Την επόμενη μέρα, φάνταζε πανέμορφη νύφη η Φωφώ στα αέρινα της πέπλα. Της χτένιζε τα πλούσια μαλλιά η Μαρούσκα του Μαρκάτου.
Έκανε λίγο πίσω και τη θαύμασε.
“- Είναι κάπως χλωμή, θέλει κι άλλο βάψιμο, δε νομίζεις; “είπε η Θεώνη, που τη βοηθούσε.
Η Μαρούσκα σκούπισε τα χέρια στη μπροστοποδιά της.
” Έχεις δίκιο Θεώνη. Έλα, διόρθωσε το μακιγιάζ.”
Το κορίτσι ήταν ντυμένο με το νυφικό της μάνας της. Ραμμένο στο χέρι από τη Ματούλα, την καλύτερη ράφτρα-τότε- του χωριού. Λευκή μουσελίνα, με δαντέλα στο κάτω μέρος. Ασημένιες πετρούλες άστραφταν στο μπούστο.
Η Θεώνη της πέρασε το κόκκινο κραγιόν στα χείλη.
Έκανε τέλεια αντίθεση με το σοκολατί της δέρμα και τα πυκνά ματόκλαδα.
Στο χαμηλό τραπέζι του σαλονιού φιγουράριζε ο δίσκος με τις μπομπονιέρες. Τα κουφέτα τυλιγμένα σε μαντήλια πλεγμένα με το βελονάκι. Της τα ‘ χε έτοιμα η βάβω της από καιρό. Για τούτη δω την ώρα.
Σιγά- σιγά άρχισε να έρχεται κόσμος απ’ τη γειτονιά, να δουν τη νύφη.
Η Αλεξία απ’ το μπακάλικο δίπλα, οι φίλες της, η Ξανθή και η Γεωργία.
Οι τρεις γιαγιάδες, ο ξάδερφος ο Θοδωρής.
Ήρθε και η Ασημούλα, έφερε τα στέφανα, φτιαγμένα από λεμονανθούς.
Όποιος έμπαινε την φιλούσε. Στριμώχτηκαν όλοι γύρω της.
– Τι υπέροχο νυφικό!” είπε η θειά Αγλαΐα.
-“Τούτο το νυφικό το φόραγα εγώ σα νύφη. Ας το πάρει το κορίτσι μου που φεύγει πια απ’ το σπίτι.” είπε μ’ αναφιλητά η χαροκαμένη μάνα.
Φόρεσαν στην κόρη το κολιέ με τις πέρλες στο λαιμό.
Στο τέλος της πέρασαν τη μαύρη βέρα. Για να τη βρει έτοιμη -στο μνήμα- την επόμενη μέρα ο άντρας της, σαν έρθει από τα μαρμαρένια αλώνια.
Συνέχισαν για ώρες το μοιρολόι γύρω από το φέρετρο:
” Κόρη μ’ εσύ μονάκριβη και αδικοχαμένη,
η γη που θα σε πάρει εσέ, άμε να λουλουδίσει”