Παραγγέλνω το τσιπουράκι μου στο παραλιακό ταβερνάκι της Αγίας Αικατερίνης .
Κυριακή μεσημέρι .
Τέλη Οκτώβρη.
Λιακάδα με ολίγη από φθινοπωρινή δροσιά .
Απέναντι ο Παντοκράτορας προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του.
Όλα φαίνεται να είναι υπό έλεγχο ώσπου ξαφνικά ξεπροβάλει από την καμπίνα της μικρής παραλίας η Τζία Μαρίνα.
Φοράει το γνωστό μαύρο τιραντέ ολόσωμο μαγιό .
Καπέλο καλοκαιρινό σε μέγεθος πιατέλας και γυαλιά ηλίου σε μέγεθος πιάτου .
Μούρχεται στο μυαλό ο Οβελίξ με καπέλο αλά Ρένα Βλαχοπούλου στο «μια τρελή – τρελή σαραντάρα» .
Το ίδιο το μαγιό σε κάνει να αναρωτιέσαι: «Μα που στο διάολο το αγόρασε;…. Ποιος πουλάει τέτοια μαγιό και δεν τον έχουμε δει;»
Μου φέρνει στο νου διάφορα επιστημονικά άρθρα που έχω διαβάσει για την διαστολή του σύμπαντος.
Οι γαλαξίες , σου λέει, δεν κινούνται απομακρυνόμενοι.
Απλώς διαστέλλεται ο χώρος.
Η Τζία Μαρίνα κοιτάει γύρω αδιάφορα δήθεν και προχωράει αργά και προσεκτικά προς την θάλασσα.
Κοντοστέκεται και βγάζει κάποιο χαλικάκι από τα κινέζικα λαστιχένια παπούτσια θαλάσσης.
Βυθίζεται αργά στο νερό και μου θυμίζει τον «Κόκκινο Οχτώβρη» , την χολιγουντιανή ταινία με το ρώσικο υποβρύχιο όπου ο μπολσεβίκος Σόν Κόνερυ δεν αντέχει άλλο την κομμουνιστική καταπίεση και πάει να παραδοθεί στους αμερικάνους προκειμένου να ζήσει ευτυχισμένος σε ένα ράντζο στην μαγευτική Νέα Ορλεάνη.
Σε λίγο έξω από το νερό έχει απομείνει το καπέλο και τα γυαλιά της Τζίας Μαρίνας σαν περισκόπιο.
Οι παλιοί λένε ότι όταν ήτανε μαθήτρια «πέρναγε από την πιάτσα και τρίζανε οι μαλτεζόπλακες».
Ξαφνικά σηκώνει το χέρι και κάνει νόημα «εδώ είμαι».
Έρχονται και οι άλλες.
Ουδέποτε μια Τζία πάει μόνη της στην θάλασσα .
Αν την δεις μόνη, σίγουρα είναι στο δρόμο και οι υπόλοιπες.
Φοράνε σχεδόν το ίδιο μαγιό, το ίδιο σχεδόν καπέλο, τα ίδια σχεδόν γυαλιά και τα ίδια κινέζικα λαστιχένια παπούτσια θαλάσσης.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι έχουν όλες σχεδόν το ίδιο σωματότυπο.
Οι Τζίες κάνουν το μπάνιο τους σχεδόν όλο το χρόνο στα Κουρτελάτσα , στον Ανεμόμυλο, στο Καρδάκι, στη Δασιά η στην Αγία Αικατερίνη.
Δεν θα τις δεις στο Λιστόν.
Η θα τις δεις στην θάλασσα , η στον Αι Γιανόπουλο σε καμιά κηδεία , η στο νοσοκομείο.
Καθαρίζουν τάφους.
Παρηγορούν χήρες.
Μοιράζουν κόλλυβα.
Δεν ξέρουν απλώς «τι γίνεται στο περίπου»
Δεν φωτογραφίζουν απλώς.
Δεν ακτινογραφούν απλώς.
Κάνουν αξονικές τομογραφίες.
Όποιος αρρωστήσει από την γειτονιά ακατόπι στο νοσοκομείο και η Τζία .
Αναλαμβάνει αμέσως θαλαμάρχης.
Αλλάζει ορούς , στρώνει κρεβάτια , βάζει θερμόμετρα, μετράει πιέσεις, κουβαλάει φορτία με μπισκότα και βυσσινάδες από την καντίνα, ψάχνει ανήσυχη την νοσοκόμα.
Γυρνάει πριν μεσημεριάσει στο Μαντούκι και ρίχνει και ένα ταψί παστίτσιο στο φούρνο με την ίδια ευκολία που εσύ δένεις τα κορδόνια σου.
Απλώνει τέσσερις λεκάνες μπουγάδα και προλαβαίνει και τη μαντάμ Κούλα στις «Άγριες Μέλισσες».
Οι Τζίες είναι ράτσα. Είναι φυλή. Έχουν δικούς τους άγραφους νόμους και συνήθειες.
Κάτι σαν τους Τουαρέγκ της ερήμου.
Παλιά είχα βγάλει μια θεωρία όπου στο μέλλον θα εμφανισθούν κάτι Τζίες ξερακιανές χίπισσες με στρογγυλά γυαλιά και λουλουδάτα μακριά φορέματα σαν την Τζάνις Τσόπλιν ρυτιδιασμένη.
Έπεσα έξω.
Αργότερα έβγαλα άλλη θεωρία όπου οι Τζίες του μέλλοντος μας θα είναι γεμάτες τατού στο σβέρκο στην κοιλιά στα μπούτια και στους αστραγάλους.
Ξανάπεσα έξω.
Οι Τζίες παραμένουν αναλλοίωτες λες και έχουν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς τους με τον χρόνο .