Dolorosa
Στα σκαμνάκια προσευχής η ισορροπία είναι εύθραυστη
Η στόφα τους είναι τριμμένη
Αποκαλύπτοντας έναν πνεύμονα από καρφιά
Δίπλα,το κρεβάτι θάλαμος προσεδαφίσεως
Μια δυστοπία αναγκαία
Ώστε το σώμα να εισπνεύσει την ανάπαυση
Μες στο το βαμβάκινο ασυνείδητο κουκούλι
Στο παραπλήσιο τραπεζάκι η αγυρτεία ρόδων
Κομμένων από την δεξιά πλευρά του κήπου
Μαζί με μια μαρμάρινη Μαντόνα χωρίς μάτια
Η Καινή, Βίοι Αγίων αλφαβητικά, η αγαπημένη Σουλπικία
κι ένα ποτήρι ανθόνερο.
Ροζάρια παντού κυρίως στα δόντια
Και βαλεριάνα υπογλώσσια. Ωστόσο
Η υπνική κατάσταση δεν έρχεται
Αντ’ αυτού καίει το μηνίγγι στην διάσειση των πεπραγμένων
Γιατί κοιτώντας πίσω ξέρει
Πως τα σκυλιά που αλυχτούν
Είναι οι πράξεις της που τη στοιχειώνουν.
(προδημοσίευση από την συλλογή: Το άλογο που έγραφε)
Ο φεγγαροποιός
Φορούσε ένα μπλε παλτό. Ο γιακάς ήταν από σύννεφα.
Γνώριζε πράγματα πολλά ήξερε ας πούμε
από τα πουλιά που έλειπαν να υπολογίζει τον ουρανό
ή ακόμα ήξερε από τις σκιές που λίμαζαν τα βράδια πώς να μετρά τους ανθρώπους που ήταν μόνοι.
Γνώριζε καλά πως η φωτιά ευδοκιμεί σε όλα τα κλίματα μα ριζώνει καλύτερα στους κήπους με τις καρδιές. Γνώριζε σε ποια εσοχή πήγαινε ο ήλιος για να κλάψει και πού χτυπούσε η φλέβα της μέρας πριν της πιεί όλο το αίμα η νύχτα.
Και ήξερε να ξεκλειδώνει τον ελάχιστο χρόνο ανάμεσα στα μάτια και στη Στιγμή και να τον κάνει ευχή. Γνώριζε τα μέρη που αναπαύονται οι Απουσίες και ήξερε όλα τα καρφιά από τα σανίδια που είναι φτιαγμένος ο παράδεισος.
Ω, μα εκείνο που γνώριζε απ’ όλα καλύτερα ήταν να φτιάχνει
με κομμάτια απ’ τις λέξεις που έχαναν για πάντα μέσα απ΄ τα δόντια οι θεοί
πλοιάρια από φίλντισι γεμάτα γυαλάδες και σχήματα.
Οι άνθρωποι τα έλεγαν ποιήματα, μα ήτανε φεγγάρια.