Πρόκειται για μια δίγλωσση έκδοση, που περιλαμβάνει μια επιλογή 26 ποιημάτων στη σουηδική γλώσσα, προερχόμενων από το έργο 4 σημαντικών ποιητών, καθώς και τη μετάφρασή τους στα ελληνικά από την ποιήτρια Δέσποινα Καϊτατζή – Χουλιούμη, η οποία και έγινε η δεύτερη και σημαντικότερη αιτία της παρουσίας μου εδώ σήμερα× όχι μόνο λόγω της κοινής μας καταγωγής, αλλά, κυρίως, λόγω μιας δράσης ποίησης που μας συνέδεσε με τους κρατουμένους της φυλακής Νιγρίτας Σερρών την άνοιξη του 2017.
Ψάχνοντας εξ αρχής τον συνδετικό κρίκο που συνδέει τους επιλεγέντες δημιουργούς, διαπίστωσα ότι όλοι τους είναι “πολύ καλοί και αντιπροσωπευτικοί ποιητές της σουηδικής ποίησης”, σύμφωνα τόσο με τη Χριστίνα Χέλντερν, Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Γετεμπόργι, που προλογίζει το βιβλίο, όσο και με την ποιήτρια και μεταφράστρια, Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, που γράφει το εισαγωγικό του σημείωμα. Στην πορεία, ψάχνοντας για περαιτέρω κρίκους, κατευθύνθηκα στην πιθανότητα η επιλογή των ποιητών και των ποιημάτων να σχετίζεται με τις ευαισθησίες, ίσως και τις αγωνίες, της ίδιας της μεταφράστριας, όπως αυτές διεγέρθηκαν από τα εν λόγω ποιήματα μετά τη διαμεσολάβηση και του αισθητικού της κριτηρίου.
Όσον αφορά δε στους λόγους που ερμηνεύουν την ενασχόλησή της με τη μεταφραστική εργασία καθεαυτή, η ίδια η μεταφράστρια τους εξηγεί τόσο καλά στο εισαγωγικό της σημείωμα, που θα παρέπεμπα κάθε αναγνώστη στην οικεία (17) σελίδα του βιβλίου.
Στη συνέχεια θα ήθελα να σημειώσω, ότι, αν και η ζωή του βιβλίου στον χώρο των εκδόσεων είναι σύντομη, μόλις ενός έτους και κάτι μηνών, ήδη έχουν αφιερωθεί σημαντικές παρουσιάσεις, σημειώματα, καθώς και κριτικές στο περιεχόμενό του. Η Διώνη Δημητριάδου, η Χριστίνα Λιναρδάκη, η Ισιδώρα Μάλαμα, ο Κώστας Τραχανάς, ο Δήμος Χλωπτσιούδης, η Ασημίνα Ξηρογιάννη, ίσως και άλλοι που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή, και θα παρακαλούσα να με συγχωρέσετε για αυτό, έχουν ήδη εκφρασθεί για το έργο αυτό, χαρακτηρίζοντάς το: ως πολιτιστικό επίτευγμα, ως κίνητρο γνωριμίας του αναγνώστη με τη σουηδική ποίηση, ως την υποστηρικτική δοκό μιας γλώσσας που μιλιέται από λίγα εκατομμύρια ανθρώπων και ως απόπειρα επαφής της διαφορετικής κουλτούρας των χωρών της Σουηδίας και της Ελλάδας, που συνιστούν τα δυο άκρα της Ευρώπης, ως ένα τόλμημα, που πέραν όλων των άλλων, καθιστά τον αναγνώστη κοινωνό μιας μεταποίησης, που προσδίδει μια αίσθηση ελευθερίας στην πρόσληψη του ποιήματος, ή και κοινωνό της παγκόσμιας ποίησης εν τέλει, ως μια μετάφραση ποιητικά και ασθητικά αξιοπρόσεκτη που μπορεί να εγείρει και πάλι τη συζήτηση για τη μετάφραση της ποίησης καθεαυτήν, ως ένα εγχείρημα, τέλος, που επιτυγχάνει την προσδοκία της ποιήτριας να μεταφέρει έστω και μέρος μόνον των κραδασμών της πρωτότυπης φωνής των ποιητών. Στις τόσο σημαντικές αυτές αναφορές στο βιβλίο θα ήθελα να προσθέσω λίγες μόνο δικές μου σκέψεις, που γεννήθηκαν, ενώ διάβαζα τα μεταφρασμένα αυτά ποιήματα και βίωνα την ανάγνωσή τους στα ελληνικά, αφού σουηδικά δεν γνωρίζω:
– Κατά πρώτο λόγο, θα ήθελα να σημειώσω ότι ορισμένες από τις κομβικές έννοιες στις οποίες συναντώνται και οι τέσσερεις ποιητές μας, παρότι στα βιογραφικά τους διακρίνει κανείς διαφορετικές πορείες και κατευθύνσεις, η Έντιθ Σέντεργκραν, η Καρίν Μπόγιε, ο Τούμας Τρανστρέμερ και η Γιλά Μοσσάεντ, είναι: η φύση, η θλίψη και η χαρά, ο έρωτας και η αγάπη και εν τέλει η ζωή και ο θάνατος.
