You are currently viewing Στέργιος Πουρνάρας: Διονύσης Στεργιούλας, Στο ίδιο δωμάτιο, θεατρικός μονόλογος, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2022

Στέργιος Πουρνάρας: Διονύσης Στεργιούλας, Στο ίδιο δωμάτιο, θεατρικός μονόλογος, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2022

Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΑΔΟΞΗΣ ΑΛΛΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ

 

 

               Ένα χρόνο μετά το μακροσκελές και πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο ποιητικό έργο Το παράδοξο του ζην, όπου πραγματεύεται την παραδοξότητα της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου των μεγαλουπόλεων, ο Διονύσης Στεργιούλας επανήλθε στο ποιητικό γίγνεσθαι με έναν θεατρικό μονόλογο για την τραγική μοίρα μιας «άδοξης», όπως χαρακτήριζε ο Κώστας Καρυωτάκης τους ποιητές του μεσοπολέμου, αλλά πολύ αξιόλογης ποιήτριας, που ακόμη μέχρι σήμερα η αξία της δεν έχει αναγνωριστεί πλήρως, της αωροθάνατης Ανθούλας Σταθοπούλου (1908-1935). Πρόκειται για το προσωπικό και οικογενειακό δράμα της, που είναι συγκλονιστικό και βαθιά ανθρώπινο, καθώς μέσα σε λίγα χρόνια η οικογένεια ξεκληρίστηκε χτυπημένη από τη φυματίωση, τη νόσο της περιόδου του μεσοπολέμου.

               Ο ποιητής αυτή τη φορά επιλέγει να εκφραστεί με τον θεατρικό μονόλογο για δύο, κατά τη γνώμη μου, λόγους: γιατί το θέμα, ως δραματικό, προσφέρεται και γιατί το θέατρο άρεσε πάρα πολύ στην Ανθούλα Σταθοπούλου, η οποία, εκτός από την ποιητική συλλογή Νύχτες αγρύπνιας, που είχε προλάβει να δημοσιεύσει, είδε να παίζονται στη Θεσσαλονίκη τα θεατρικά έργα της Ντίνα Πέλλη και Την τελευταίαν στιγμήν. Έτσι, μέσα σε επτά σκηνές ή επεισόδια, ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονται γνωστά τραγούδια της εποχής ή μεταγενέστερα, που έχουν στενή σχέση με όσα προηγήθηκαν, και μας θυμίζουν το λυρικό μέρος της αρχαίας τραγωδίας, τον αρχαίο χορό, εκτυλίσσονται η ζωή, οι σχέσεις, τα όνειρα και το δράμα της ποιήτριας.

               Συγκεκριμένα, ο τόπος όπου θα διαδραματιστεί η τελευταία πράξη της οικογενειακής τραγωδίας είναι το σανατόριο Ασβεστοχωρίου, το οποίο η ποιήτρια επισκέπτεται για δεύτερη φορά το 1935 και όπου πριν τέσσερα χρόνια είχε αφήσει την τελευταία της πνοή η αγαπημένη της αδελφή Νίτσα. Διεκδίκησε και πέτυχε, σύμφωνα με το λογοτεχνικό εύρημα του συγγραφέα, να μείνει στο ίδιο δωμάτιο – εξ ου και ο τίτλος – στο οποίο έμενε και η αδελφή της και εκεί θυμάται τους θανάτους του αδελφού της Τάκη και της μητέρας της, που την στοιχειώνουν, και προπάντων της αδελφής της Νίτσας, με την οποία ήταν πολύ στενά συνδεδεμένες. Μετά από το οικογενειακό δράμα τής απέμεινε η γραφή και η αγάπη της για τη ζωή. Η πρώτη σκηνή, που είναι και προλογική, κλείνει με το όμορφο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη σε στίχους Κώστα Βίρβου «Το καράβι», με το πολύ ωραίο ρεφραίν:

                              «Είμαι κι εγώ ένα καράβι τσακισμένο

                                κι από σένα λίγη αγάπη περιμένω.»

 

               Στις πέντε επόμενες σκηνές, που αποτελούν και το κύριο μέρος του έργου, ο ποιητής αναφέρεται στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ανθούλας Σταθοπούλου φέρνοντας στο προσκήνιο εικόνες και γεγονότα από την προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική της ζωή και από το άχαρο και σκληρό περιβάλλον του σανατορίου. Κάνει εκτενή αναφορά στην ταραχώδη σχέση της με τον σύζυγό της Γιώργο Βαφόπουλο, τον οποίο γνώρισε σε πολύ μικρή ηλικία, αλλά και στην ασυμφωνία χαρακτήρων, καθώς και στην έλλειψη συναίνεσης από την οικογένειά του. Αυτή η σκηνή κλείνει με μουσική του Βάγκνερ, αγαπημένου μουσουργού της ποιήτριας. Πολύ τρυφερή και ανθρώπινη είναι και η τρίτη σκηνή με τις φίλες της στο σανατόριο, οι οποίες, αν και γνωρίζουν τη σκληρή τους μοίρα («Θα πεθάνω μια μέρα, κ’ ίσως μέρα του Απρίλη»), δεν παύουν να ζουν τις καθημερινές μικρές χαρές («Έλα Ανθή να δούμε τα άνθη»), παρ’ όλο που «ο καθρέφτης δεν λέει ψέματα». Το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού «Μάνα μου είμαι φθισικός» (1935) κλείνει με τον πιο κατάλληλο τρόπο αυτήν τη σκηνή.

