ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΛΟΛΑ
“Λόλα, να ένα μήλο. Να το γράψετε στο σπίτι τέσσερις φορές.”
Σηκώνει με δισταγμό το χέρι.
“Κυρία, δεν το κατάλαβα.”
Αισθάνεται το σούρσιμο απ’ τα γέλια. Μετά, η χλαπαταγή των θρανίων καθώς τα τραντάζουν οι συμμαθητές. Και γύρω ψίθυροι. Χτυπάει η δασκάλα το χάρακα στην έδρα:
” Σταματήστε, αμέσως!”
Μοιάζει τεράστιος δίπλα στ’ άλλα τα παιδιά. Ψηλός, φαρδύς σαν τσιμεντοκολώνα και με κεφάλι τρίγωνο. Κι όμως, νιώθει μικρός, πολύ μικρός.
“
Λόλα, να ένα μήλο, αχ βρε Λόλα τι μου κάνεις.”
Μα τι ντροπή, να μην καταλαβαίνει.
Τα ίδια και στη Δευτέρα και στην Τρίτη τάξη. Προστέθηκε και η αριθμητική τώρα . Ούτε μια άσκηση να λύσει δε μπορεί. Και στο σχολείο με το ζόρι πάει. Νιώθει πως τον έχουνε για βλάκα, κανένας δε τον σέβεται.
” Περνά ο μπουμπουνοκέφαλος” τους άκουσε προχτές να λένε.
“Λόλα, να ένα μήλο, Λόλα δε θέλω κανέναν τους, με ακούς;”
Είναι μονίμως νευρικός, κάνει ζημιές στο σπίτι. Προχτές κλώτσησε το καλάθι με τα αυγά που’ χε μαζέψει η μάνα του, έσπασαν όλα.
” Τι μου ‘κανες βρε γάιδαρε, τέτοιος είσαι!”
“Λόλα, να ένα μήλο. Κλάψε Λόλα, κλάψε.”
Μονάχα ο Κώστας δεν τον κοροϊδεύει.
Του λόγου του, είναι λεπτός σαν το κλαρί και μικροκαμωμένος.
Έχασε τον πατέρα του πριν ακόμη γεννηθεί, στο χωριό τον φωνάζουν “το ορφανό”. Λίγες κουβέντες λέει το στόμα του, αλλά στα γράμματα είναι πρώτος. Ξέρει να διαβάζει από το νηπιαγωγείο ακόμη, τότε που ο θειός του
έκοβε τα σύμβολα της αλφαβήτας σε χαρτί χοντρό και του τα μάθαινε, διάνοια τον λέει η δασκάλα.
” Λόλα, να ένα μήλο. Βρήκα τι θα κάνω. Μόνο βοήθα με Λόλα, βοήθα με.”
Το μεσημέρι, τη στήνει έξω από την πόρτα του σχολειού. Σε πέντε λεπτά, προβάλλει το ξανθό κεφάλι του Κώστα. Γέρνει απ’ το βάρος της σάκας η λιγνή του πλάτη.
” Κώστα, να σε βοηθήσω;” (κάνει κίνηση να πάρει τη σάκα.)
Το ασθενικό αγόρι τον κοιτάζει εξεταστικά.
” Ευχαριστώ, τα καταφέρνω.”
Στέκει με όλο του τον όγκο μπρος του:
” Κώστα, έχω κάτι να σου πω: Εσύ θα μου λύνεις τις ασκήσεις των μαθηματικών. Κι εγώ θα είμαι ο προστάτης σου. Όποιος τολμήσει να σε πει “ορφανό”,
τον έκανα αμέσως αλοιφή. Θέλεις;”
Απλώνει πάλι τα χέρια προς τη σάκα.
Το “ορφανό” χαμηλώνει το βλέμμα, καρφώνει για δευτερόλεπτα τις μύτες απ’ τα παπούτσια του. Ύστερα χαλαρώνει τους ώμους, επιτρέποντας στο ψηλό παιδί με το τρίγωνο κεφάλι να τον ελευθερώσει απ’ το βάρος της σάκας.
Τώρα κάθε πρωί ο “προστάτης” τον περιμένει έξω απ’ το χαγιάτι του σπιτιού του για να πάνε μαζί στο σχολείο. Με μια κίνηση παίρνει τη βαριά του σάκα. Ο Κώστας, του δίνει αμέσως το τετράδιο με τις λυμένες ασκήσεις. Στο δρόμο, του εξηγεί με ποιό τρόπο τις δούλεψε. Μερικές φορές, σταματάνε στο πεζούλι, σαλιώνει το μολύβι, και του δείχνει βήμα προς βήμα τις λύσεις.
Το ίδιο γίνεται και στην επιστροφή.
Τις Κυριακές τα πρωινά συναντιούνται και του κάνει μάθημα. Τώρα τελευταία παίζουν και “τα κότσια.”*
Ρίχνει ο Κώστας.
“Γκάρκουλας” φωνάζει ο “προστάτης” για το κότσι που στάθηκε όρθιο. Και ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Σε μια στιγμή σταματάει και σκουπίζει το στόμα του με ανάστροφη παλάμη.
Με μάτια που γυαλίζουνε φωνάζει:
“
Λόλα, να ένα μήλο. Γέλα Λόλα, γέλα.”
Κότσια : Παιχνίδι που παιζόταν στο χωριό με την επιγονατίδα ζώου.