– Ενώ από την άλλη, ο “λόγος” καθεαυτόν σε αντίστιξη με τις λέξεις, η γυναίκα ως “κοινωνικό” φύλο, αλλά και ως ψυχή, όπως και η εξορία και το ρίζωμα σε μια άλλη χώρα από τη χώρα της καταγωγής, αποτελούν τα σημεία τοποθέτησης ορισμένων μόνο από τους ποιητές μας.
– Επίσης, το συγκινησιακό εκτόπισμα των ποιημάτων αυτών προκαλεί αρκετές φορές τον συντονισμό του αναγνώστη σε μια κοινή συχνότητα, πράγμα που μπορεί να οφείλεται στη διέγερση που προκάλεσαν τα ποιήματα αυτά στην ίδια τη μεταφράστρια εξ αρχής, διέγερση την οποία και μας μεταφέρει με τις λέξεις της και τα μετα-ποιήματά της.
– Η ανάγνωση των μεταφρασμένων ποιημάτων αφήνει δε ως επίγευση μια αίσθηση αποφυγής ακροβασιών και τήρησης ενός προσωπικού μέτρου, από πλευράς της μεταφράστριας. Θα τολμούσα να πω ότι μου αφήνουν μιαν αίσθηση σεβασμού της απέναντι στον πρωτότυπο λόγο του δημιουργού τους.
– Υπάρχουν φορές που εισάγεται κανείς σε μια κατάσταση μαγείας, επιτρέψτε μου εδώ, ως ένα τέτοιο ποίημα δικής μου μετάβασης στην κατάσταση αυτή να αναφέρω “Τον Μάρτιο του ‘79” του Τρανστρέμερ, από τη συλλογή του “Η έρημη πλατεία” του 1983:
ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ -79
Κουρασμένος με όλους που έρχονται με λέξεις, λόγια μα δίχως λόγο πήγα στο σκεπασμένο με χιόνι νησί.
Η ερημιά δεν έχει λόγια.
Οι άγραφες σελίδες απλώνονται προς κάθε μεριά!
Βρίσκω χνάρια από οπλές ζαρκαδιών στο χιόνι.
Λόγος μα δίχως λόγια.
Και ολοκληρώντας, θα ήθελα να φτάσω στο ποίημα “Μεταφραστής Ποίησης” του Ζμπίγκνιεφ Χέρμπερτ, ενός ποιητή που γεννήθηκε στην Ουκρανία, καταγράφεται δε ως Πολωνός, σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού, που παρατίθεται πριν από τον Πρόλογο και το Εισαγωγικό Σημείωμα. Σε αυτό, η παραβολή του μεταφραστή με μια αδέξια μέλισσα, που εφορμά πάνω στο λουλούδι και, αδυνατώντας να φτάσει απ’ το κεφάλι, τον στήμονά του, στη ρίζα του, καταλήγει περήφανη να δείχνει σ’ αυτούς που δεν την πολυπιστεύουν τη μύτη της –κίτρινη απ’ τη γύρη, ως μια απόδειξη του ότι χώθηκε στο ποίημα, αποτελεί μια ευφυέστατη απόδοση του πάθους της μετάφρασης και των ορίων της.
Τέλος, θα ήθελα να κλείσω την παρουσίασή μου αυτή με ένα ποίημα της Ιρανής, Γιλά Μοσσάεντ, από τη συλλογή της του 2009, “Κάθε βράδυ φιλώ τα πόδια του εδάφους”, το οποίο αφιερώνω στη μνήμη του καθηγητή μου στο Λύκειο και αδελφού της Δέσποινας, του φιλόλογου Νίκου Καϊτατζή , το εξής:
Σήμερα πέθανε ο πατέρας μου
Ένας ποιητής που μάζευε για το πρωινό πασχαλιές μυρωδάτες
μου δίδαξε την μυστηριακή οδό
στην αλήθεια
αγάπη
Μίλησα μαζί του προχθές
Δεν θα κλάψετε είπε
η χαρά είναι το μέγιστο καθήκον της ζωής, μην το ξεχνάς
Όχι μαύρα ρούχα μετά από μένα
*Η Σοφία Γιοβάνογλου είναι εγκληματολόγος και εργάζεται ως Σύμβουλος Α’ Κοινωνικών Επιστημών στο ΙΕΠ. Βιβλία, άρθρα, μεταφράσεις και άλλα κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, ” Φυτολόγιον Νυκτερινόν ή Flora Nocturna”, κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.