Skip to content
Εκείνη την ώρα που γλίστρησα από τη ζεστή μήτρα ενός σώματος σκοτεινού και βρέθηκα αναπάντεχα στο δυνατό φως, ακούστηκε μια δισταχτική φωνή.
-Κορίτσι.
Ένα άλλο σώμα που θα το φώναζα πατέρα, όταν θα μεγάλωνα , κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και σιωπηλά με αποδέχθηκε.
Σε πέντε λεπτά ξεμύτισε στο φως , και ένα άλλο πλασματάκι.
-Αγόρι! , φώναξαν όλοι και ο πατέρας, πήδηξε μέχρι το ταβάνι!
Με τον δίδυμο αδελφό μου, ήμασταν συνέχεια μαζί.
Μα εκείνον δεν τον μαλώνανε σχεδόν ποτέ , δεν έπρεπε να κλαίει, χωρίς να μου εξηγούν το γιατί; Μα και στο φαγητό, τον τάιζαν περισσότερο.
Τα βράδια όταν όλοι κοιμόντουσαν πήγαινα στο ψυγείο και κατάπινα βιαστικά όλα αυτά που μου στερούσαν.
Όλοι με φώναζαν χοντρή και εγώ, τάιζα κρυφά το νέο μου όνομα.
Αγαπώ το σώμα μου και ας με κοιτούν όλοι παράξενα.
Δεν με νοιάζει ούτε για το πεσμένο στήθος μου , ούτε για την τεράστια κιλότα μου και στον καθρέπτη εγώ βλέπω το μικρό μωρό που ποτέ δεν αποδέχθηκαν.
Μόνο το ψυγείο ανοίγει την αγκαλιά του και μ’ αφήνει να βυζαίνω, δίχως να με μαλώνει.
Είναι η μάνα που πάντα ήθελα!
300
You Might Also Like