Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΣΚΟΥΤΖΙΚΑ
Τον Σκούτζικα τον έφερε στην Κέρκυρα κάποιος Εγγλέζος αξιωματικός από τις μακρινές Ινδίες.
Έτσι λένε οι σοβαροί ιστορικοί που ασχολούνται με το παρελθόν του Σκούτζικα.
Οι Ινδοί έπεισαν τον Άγγλο ότι καταβροχθίζει μετά μανίας ποντικούς και , ως εκ τούτου, είναι απαραίτητος σε κάθε νοικοκυριό.
Η παράξενη άκακη και τερατόμορφη σαύρα τρεφόταν όμως με μικρά έντομα και βλαστάρια φυτών.
Ο σκούτζικας βρέθηκε ξαφνικά παγιδευμένος σε ένα υγρό και κρύο κλίμα περικυκλωμένος από παράξενα , τεράστια τέρατα που περπατούσαν στα δύο πόδια και που για κάποιο ανεξήγητο λόγο τον μισούσαν θανάσιμα.
Έλεγαν, δε, ότι είναι δηλητηριώδης και μάλιστα εκτοξεύει το δηλητήριο του σε απόσταση.
Έτσι , λοιπόν, αναγκάστηκε να ζει κρυμμένος ανάμεσα στις τεράστιες πελεκητές πέτρες της κόντρα φόσα.
Όταν δεν είχε τέρατα τριγύρω , έβγαινε μέχρι το Μποσκέτο και σκαρφάλωνε στα δέντρα για να λιαστεί.
Την ίδια εποχή οι Άγγλοι έφεραν στην Κέρκυρα και τους Μαλτέζους.
Οι Μαλτέζοι ήταν οι πιο φημισμένοι τεχνίτες πέτρας της Μεσογείου.
Ασύγκριτα ανώτεροι από τους Ηπειρώτες.
Έκαναν «αγιούς».
Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι έχτισαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης μας.
Κάθε πέτρα που βλέπουμε έχει λαξευτεί στο χέρι από τους Μαλτέζους τεχνίτες.
Παρόλα αυτά έμεναν πάντα στις άκρες της πόλης, στις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες ,μέσα σε τρώγλες.
Ο συνοικισμός του Κωτσέλα πήρε το όνομά του από ένα από τα νησάκια που συναπαρτίζουν την Μάλτα και λέγεται Gozo.
Όταν τελείωσε το χτίσιμο της πόλης , οι Μαλτέζοι μας αποκάλυψαν και άλλο ένα ταλέντο τους. Ήταν επίσης σπουδαίοι αγρότες. Οι κήποι γύρω από την πόλη που έφτιαξαν προμήθευαν την πόλη με κάθε λογής φρέσκα λαχανικά και φρούτα.
Οι αρχόντισσες της Πόρτα Ρεμούντα αισθανόταν πάντα αηδία , αποτροπιασμό και ντροπή για την συμβίωση τους με τους Σκούτζικες και τους Μαλτέζους.
Αυτοί που δεν μπορούσαν να καρφώσουν ένα καρφί στον τοίχο για να κρεμάσουν το κουάδρο τους , περιφρονούσαν αυτούς που έφτιαξαν και έθρεψαν την πόλη.
Κάποια φορά ένας αντιδήμαρχος «της πιάτσας» απεφάνθη ότι για την «μείωση της εισροής τουριστικού συναλλάγματος» φταίνε οι Σκούτζικες. Διότι, έλεγε, δεν μπορεί να βλέπουν αυτά τα «τριτοκοσμικά αίσχη» οι υψηλοί επισκέπτες μας.
Έβαλε λοιπόν ως σκοπό της ζωής του την εξαφάνιση του Σκούτζικα.
Αφού δεν κατάφερε να τους ξετρυπώσει τάβαλε με τους αδέσποτους σκύλους που λιαζόταν ανυποψίαστοι στην πάνω πλατεία και στο λιμάνι.
Η πάνω πλατεία, ως γνωστόν, ήταν τότε υπό τον έλεγχο της συμμορίας της Λούλας της κουτσής με τ’ όνομα.
Στην συμμορία , δε, συμμετείχαν ο Τζίνος του ψυχιατρείου, ο Φλού και ο Μπούμπης ο χοντρός.
Απέτυχε και εδώ ο αντιδήμαρχος διότι αν έριχνε φόλα θα τον σέρνανε στα δικαστήρια. Αν έκανε καταυλισμό για σκύλους θα έπρεπε να πλερώνει και υπάλληλο να τους φροντίζει.
Δεν το ’βαλε, όμως κάτω ούτε τώρα.
Ρίχτηκε μετά μανίας στους ψαράδες που είχαν στήσει τις παράγκες στην Κόντρα φόσα.
Κόντεψε να ξεσπάσει η Οχτωβριανή επανάσταση.
Οι ψαράδες απείλησαν να καταλάβουν το φρούριο και να κλειστούν μέσα σαν τους Γάλλους Δημοκρατικούς.
Ούτε τότε κατάφερε να μας σώσει από την τριτοκοσμική μας μοίρα.
Όπως συμβαίνει συνήθως , μία των ημερών, εξαφανίστηκε ο Αντιδήμαρχος για να εμφανισθεί κάποιος άλλος «διώκτης τεράτων».
Γι αυτό σου λέω φίλε μου, όταν περπατάς στους δρόμους της πόλης να κοιτάς χαμηλά . Οι παλιές πέτρινες πλάκες των δρόμων είναι πελεκημένες μια- μια, στο χέρι.
Όταν ακουμπάς στους πέτρινους τοίχους για να ξαποστάσεις να ξέρεις ότι αυτές οι πέτρες έχουν μέσα τους πολύ πόνο και πολύ μόχθο.
Αν κοιτάξεις ανάμεσα στις πέτρες , στην σκοτεινή σχισμή, θα δεις μέσα στο σκοτάδι να σε κοιτάζουν δύο μικρά τρομαγμένα μάτια.
Είναι και αυτή μια κάποια αρχή .
Πού ξέρεις , ίσως κάποια μέρα να μπορέσουμε να αποδείξουμε στους Σκούτζικες ότι, όπως και αυτοί, έτσι και εμείς, δεν είμαστε τέρατα.