Μετρούσε αιώνες η ελιά που αγκάλιαζε το πατρικό μας, ζητώντας μόνο λίγο νερό.
Τώρα οι ρίζες της σε προχωρημένη άνοια μπερδεύουν τις διαδρομές και αντί να χαθούν στο υπέδαφος, ξεπροβάλουν αναμαλλιασμένες έξω από το χώμα. Εκεί έβρισκα καταφύγιο στα παιδικά μου χρόνια.
Σήμερα δεν με αναγνώρισε, με κοιτούσε απορημένη με τα αμέτρητα μάτια της , ενώ το στόμα με τα σκασμένα χείλη στον κορμό της ήταν εντελώς ανέκφραστο.
Πήρα αμέσως ένα μεγάλο λευκό σεντόνι και την σκέπασα. Μαντάρισα τις σκισμένες ραφές της. Κουλουριάστηκα κάτω από το σεντόνι και αγκάλιασα σώμα μάνας.
Βιογραφικό:
Πολύ ωραίο το κείμενό σου, Σοφία! Αυαίσθητο και με πολύ ωραία μεταφορά! Μπράβο!