ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Το παραμύθι άρχισε με μια ματριόσκα
Που δώρο δόθηκε σε άρχοντα που ανασαίνει την άβυσσο.
Περίεργο δώρο τα κύματα της έκπληξης …
Η πιο μεγάλη, γυναίκα ροδαλόχρωμη και στιβαρή
Σαν τις δασκάλες που τιμονεύουν παιδικά «γιατί» χαρτογραφώντας τα σωστά «επειδή».
Πιο μέσα σφιχταγκαλιασμένη μια μικρή Ιωάννα της Λωραίνης με ματιά ευθύβολη σαν το σπαθί που στο πλάι της ζωγραφισμένο περίμενε να διώξει τους εχθρούς πριν την πυρά που την αθανασία τής χάρισε.
Κι ακόμη πιο μέσα, κοπέλα άγουρη με όνειρα στα μάτια γρήγορα θέλοντας να μεγαλώσει και να γράψει το δικό της παραμύθι, σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων που ποτέ δεν έγιναν αλήθειες .
Κι έτσι τα χέρια του αγέλαστου άρχοντα ανοίγοντας φανερά ενοχλημένα
Έφτασαν στη μικρότερη ματριόσκα, μωρό γελαστό και φωτεινό
Ελπίδα την έλεγαν, γι αυτό και τελευταία προβάλλοντας ξέφυγε απ’ τα ξύλινα χέρια
Και ορμητικά γελώντας βαφτιστικός σταυρός έγινε στο λαιμό των αιώνιων παιδιών.