ΓΙΑΤΙ ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΕΔΩ;
Το ερώτημα, μαζί με άλλα, επανέρχεται σταθερά διαπερνώντας ως λάιτ μοτίφ το ανά χείρας πόνημα της Βέρας Παύλου. Η απορία του μικρού παιδιού, αρχή κάθε γνήσια φιλοσοφικής διαπόρησης. Διάθεση αντισυμβατική, αποκάλυψης της βαθύτερης αλήθειας πέρα από τα φαινόμενα. Η Βέρα Παύλου μπαίνει ως κυοφορούμενο έμβρυο στην Εντατική για να ξαναγεννηθεί μέσα από τη μήτρα της. Νιώθω σαν το μωρό που θα αρχίσει να περπατά, εξομολογείται. Και ακόμη: Όλα μού φαίνονται σα να τα γεύομαι για πρώτη φορά…
Βεβαίως τα πράγματα δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνονται prima vista. Και αυτό διότι η Βέρα Παύλου μπορεί να μπαίνει μεν στην Εντατική ακριβώς όπως τη γέννησε η μαμά της, έχοντας όμως τις αισθήσεις της καθώς και πλήρη την ψυχαναλυτική αρματωσιά της. Αποφάσισα να αφεθώ στα χέρια τους, μας λέει για να μην αμφιβάλλουμε λεπτό για το ποιος έχει τον έλεγχο της κατάστασής της. Διατηρεί μάλιστα δε το δικαίωμα να μπαινοβγαίνει τρόπον τινά στην Εντατική, χαρίζοντάς μας εναλλάξ σύντομα επεισόδια άλλοτε αυτοβιογραφικής μαρτυρίας και άλλοτε δοκιμιακού λόγου, ορισμών και αφορισμών, μέσα από έναν συνδυασμό φλόγωσης – κάτι που επιτρέπουμε ως πολιτισμός στον εαυτό μας μόνο σε στιγμές ερωτικής μέθεξης – και ψυχρής απόστασης, που αναμφίβολα οξύνει την όρεξη του αναγνώστη. Έτσι διαβάζουμε, λόγου χάρη, πως Αυτονομία σημαίνει αμοιβαία αποδεκτός μεταξύ υποκειμένων νόμος, αλλά και πως η ασθένεια είναι άγραφη ομιλία του σώματος. Φωνή διαυγής, από την πρώτη ώς την τελευταία από τις σαρανταεπτά καλαίσθητες σελίδες της πυκνής, όπως ο χωρόχρονος της Εντατικής, άρτιας αφήγησης. Άξονας προσέγγισης της βιωματικής εμπειρίας για την έμπειρη ψυχαναλύτρια η τριπλέτα: ο Άλλος, το ασυνείδητο, το όνειρο. Θέμα η εμπειρία της συγγραφέως μιας εβδομάδας στην Εντατική, εν μέσω της πανδημίας covid-19.
Η προσωπική, επώδυνη αναμφίβολα και τραυματική, εμπειρία γίνεται αίφνης συλλογική. Ο πλανήτης νοσεί. Συντονιζόμαστε. Η συγγραφέας υπερβαίνει εαυτόν και συμπάσχει με την ανθρωπότητα. Και βεβαίως διερωτάται: Η Πόλις νοσεί. Γιατί νοσεί; Διότι διαπράχθηκε ύβρις. Και αυτό μας οδηγεί στα μονοπάτια της ιαματικώτερης ίσως των τεχνών του λόγου. Το βιβλίο άλλωστε ξεκινά με το ποίημα Εξόδιος του Βαγγέλη Γαλάνη, όπου το καίριο ερώτημα για το σύγχρονο ταμπού του θανάτου: Μένει η απορία / Γιατί να πεθαίνουν οι άνθρωποι τις μικρές τις ώρες;
