You are currently viewing Σπύρος Κιοσσές: ένα διήγημα

Σπύρος Κιοσσές: ένα διήγημα

Ρυζόγαλο

Η μάνα του δεν έδειχνε τρυφερότητα. Όχι μόνο σ’ αυτόν, σε κανένα απ’ τα παιδιά της, έξι είχε που της ζήσανε. Πού να προλάβει; Μοίραζε φροντίδα και χέρια στα χωράφια, στο στάβλο, στην αυλή, στην κουζίνα, στον μικρό οντά που πλάγιαζε με τον άντρα της· ποτίσματα, οργώματα, αρμέγματα, σκουπίσματα, ασβεστώματα, μαγειρέματα, ταΐσματα, χαρίσματα. Των άλλων μαζέματα, του εαυτού σκορπήματα. Halal, που έλεγε κι η μάνα της. Στη γιορτή της μόνο έφτιαχνε το αγαπημένο τους γλυκό. Άπλωνε το ρύζι σ’ έναν δίσκο, έβγαζε τα πετραδάκια που έβρισκε, το έπλενε δυο φορές στη βρύση, το έβραζε μετά, έριχνε το γάλα και τη ζάχαρη. Με το που πήχτωνε, κατέβαζε την κατσαρόλα απ’ τη φωτιά κι όταν κρύωνε πασπάλιζε από πάνω μπόλικη κανέλα. Έβαζε μετά τα παιδιά της στη σειρά, το ένα δίπλα στ’ άλλο, άνοιγαν αυτά το στόμα τους και τα τάιζε μ’ ένα κουτάλι απ’ την κατσαρόλα. Ακόμη και τα πιο μεγάλα. Ελάτε να φάτε, τους έλεγε. Να με θυμάστε. Κι είχε μια ανεξήγητα ιερή σοβαρότητα εκείνη η στιγμή, που κανένα απ’ τα παιδιά δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Λες κι η ζάχαρη που είχε βάλει μέσα η μάνα μετουσιωνόταν στη γλύκα που ήθελε τόσο να τους δώσει και δεν το μπόρεσε. Λες και το γάλα της αγελάδας γινόταν το μητρικό, αυτό που δεν είχε προλάβει να τους θηλάσει, γιατί έπρεπε να γυρίσει στη δουλειά κάθε που σαράντιζε. Λες και το ρύζι δεν ήταν ρύζι. Τα χίλια της σκόρπια κομμάτια ήταν, κομμάτια μιας ζωής χαραμισμένης εδώ κι εκεί, που δένονταν για λίγο σ’ ένα σώμα κι ενσυνείδητα διέθετε τώρα όπου και όπως αυτή ήθελε.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.