Με σκυμμένους τους ώμους κατέβαινε το δρόμο προς το σπίτι της. Φορούσε στο κεφάλι ένα ψάθινο τρύπιο καπέλο για να προφυλαχτεί από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Στο ένα χέρι κρατούσε μια τσάντα με λιγοστά ψώνια και στο άλλο, ένα μπαστούνι, που τη βοηθούσε να σταθεί στα πόδια της και να περπατά . Τα χρόνια που πέρασαν χωρίς να την λυπηθούν της βάραιναν τους ώμους, περισσότερο την βάραινε η καμπούρα που είχε σχηματιστεί στην πλάτη. Κάθε της βήμα ήταν μαρτύριο, αφού υπέφερε με αφόρητους πόνους λόγω της κακομορφίας που είχε πάρει το σώμα της. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε, αναστέναξε και μονολόγησε.
– Αχ , πού είναι τα νιάτα σου Μαρίνα.
Μετά, συνέχισε να κατεβαίνει την κατηφόρα ώσπου πρόσεξε την σκιά της. Κοντόχοντρη, όπως ήταν εκείνη και η καμπούρα που ήταν στην πλάτη της, της φαινόταν κατά πολύ μεγαλύτερη. Το μόνο που δεν έβλεπε στη σκιά της ήταν τα χρόνια που πέρασαν και το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Στάθηκε και βλέποντας την χαμογέλασε και της είπε.
– Εσύ τουλάχιστον δεν γερνάς , ούτε πονάς.
Ο ήλιος συνέχισε να καίει και η ζέστη ήταν αφόρητη. Έσφιξε με το χέρι της το μπαστούνι κι άρχισε τώρα να περπατά πιο γρήγορα , παρ΄ όλους τους πόνους της. Κάποια στιγμή γύρισε πάλι στον τοίχο που υψωνόταν δίπλα της και πρόσεξε πως η σκιά της, είχε ψηλώσει, είχε γίνει λεπτή , ντελικάτη και δεν έβλεπε την καμπούρα που υπήρχε στην πλάτη της. Της θύμισε τον εαυτό της τότε που ήταν νέα. Αναστέναξε, όρθωσε το σώμα της όσο μπορούσε και τάχυνε περισσότερο το βήμα της. Και η σκιά γινόταν όλο και πιο ψηλή, πιο λεπτή. Η κυρά Μαρίνα τώρα έβλεπε στη σκιά της, ένα κορίτσι με καπέλο που έτρεχε στο δρόμο. Πέταξε το μπαστούνι και τη τσάντα που κρατούσε κι άρχισε να τρέχει σαν παιδί μαζί με τη σκιά. Αισθανόταν ελεύθερη, χωρίς την καμπούρα να την βαραίνει, χωρίς πόνους. Άρχισε να χορεύει στην μέση του δρόμου και μαζί της χόρευε και η σκιά. Κάποια στιγμή άνοιξε τα χέρια της, τα κούνησε όπως κουνούν τα πουλιά τα φτερά τους και άρχισε να πετά ψηλά στον ουρανό. Τώρα πια δεν αισθανόταν πόνο και ο ήλιος δεν την έκαιγε .Έβγαλε το καπέλο της και το πέταξε μακριά μέχρι που αυτό, έπεσε στη γη.
Είχε νυχτώσει. Την κυρά Μαρίνα τη βρήκαν στο δρόμο κάτι περαστικοί τουρίστες. Είχε τα χέρια της ανοιχτά και στο ένα κρατούσε ένα τρύπιο ψάθινο καπέλο. Στο γερασμένο της πρόσωπο ήταν ζωγραφισμένη η ευτυχία.