Υπάρχει αυτί να ακούσει; ρωτά και πάλι η συγγραφέας. Εν αρχή ην ο λόγος. Η κατεξοχήν δύναμη της σχέσης αναλυτή και αναλυόμενου, που θα φωτίσει τα σκοτάδια της ψυχής, η φωνή της οποίας ηχεί ακόμη και μέσα στον ύπνο… Σα να γίνονται μετακινήσεις των τεκτονικών πλακών και το δαιμονικό στοιχείο έρχεται στο φως. Μια παραδοχή που μας πηγαίνει αιώνες πριν ο Sigmund Freud προτείνει την ανακάλυψη του ασυνείδητου και τη δική του Ερμηνεία των ονείρων όταν η ορθόδοξη ασκητική θεραπευτική παράδοση μιλούσε για τον πόλεμο των παθών που φωλιάζουν στην ανθρώπινη ψυχή, τη σχέση πνευματικού και εξομολογούμενου μέσα από τον κατεξοχήν θεραπευτικό ρόλο της εξαγόρευσης ενώ εξήρε την καθ’ ύπνον καθαρότητα ως σημάδι μιας υγιούς συνείδησης… Τα θεία και τα ανθρώπινα σε αγαστή συνέργια… Και αν για τον Lacan το άτομο οφείλει να ακολουθεί την επιθυμία του ενώ για τον Βούδα, λόγου χάρη, να την καταπαύει, για τον Μάξιμο Ομολογητή οφείλει να την εγκεντρίζει στο κατά φύσιν…
Αλλά και όλα τα δραματικά πρόσωπα της Εντατικής, γιατροί, νοσηλευτές και ασθενείς, όλα τα πρόσωπα του Άλλου, αναπτύσσουν μια σχέση μεταξύ τους οιονεί ερωτική. Με τις φυσικές, εννοείται, ποιότητες των φύλων το καθένα: η τρυφερότητα του θηλυκού, η έγνοια του αρσενικού. Κι εδώ, κανένας ανταγωνισμός, καμιά αντιπαλότητα. Αλληλοσυμπλήρωση και συνεργασία. Ο πόλεμος άλλωστε που διεξάγεται στην Εντατική, η οποία είναι ένας τόπος προς την πλευρά της ζωής και όχι του θανάτου, έχει έναν κοινό εχθρό. Και αυτός δεν είναι ποτέ ο άνθρωπος…
Κάτι δεν πάει καλά αλλά δεν θέλουμε να το δούμε, μας λέει η συγγραφέας. Ας θέσουμε λοιπόν κι εμείς το ερώτημα: Γιατί βρισκόμαστε εδώ, στη δική του Εντατική ο καθένας; Τολμούμε να αντικρίσουμε την αλήθεια; Να διακινδυνεύσουμε τις πολύτιμες βεβαιότητές μας; Μπορούμε να αλλάξουμε; Και πώς; Η απάντηση, νομιζω, απλή. Noσούμε διότι δεν αγαπούμε, δεν συγ-χωρούμε: τον Άλλο προφανώς αλλά πρωτίστως αυτόν τον παράξενο άλλο, τον Εαυτό. Ο δρόμος για την αλλαγή παραδείγματος περνά από μέσα: μετά-νοια, συμφιλίωση. Γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώση υμάς. Eκεί στο τέλος του δρόμου περιμένει το δώρο της ελευθερίας. Έχει το χρώμα που επιθυμεί ο καθένας.
Δεν φοβόμουν τον ίδιο τον θάνατο όσο το να πεθάνεις μόνος, όπως και το να μην έχεις πραγματώσει βασικές ζωτικές επιθυμίες. Διαβάζω αυτές τις τελευταίες γραμμές καθισμένη στην παραλία. Στην Εντατική ο ήχος των μηχανημάτων λειτουργεί σαν μουσική συμφωνία. Το ίδιο κι εδώ ο ήχος των τζιτζικιών· με τις πολυρρυθμίες, τα contra canto, τις αντιστίξεις της. Μια μέθεξη για εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους. Τα σώματα και οι ανάσες λειτουργούν μηχανικά. Αλλά πού βρίσκεται η ψυχή; συνεχίζει να ρωτά αφοπλιστικά από την Εντατική η Βέρα Παύλου. Στη στιγμή που δεν φοβάσαι να πεθάνεις. Η πανδημία μπορεί να μεταλλάσσεται, η ζωή όμως είναι εδώ. Αναλλοίωτη. Ολόκληρη. Βουτώ στη θάλασσα.