ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ
(αφιέρωμα στους Παξούς)
Πόσο καιρό βρίσκομαι εδώ; Μήτε που ξέρω, αν είναι ώρες, μέρες, χρόνια. Μου γλύφει τα σφυρά το κύμα κάθε τόσο. Όλα τριγύρω μπλε και υγρά. Άγρια φύκια τα μαλλιά μου. Στοργή και μήτρα μια σπηλιά. Πετροχελίδονα στεφάνι. Βράχια αλμυρά.
***
Μικρό νησί ο έρωτας που φτιάχτηκε για μένα. Δεν ξέρω πόσο διαρκεί. Αν είναι ρίγος μιας στιγμής ή καρδιοχτύπι χρόνων.
Αυτό που μόνο νιώθω- έρωτας είναι τροχιές πετροχελίδονα
Τρίαινα που δονείται. Τρίαινα που μου χάρισε αυτός. Ο Ποσειδώνας. Σκύβω και πίνω από το τάσι του. Στα μύχια μου ορμάει- ασημένιος ποταμός.
Πότε θα φύγω απ’ εδώ;
Άμα στεγνώσουν τα νερά, χαθούνε τα στεφάνια. Γίνουν τα βράχια σίδερα. Άμα πετρώσει η Τρίαινα.
Μόλις σωπάσουν τα πουλιά.
*( Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Παξοί δημιουργήθηκαν όταν ο Θεός Ποσειδώνας χτύπησε με την τρίαινά του την Κέρκυρα αποκόπτοντας το νότιο άκρο της και σχηματίζοντας το νησί,, για να στεγάσει τον έρωτά του με την Αμφιτρίτη η οποία ήταν μια από τις πενήντα Νηρηίδες.)
ΔΕ ΧΑΝΕΤΑΙ Η ΑΓΑΠΗ
Είναι ψηλή. Έμπαινε πάντα με γυαλιά στη θάλασσα. Και καπελίνα, δώρο της νονάς της. Πλεκτή, εκρού και vintage. Από φοιτήτρια τη φόραγε. Είχε μια φάσα ζυμωμένα κορδελάκια γύρω. Κάθε που έρχονταν ο έρωτας, έλυνε κι από ένα. Κάθε που έφευγε, το έπλεκε ξανά πάνω στο γείσο. Στο κοίλο του είχε χωρέσει όλες τις μνήμες της ετούτο το καπέλο. Όλες τις πίκρες, τις χαρές, τις απογοητεύσεις. Τα όμορφα τα λόγια που της είπαν κάποτε. Τις πτήσεις και τις πτώσεις. Τα ταξίδια. Ήταν πια δεύτερο δέρμα της. Μέλος του σώματος της. Ποτέ χωρίς αυτό.
*
Εκείνο το απόγευμα, η παραλία ήρεμη ζώνη. Άσπρα μαντήλια τα πουλιά στο μπλε. Φορά και δένει στέρεα το καπέλο. Μην τύχει και της φύγει. Βουτάει στο νερό απαλά. Λικνίζεται. Γυρνά για μια στιγμή στα δυτικά- το τελευταίο φως να δεί. Ο ήλιος σαν το δίσκο της Φαιστού.
Φυσάει βοριαδάκι απότομα. Πισώπλατα τη χτύπησε. Φτερό η καπελίνα ξεκολλάει απ’ τα μαλλιά της. Πετάει παρέα με τον άνεμο. Ταράζεται.
Κάνει απλωτές για να τη φτάσει. Αγωνίζεται. Μα είναι μάταιο. Γελάνε φουρφουρίζοντας στο πέλαγος τα κορδελάκια.
” Μωρή κακούργα θάλασσα” μονολογεί.
Βγαίνει αφρίζοντας.
” Μωρή κακούργα θάλασσα,
που πήρες το καπέλο” συνεχίζει. Κλαίει.
***
Περνάει ασθμαίνοντας ολάκερος ο χρόνος. Με Τραμουντάνες, Όστριες και άλλα.
Ζυγώνει καλοκαίρι. Στο ακρογιάλι το δικό της πάλι πάει. Κάθεται στο παλιό καφενεδάκι. Ξυστά στη θάλασσα. Περνά ο Πουνέντες απ’ τα κρεμασμένα όστρακα. Ηχεί σα μπλουζ του νότου. Δίνει στα γρήγορα παραγγελιά. Εσπρέσσο φρέντο σκέτο. Μετά, χαζεύει τον αφρό από τα κύματα.
Αίφνης κοκάλωσε σαν ήρθε το κορίτσι να σερβίρει.
Φορά γνωστό καπέλο η γκαρσόνα. Πλεκτό, εκρού και vintage. Λιγάκι ταλαιπωρημένο. Αλλά το γνώρισε. Στα σίγουρα.
Ξεροκατάπιε βιαστικά.
Ύστερα:
– “Είναι δικό σας το καπέλο;”
– ” Το ‘χει ξεβράσει η θάλασσα εδώ και μήνες. Κάποια κυρία θα το ‘χάσε”.
-” Εγώ το έχασα. Δικό μου είναι. “
Δίχως μιλιά το παίρνει απ’ το κεφάλι της. (Δεν αντιδρά η σερβιτόρα. Βαθιά -από μέσα της -καταλαβαίνει.)
Στα χέρια το κρατάει. Όπως πέρσι. Ύστερα το φορεί. Σφικτά. Σηκώνεται αργά. Ο άνεμος της γλύφει τον αυχένα. Στέκει όρθια μπροστά στη θάλασσα.
Είναι ψηλή, έχει γυαλιά και καπελίνα.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Σοφία Ελευθερίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε και έκανε μεταπτυχιακά στο τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών. Από το 2000 εργάζεται ως Χημικός σε φαρμακευτική εταιρεία στην Πάτρα, όπου και μένει μόνιμα. Γράφει ποιήματα και διηγήματα που κατά καιρούς αναρτά στο διαδίκτυο. Κάποια από αυτά έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστότοπους. Έχει συμμετάσχει με το ποίημα “Χαραμάδα” στο ημερολόγιο ποίησης 2021 “Με το βλέμμα των παιδιών” των εκδόσεων Άπαρσις. Η γραφή είναι γι’ αυτήν φυγή ελευθερίας.