You are currently viewing Σοφία Ελευθερίου: Τα γαϊδουράγκαθα

Σοφία Ελευθερίου: Τα γαϊδουράγκαθα

-Γρύλισμα ήταν αυτό;
-Δεν ήταν γρύλισμα.
-Πως το ξέρεις; Το άκουσες καλά; Έρχεται από πάνω, εδώ στα δεξιά. Ανάμεσα στα έλατα.
-Το ακούω. Αλλά δεν ήταν τέτοιο πράγμα.
-Έχει γούστο να είναι κανένας λύκος.
-Κάνεις πλάκα τώρα; Λύκος μεσημεριάτικα; Οι λύκοι βγαίνουνε το βράδυ.
-Δεν ξέρω. Το δάσος με φοβίζει. Και μάλιστα τόσο πολύ πυκνό όπως αυτό. Θα έχει σίγουρα άγρια ζώα.
-Θα έχει, ναι. Έχει αρκετό κυνήγι η Ευρυτανία. Αλλά σου ξαναλέω, αυτό δεν ήταν γρύλισμα. Ίσως να ήταν ο άνεμος καθώς περνά μέσα απ’ τα δέντρα.
-Τι ήθελα εγώ και σε άκουσα; Λύσσαξες τόσες μέρες. Να πάμε για πεζοπορία και να πάμε για πεζοπορία. Τι τη θέλεις αυτή τη βέργα και τη στριφογυρίζεις μπροστά στη μύτη σου;
-Είναι για να διώχνω τις μύγες. Μ’ ενοχλούν πολύ.
-Τις μύγες; Εμένα δε μ’ έχει πλησιάσει καμία μύγα τόση ώρα. Για άλλο πράγμα ανησυχώ εγώ. Ωχ!
-Τι έπαθες;
-Εμ, βέβαια! Τρέχεις μπροστά και δε βλέπεις τίποτα γύρω σου. Παραπάτησα και μου έσκισε το δέρμα, να,-εδώ στη γάμπα-ένα γαϊδουράγκαθο. Μάτωσε κιόλας.
-Για να δω.
-Τι; Τι κάνεις εκεί; Γλύφεις το αίμα;
-Για να μην πονάς το κάνω.
-Μμμμ, σ’ ευχαριστώ, καλά είμαι. Τι σ’ έπιασε καλοκαιριάτικα και φόρεσες αυτή τη μπλούζα με την κουκούλα;
-Για να μη με χτυπάει ο ήλιος την έβαλα.
-Γιατί περνάς συνέχεια τη γλώσσα πάνω απ’ τα μπροστινά σου δόντια;
-Όλο ερωτήσεις είσαι Μαρίζα. Μου σπας τα νεύρα, τέλος πια.
-Καλά, μην αρπάζεσαι κιόλας.
Ανασηκώνω το κεφάλι και τον χαζεύω-είναι ψηλός δυο μέτρα βλέπεις.
Ένα χρόνο τώρα μαζί του και παρόλα αυτά είναι φορές που, νιώθω λες και δεν τον ξέρω καθόλου.
Για κοίτα, σκύβει να δέσει τα κορδόνια του. Τρέχω γελώντας και του τραβάω την κουκούλα. Έχει κατεβάσει το κεφάλι, τα μακρυά του τα μαλλιά – κουρτίνες -γέρνουν μπροστά, προβάλλει ο  γυμνός λαιμός, μ’ αρέσουν οι κόμποι του τραχήλου του όπως γυαλίζουνε στο φως.
Το βλέμμα του στέκεται μέσα στο δικό μου. Είναι ακίνητο σα μαρμελάδα κάστανο. Του χαμογελάω, με κοιτάζει ανέκφραστα, μετά φοράει πάλι την κουκούλα.
Ο ήλιος του μεσημεριού βαράει κατακούτελα Κοντεύει να μου βγει η γλώσσα κι αυτός τρέχει-ακάθεκτος- στο μονοπάτι που όσο πάει και στενεύει μέσ’ στα δέντρα. Σχεδόν χοροπηδάει, ούτε που φαίνεται να τον πειράζουν οι χοντρές κροκάλες στο έδαφος, λες και έμενε εδώ από πάντα.
Ήθελα να μπορούσα να μάζευα λίγα κλαριά από πουρνάρι έχει άφθονο εδώ, να γέμιζα και τις τσέπες μου με βελανίδια, το μόνο όμως που κάνω, είναι να τρέχω ξοπίσω του.
“Τι συννεφιά είναι αυτή ξαφνικά; Σκοτείνιασε ο τόπος”
Γκρινιάζω, μα δε νομίζω πως με ακούει. Έχει τώρα απομακρυνθεί αρκετά, στο βάθος φαίνεται θαρρείς ακίνητη η φιγούρα του. Τι θέλω εγώ μέσα σ΄ αυτό το παλαβό το δάσος;
Με πιάνει αμόκ.
-Περίμενε, περίμενε επιτέλους!
Καθώς φωνάζω νομίζω πως ακούω στιγμιαία τη φωνή μου πίσω.
Εξακολουθώ να τρέχω. Αρχίζει να παγώνει η βρεγμένη απ’ τον ιδρώτα μου φανέλα. Νιώθω το κρύο να μου αγκυλώνει τον αυχένα, μου ξεκινάει ανατριχίλα. Τρέχω πιο γρήγορα. Σκοντάφτω, μου κόβεται η ανάσα. Κολλάνε τα γαϊδουράγκαθα στη μπλούζα μου σαν τα τσιμπούρια.
-Ε, μη φεύγεις! λαχανιάζω, για δευτερόλεπτα διακρίνω από ένα άνοιγμα τη μαύρη του τη χαίτη ν’ ανεμίζει μέσ’ στο πράσινο, μετά εξαφανίζεται κι αυτή.
Κοιτάζω ψηλά, ο ουρανός ένα τεφρό τοπίο. Ετοιμάζεται να βρέξει, από μακριά έρχονται κάτι βροντές, σα μούγκρισμα από τέρας. Σκοτεινιάζει κι άλλο. Τώρα το μονοπάτι σχεδόν ανύπαρκτο, παραμερίζω τα φυλλώματα, κοιτάζω γύρω.
“Που είναι ο αναίσθητος;”
Είμαι έτοιμη να ουρλιάξω, αίφνης βλέπω την πλάτη του, κάμποσα μέτρα μπροστά, είναι ακίνητος, με περιμένει, μου μοιάζει τώρα ακόμη πιο πελώριος.
Τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορώ τον φτάνω.
-Γιατί κρύφτηκε τώρα ο ήλιος; κλαψουρίζω.
Η φωνή έρχεται σαν μέσα από τούνελ:
-Ξέχασα να στο πω. Δεν είναι ήλιος. Φεγγάρι είναι και μάλιστα γεμάτο.
Η κουκούλα πέφτει, ίσα που προλαβαίνω να δω στο λιγοστό το φως τα τρίγωνα αυτιά και το χοντρό το σβέρκο.

Μετά τα μάτια μου γεμίζουν γαϊδουράγκαθα.

 

 

 

 

 

Βιογραφικό σημείωμα
 
Η Σοφία Ελευθερίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών. Από το 2000 εργάζεται ως Χημικός σε φαρμακευτική εταιρεία στην Πάτρα, όπου και μένει μόνιμα με την οικογένειά της. Γράφει ποιήματα και διηγήματα που κατά καιρούς αναρτά στο διαδίκτυο. Κάποια από αυτά έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστότοπους.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.