(σχ,1)
ΧΟ. Να λένε άκουσα, πάντως δεν το ’δα με τα μάτια μου,
ότι αυτόν που κάποτε πλησίασε την κλίνη τη συζυγική τού Δία,
πάνω σε γοργοκίνητο τροχό τον έδεσε
ο παντοδύναμος ο γιος του Κρόνου. 2
΄Ομως εγώ τουλάχιστον, κανέναν άλλον από τους θνητούς δεν ξέρω
‒ ούτ’ έχω ακουστά και ούτε έχω δει ‒
να ’χει βρεθεί σε τέτοια μοίρα πιο μισητή από ετούτου εδώ,
που μήτε έβλαψε κανέναν μήτε και στέρησε
από κανέναν τίποτε, μα άντρας δίκαιος αυτός
ανάμεσα στους δίκαιους έτσι ανάξια χανόταν.
Κι αληθινά, μου φαίνεται παράξενο πώς, τελοσπάντων πώς,
μόνος ακούγοντας τ’ ανταριασμένα κύματα
ολούθε να βροντοχτυπούν,
πώς τάχα μπόρεσε τέτοια ζωή γεμάτη δάκρυα να βαστάξει·
σ’ αυτό το μέρος όπου ο ίδιος του ο εαυτός
ήταν ο μόνος κοντινός του,
όντας ανήμπορος να περπατά και μήτε έχοντας
κανέναν απ’ τους ντόπιους των συμφορών του γείτονα
επάνω του να κλάψει με τ’ αντιλαλητό των βόγκων του
απ’ την πληγή που αιματοστάλαχτη τον κατατρώγει άγρια·
μηδέ κανείς υπήρχε να πάρει από τη γη,
τη γη που μας χαρίζει την τροφή,
μαλακτικά βοτάνια, αν τύχαινε να βρει,
και με αυτά να καταπράυνε το αίμα το ζεματιστό
που σαν ρυάκι απ’ τις πληγές τού κακοφορμισμένου του
ποδιού κυλούσε.
Και σέρνονταν μια δω, μια κει, φιδοκυλιότανε
σαν το μικρό παιδάκι δίχως την παραμάνα του την ακριβή,
εκεί που θα ’ταν εύκολο ν’ αναζητήσει κάτι για την πόρεψή του,
οσάκις περιοριζόταν το μεγάλο το κακό
που του ’τρωγε τα σωθικά.
Δεν έπαιρνε ελόγου του τροφή από της ιερής της γης το σπόρο
μηδέ κι απ’ όλα τ’ άλλα που τρώμε εμείς οι αρτοφάγοι3 άντρες,
εκτός αν με τα φτερωτά τα βέλη
που ρίχνονταν από το γρήγορο στο χτύπημα δοξάρι
κατάφερνε καμιά φορά τροφή για την κοιλιά του νά ’βρει.
Ω τη βαριόμοιρη ψυχή, τον άνθρωπο αυτόν
που δεν εχάρηκε στο στόμα του
μήτε κρασί εδώ και δέκα χρόνια,
μόνο τα μάτια γύρναγε όπου ξεδιάκρινε τρεχούμενο νερό
και προς τα κει πάντα τραβούσε!
1)Θέμα της τραγωδίας του Σοφοκλή Φιλοκτήτης είναι η μεταφορά του φερώνυμου ήρωα από το νησί της Λήμνου στο στρατόπεδο των Αχαιών στην Τροία. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Φιλοκτήτης ήταν βασιλιάς της Τραχίνας και της Φθίας, περιοχής του Σπερχειού ποταμού. Υπήρξε περίφημος τοξότης και φίλος του Ηρακλή, από τον οποίο κληρονόμησε το τόξο και τα μεγάλης ευστοχίας θανατηφόρα βέλη του. ΄Ηταν ένας από τους μνηστήρες της ωραίας Ελένης και πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας με επτά πλοία. ΄Οταν οι ΄Ελληνες αποβιβάστηκαν στη Χρύση, ένα μικρό νησάκι κοντά στη Λήμνο, και ενώ τελούσαν εκεί θυσία, ένα φίδι δάγκωσε τον Φιλοκτήτη στο πόδι. Η πληγή μολύνθηκε και, επειδή ανέδιδε αφόρητη δυσοσμία, οι δε άγριες κραυγές και τα σπαραξικάρδια βογκητά τού ήρωα δημιουργούσαν μεγάλη ταραχή στο στράτευμα, αποπλέοντας για την Τροία τον άφησαν σε μιαν ακατοίκητη ακτή της Λήμνου ‒ την εντολή της εγκατάλειψης την έδωσαν οι δύο Ατρείδες, ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος, και την εκτέλεσε ο Οδυσσέας. Σε μια σπηλιά της αφιλόξενης και έρημης αυτής ακτής έζησε ο δύστυχος Φιλοκτήτης άθλια ζωή για περίπου δέκα χρόνια, τρέφοντας ασίγαστο μίσος κατά των Ατρειδών και του Οδυσσέα. Μοναδικούς συντρόφους του είχε τους αγιάτρευτους πόνους της πληγής του και τα θηράματα που σκότωνε με το τόξο του Ηρακλή, εξασφαλίζοντας έτσι την επιβίωσή του. Στα δέκα αυτά χρόνια, στην απέναντι Μικρασιατική ακτή, οι Αχαιοί πολιορκούν την Τροία χωρίς αποτέλεσμα, μέχρις ότου ο Οδυσσέας αιχμαλωτίζει τον γιο του Πρίαμου τον προικισμένο με μαντικές ικανότητες, τον ΄Ελενο, ο οποίος τους χρησμοδοτεί ότι δεν πρόκειται να κυριεύσουν την Τροία εάν δεν φέρουν από το νησί όπου ζει τον Φιλοκτήτη με τα όπλα του Ηρακλή. Τότε τίθεται επικεφαλής αποσπάσματος ο Οδυσσέας και, παίρνοντας μαζί του και τον Νεοπτόλεμο, τον νεαρό γιο τού Αχιλλέα, έρχεται στη Λήμνο για να οδηγήσει τον Φιλοκτήτη, με ή χωρίς τη θέλησή του, στην Τροία.
Οι στίχοι που παραθέτουμε ανήκουν σε χορικό και συγκεκριμένα στο δεύτερο στάσιμο του δράματος. Ο Χορός που συγκροτείται από ναύτες του πλοίου της ελληνικής αποστολής ψάλλει το θαυμάσιο και μεγαλοπρεπές τραγούδι του, περιγράφοντας τα πάθη του Φιλοκτήτη με υψηλό λυρισμό.
2)Ο λόγος για τον Ιξίωνα, για τον οποίο βλ. σχ. 4 του άρθρου μας με θέμα τη φράση «΄Αγω και φέρω. Σέρνω/τραβώ (κάποιον) από τη μύτη» (21/9/2019).
3) Ἀλφησταί (στο πρωτότυπο). Η λέξη ἀλφηστὴς (←ἄλφιτον=αλεύρι και άρτος + ἐσθίω) είναι πολύ παλαιά· απαντά στην Οδύσσεια και σημαίνει αυτόν που έχει ως κύρια τροφή τον άρτο. Τίθεται ως επίθετο των ανδρών και υποδηλώνει τον συντηρούμενο από την εργασία του, τον εργατικό, τον δραστήριο.