               Στο επεισόδιο «Μνήμες» η ποιήτρια κάνει μια αναδρομή στη ζωή της και θυμάται οικογενειακές στιγμές, τις δύσκολες συνθήκες εργασίας, την προσμονή της Κυριακής, τα αγαπημένα της διαβάσματα, τον αγαπημένο της συγγραφέα Λέοντα Τολστόι και την αφοσίωσή της στην ποίηση και κυρίως στο θέατρο. Την προσελκύουν οι πρόσφυγες και τα τραγούδια τους, και γενικότερα της λείπουν η μουσική, η χαρά και ο έρωτας, η αιώνια αγάπη. Γι’ αυτό και η σκηνή κλείνει με το αισθησιακό ποίημά της «Ανατολίτικο». Πολύ σημαντική είναι και η πέμπτη σκηνή, στην οποία γίνεται αναφορά στην αγάπη της για τη θάλασσα και στη σχέση της με τους λογοτέχνες, κυρίως της Αθήνας, όπως ο Ξενόπουλος και η Μυρτιώτισσα, η αληθινή της φίλη. Η αγάπη για τα ταξίδια και τη θάλασσα είναι διάχυτη σε πολλά της ποιήματα, ένα από τα οποία («Συνομιλία με τη θάλασσα») απαγγέλλει στο τέλος. Ακούγεται στο λυρικό μέρος το πολύ όμορφο ποίημα του Νίκου Καββαδία «Mal du départ», μελοποιημένο από τον Γιάννη Σπανό.

               Το εναγώνιο ερώτημα «Πεθαίνουν οι ποιητές;», μαζί και με άλλα για την μεταθανάτια μοίρα των ποιητών, τίθεται σε ένα από τα επεισόδια από την ποιήτρια, η οποία έχει ξοδέψει πολλές νύχτες αγρύπνιας και αναρωτιέται αν οι νέοι θα απαγγέλλουν στο μέλλον τα ποιήματά της στον αγαπημένο ή στην αγαπημένη τους. Πάντως η ίδια δεν μετανιώνει για την αγάπη της για την ποίηση και το θέατρο, τα οποία θα τα υπηρετεί μέχρις εσχάτων. Αν ζούσε βέβαια περισσότερο, θα αφιέρωνε και χρόνο στα ταξίδια. Το τραγούδι «Ψεύτικος ντουνιάς» του Μάρκου Βαμβακάρη ακούγεται στο τέλος παρηγορητικό.

               Η λύση του δράματος επέρχεται στην επιλογική σκηνή «Έξοδος», στην οποία αναλογίζεται έναν αγνό παιδικό έρωτα και εξαίρει τον ρόλο της φαντασίας, που την βοήθησε να αντέξει την σκληρή ζωή, ενώ και τώρα της μαλακώνει τον πόνο. Μπορεί μάλιστα να φαντάζεται τους αγαπημένους της και να μεταπλάθει την σκληρή πραγματικότητα αναλογιζόμενη ότι δεν έχουν πεθάνει αλλά είναι εν ζωή και ότι θα ανταμώσουν μια μέρα. Έτσι, στη σφαίρα της φαντασίας, θα τελειώσει το έργο με μια υπερβατική και εξωλογική εικόνα που μας θυμίζει Διονύσιο Σολωμό και δημοτικά τραγούδια («Του νεκρού αδελφού»), με την νεκρανάσταση της αγαπημένης της αδελφής Νίτσας, που ήρθε να την απαλλάξει από τα βάσανά της. Το τραγούδι «Μαρόκο» του Πέτρου Νικολάου ακούγεται τελευταίο και μας θυμίζει τις χαμένες απολαύσεις που ίσως συναντήσει στο επέκεινα.

               Εν ολίγοις, ο Διονύσης Στεργιούλας, ίσως έχοντας υπόψη του την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» του Κ. Καρυωτάκη («Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε, / νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή / μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι») ή τον «Καισαρίωνα» του Καβάφη, ανασύρει από την αφάνεια μια ελάσσονα και άγνωστη ποιήτρια, με την οποία ασχολήθηκε πάρα πολύ και πιστεύει, όπως αναφέρει και στον πρόλογο, ότι αυτή η αδικία θα διορθωθεί στο μέλλον, όχι μόνο για την Ανθούλα Σταθοπούλου αλλά και για πολλούς άλλους ποιητές «με την προϋπόθεση ότι η εξέλιξη του ανθρωπίνου πνεύματος και της φιλολογικής επιστήμης δεν θα σταματήσει ούτε θα οπισθοδρομήσει». Πετυχαίνει έτσι, με την άρτια δομή και την σοφή αρχιτεκτονική, να αναδείξει την τραγική και ευαίσθητη ποιήτρια του μεσοπολέμου σε ένα σύμβολο ανθρώπου που με όπλο την φαντασία και την ποίηση κατόρθωσε να αντιμετωπίσει την σκληρή του μοίρα και να αφήσει ένα ποιητικό έργο, μικρό σε έκταση μεν αλλά πολύ σημαντικό σε ποιότητα και σε βαρύτητα, στο οποίο διαφαίνονται ο πόνος του ανθρώπου του μεσοπολέμου αλλά και η αγάπη για τη δημιουργία και τη ζωή.

 

 

Ο Στέργιος Πουρνάρας είναι φιλόλογος, Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ΠΕ Γρεβενών

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.