Blue Lazarus
Σου είπα να με περιμένεις, τι βιασύνη ήταν αυτή; Πήγες και πέθανες!
Τώρα πρέπει να σε ξυπνήσω απ’ τον ξύλινο ύπνο. Με κάτι να σε δελεάσω.
Γιατί η ψυχή έχει κολλήσει στο μέλι άλλων αισθήσεων και, όσο περνούν οι μέρες, πολλαπλασιάζεται η δύναμή της να μην θέλει. Πρώτα θα πρέπει ν’ ακούσεις την προστακτική φωνή μου, δυνατά· να κουφαθούνε όλα τα τελώνια που φυλάνε το πισωγύρισμα, τις σήραγγες, τα ξυραφένια περάσματα που γδέρνουνε το δέρμα, καθώς περνάει στο αμετάκλητο, για να ξεφλουδιστεί ο καρπός ο Μέγας· να γυρίσουνε οι τροχαλίες στο ανάποδο, να σε ρευτούνε πάλι οι δίνες του φωτός, να φορεθούνε ξανά τα μέσα έξω του ανάδρομου. Στο δρόμο θα σε τσιμπούν πολλές φωνές, νετρόνια και νετρίνα θα κλαίνε γοερά, καθώς θα τα πατάς όταν θα σχηματίζεσαι ξανά – εγώ με τη φωνή και την ανάσα μου να τα σωπαίνω πρέπει. Και τώρα, το δύσκολο σημείο: το Αθέατο από τη Μήτρα του να σε ξεγεννήσει. Να τεντωθώ τόσο πολύ για να το πείσω, να χαλαρώσουν οι μυώνες του, να τεντωθώ εγώ τόσο ώσπου να σπάσω σε χίλια των χιλίων αθώα του αίματος κύτταρα, και σκόνη και χώμα και νερό, να σ’ αναγεννήσω. Και ύστερα, δοκιμάζοντας στις άκρες των δαχτύλων το φως της μέρας, να είναι τόσο όσο πρέπει χλιαρό κι ανώδυνο όταν θα ’ρθεις, στα μάτια να σ’ αλείψω, ν’ αρχίσει ο κόσμος σου να σχηματίζεται ξανά.
Δεν είναι εύκολη δουλειά, κυρ-Λάζαρε, έτσι που τα ’κανες! Μα μόνον αυτό μη μου ζητήσεις. Τη λαλιά. Δεν θα ξαναμιλήσεις σαν άνθρωπος ποτέ. Όσοι γυρίζουν από Εκεί δεν γίνεται καμιά γλώσσα να μιλήσουν.
Βάγια κι Ωσαννά
Βάγια κι Ωσαννά -λέει.
Έτσι γίνεται συνήθως στην αρχή κάθε Ερχόμενου.
Τα πλήθη τρέχουν αλαλάζοντας και ομνύουν, αχ με πόση ζέση ομνύουν!
Και λίγο αργότερα Αγωνίας και Πετεινού γωνία
Ιούδες τρίκαρδοι αναλαμβάνουν το μενού.
Ω, πολλά δε θα στοιχίσει
Κρασί ψωμί κι ένα φιλί.
Τριάντα αργυρά όλοι μαζί,
Περίπου δυόμισυ ασημένια το κεφάλι.
Γιατί αν το καλοσκεφτείς όλοι προδώσαν με τον τρόπο τους.
Κι ας μην το λένε.
Εποίησαν τις γαλαντόμες νήσσες οι δώδεκα,
Του τη φέρανε τού Ζηλωτή.
Μια συκομουριά του ‘βαλε θηλιά. Χάμω στα πόδια του αστράψαν τ΄αργυρά ριγμένα.
Η συνέχεια γνωστή:
Κοκορίκου ο πετεινός
Κοκορίκου ο πετεινός
Καοκορίκου ο πετεινός ‘’δεν τονε ξέρω, σας λέω, παρατάτε με’’
Η μέρα έρχεται, ο θάνατος έρχεται, ο Πέτρος φεύγει.
Μαύρα των δώδεκα τα δάκρυα εκ των υστέρων.
Μια Μαρία χαμένη. Δυο Μαρίες χαμένες. Και μια τρίτη Μαρία, του Κλοπά. Και τα μύρα ανέγγιχτα. Και ο Θωμάς άπιστος. Και όλοι ανάστατοι. Κι ο Πέτρος το καρύδι το σκληρό.
Χριστέ μου κεχρισμένε
Κι αν πήγες σαν πρόβατο στη σφαγή
Αμίλητος μόνος ταπεινός και φοβισμένος
Δύο χιλιάδες χρόνια μετά,
Δε βλέπω να έχουν αλλάξει πολλά.
Αντίθετα όλα τα μοιράσανε κατά πως τους βόλεψε.
Την θυσία, την προδοσία, τα κέρδη.
Σε σταυρώνουμε και σε ανασταίνουμε
με την ίδια ευκολία που σε ραίνουμε βάγια κι ωσαννά.
Έτσι. Για τις γιορτές και τις εμποροπανηγύρεις.
Για το έθιμο βρε αδελφέ.
Και τα βάγια στη φακή..