που μαζεύονταν μέσα του (προπάντων
τις νύχτες)
Όσα χάθηκαν και
Όσα έχασε μόνος του με μια κοπανιά
Στοιχηματίζοντας πάντα σε λάθος άλογα
Παίζοντας πάντα και την τελευταία του ελπίδα
Στο πιο καμμένο χαρτί• και νομίζω πως ακόμη
Τον βλέπω μπροστά μου να τρεκλίζει
Ακούγοντας τις σκέψεις του
Μέσα στις δικές μου και ίσως
Το μόνο που μας διακρίνει να είναι
Ότι αυτός έχει περάσει στην απέναντι όχθη
Ενώ εγώ καμώνομαι συνήθως ότι ζω• λέω
Μονολογώ καλύτερα
Πως δεν έλεγε κουραφέξαλα
Εκείνος ο γέρος με τη φαγωμένη του τραγιάσκα
Και το Santé ξεχασμένο να τού καίει τα δάχτυλα
(Παλιός αντάρτης των βουνών
Που όλο τραγουδούσε
Σκοπούς για λευτεριά και άλλα που ξεχάστηκαν)
Όταν ψιθύριζε (σκυφτός μην τον ακούσουν
Τα μαθημένα αφτιά των τοίχων)
Πως οι νεκροί δε φεύγουν ποτέ από κοντά μας•
Η μνήμη ξέρει πώς να τους ξεθάβει.
◇
(κολυμπώντας) ενάντια στο ρεύμα
Σαν ένα λεμόνι που κατρακυλά
Για να χαθεί στον τράφο
Όταν πια δε φυσούν οι άνεμοι και μόνο
Τα στόματα των κοριτσιών εμπνέουν
Τραγούδια πάνω σε φιλιά•
Σαν ένα πουλί που ξεχωρίζει μες στη φυλλωσιά
Και τραγουδάει με κόκκινο λαιμό
Ώσπου νυχτώνει•
Σα δυο παιδιά που χάθηκαν στο δάσος
Ψάχνοντας στ’ αλήθεια τη χώρα τού πουθενά
Άφησα μήπως γίνουν στίχοι
Αυτές οι πρόχειρες σκέψεις
Και ας μην ταιριάζουν σε καμιά φωνή•
[Μερικοί πάλι
Οι κύριοι δικαστές οι κύριοι Αθηναίοι
Που λούζονται χρόνια στη λεκάνη τής Αττικής
Ίσως να γράφουν καλύτερα
Στάζοντας χολή και
Παριστάνοντας τους καμπόσους
Πάνω από τους ορθάνοιχτους τάφους τους]•
Βιογραφικό σημείωμα:
Ακατάσχετη του λόγου ροή κυματίζει, βγάζοντας από τις όχθες του εικόνες, νοήματα – βιώματα της σκληρής των ανθρώπων πορείας, χρωματισμένες με νοσταλγία αισθαντική, η οποία συναισθάνεται, ενωτιζόμενη, την διαχρονική μοίρα της ποίησης και των ελάχιστων άξιων εραστών της.