Το τροχαίο
Το λοιπόν, έπαθε ατύχημα στον δρόμο με το αυτοκίνητο.
Ανατροπή και τούμπες, η στροφή ήταν σκέτη καρμανιόλα. Δεν την κτυπούσε ο ήλιος και μάζευε λάσπη όταν έβρεχε. Το μισό χωριό είχε πάθει ατύχημα σ’ εκείνη τη στροφή. Η καταστροφή του οχήματος ήταν ολοσχερής. Είχαν μείνει με ανοικτό το στόμα όλοι. Ο τύπος που τον πλησίασε εμβρόντητος, ενώ εκείνος είχε εγκλωβιστεί στα συντρίμμια ανάποδα γυρισμένος. Κι οι υπόλοιποι οδηγοί, που σταμάτησαν να βοηθήσουν. Και το ζευγάρι των Αστυνομικών, που κατέφθασε στον τόπο χωρίς καθυστέρηση – ένας νεαρός και πολύ όμορφος άντρας και μια το ίδιο νέα κι ωραία γυναίκα. Δεν ήταν η τροχαία, αλλά η τοπική αστυνομία της επαρχιακής περιοχής, όπου είχε γίνει το ατύχημα.
Η επιδεξιότητα με την οποία κατάφερε, ουσιαστικά από μόνος του, να βγει εκτός του τσαλακωμένου κι αναποδογυρισμένου οχήματος, και η ψυχραιμία του, τρυπούσαν τα κόκαλα των παρευρεθέντων περισσότερο απ’ ό,τι η παγωνιά, χειμώνας όπως ήτανε η εποχή. Τίναξε το χώμα από τους ώμους του, με χαμηλωμένο βλέμμα. Τον άγγιζαν οι άνθρωποι και τον ρωτούσαν αν είναι καλά. Είχε μόνο μια μικρή αμυχή, μετά το ατύχημα, στο ένα από τα δύο του πόδια. Από την οποία έτρεξε πολύ λίγο αίμα, όπως όταν σε τσιμπάει κουνούπι:
“Σκεπάσου, θα κρυώσεις,” έσπευσε καλοσυνάτη η κυρία να του δώσει το άνοράκ της.
“Σας ευχαριστώ πολύ, δεν κρυώνω, είμαι χειμερινός κολυμβητής.”
“Μετά από ένα τέτοιο ατύχημα, θα μπορούσες να είχες τραυματιστεί πολύ σοβαρά ή να είχες βρεθεί και στα θυμαράκια ακόμα,” δήλωσε ο Αστυνομικός με σοβαρότητα.
“Έτσι είναι, κύριε Αρχιφύλαξ,” κοντοστάθηκε. “Η ζωή είναι θείο δώρο,” συνέχισε, “και μόνο ένας ανόητος δεν θα ήταν ευχαριστημένος που ζει. Αν και οι άνθρωποι, για να τα βγάλουν πέρα στη ζωή, μηχανεύονται πολλά και διάφορα, πιστεύω πως όλοι θα θέλαμε εκείνη να έμοιαζε με κάτι το ευγενέστερο.”
“Αφού είπες πως είναι θείο δώρο. Ευγενέστερο δεν γίνεται. Γίνεται;”
“Νομίζω πως όλοι θα θέλαμε η ζωή να έμοιαζε περισσότερο με τον χορό παρά με την πάλη. Να όμως που ο κόσμος είναι παλαίστρα και η ζωή που συμβαίνει σε αυτόν πάλη. Μπορεί να μην ήμουν έτοιμος, δεν το περίμενα τέτοια γλίτσα στον δρόμο. Αλλά ήμουν ακλόνητος και είμαι όρθιος τώρα. Αυτό δεν ισχύει και για την πάλη; Αρκεί να παραμείνεις όρθιος.”
Τα λόγια του επί το πλείστον άρεσαν στην παρέα εκεί. “Για περπάτησε λίγο να δούμε” κι ο Στεφανής, που τον αποκαλούσαν ο Παρτσακλός στο σχολείο, περπάτησε χωρίς την παραμικρή ένδειξη απώλειας της ισορροπίας του. Έκανε και μία πιρουέτα!
“Μια χαρά είναι,” παρατήρησε η κυρία Αστυνόμος. Δεν τα είπε αυτά για κοινωνικούς λόγους μόνο. Δεν ήταν μόνο πως δεν ήθελε να τους ταράξει. Κι αν τον είχαν περάσει από τεστ κι έβρισκαν ίχνη από τα ποτηράκια του μεσημεριανού; Πώς να τους έλεγε την πραγματική του γνώμη όμως; Όπως ερχόταν με ταχύτητα ο γερανός, να πάρει το αυτοκίνητο για απόσυρση, και εκτινάσσοντας τις λάσπες καθώς γυρνούσαν οι ρόδες του, κατά την απότομη στάση και άτσαλη στάθμευση, έκανε το τικ με το κωλοδάκτυλο εναντίον της αφηνιασμένης μαούνας. Πιέζοντας με τον αντίχειρα τον μεσαίο και διατηρώντας τον σε ορθή γωνία με το μετακάρπιο, ξεχώριζε ο μεσαίος από τα υπόλοιπα δάκτυλα, τον οποίο μπορούσε να κατευθύνει όπου ήθελε. Ευτυχώς, δεν το πρόσεξε κανένας.
Σώος και αβλαβής – τρισευτυχώς, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ο οδηγός. Κι έπαιζε με την ασημένια του καδένα, όπως αν ήταν κομποσκοίνι, με μια σπάνια πλέξη. Ένιωθε λίγο άσχημα που δεν το αντιλαμβανόταν. Γιατί προφανώς η ζωή είναι ωραία. Σωστά; Ρωτούσε. Οπότε, δεν το αποφάσισε ακριβώς. Ακολούθησε μηχανικά τη συνήθεια. Ανάμεσα σε χιλιάδες επιλογές ταινιών που προσέφερε το συνδρομητικό μέσο, διάλεξε μια κωμωδία να παρακολουθήσει με αγαπημένο ηθοποιό στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Κρεμάει ο ήρωας του έργου με του θεατή ολόιδιο κρεμαστό στον λαιμό. Ο Στεφανής παραξενεύεται και πατάει παύση και προχωρά τα καρέ. Κάνει ξανά παύση. Στο στιγμιότυπο, ο πρωταγωνιστής φαίνεται ολόιδιος ο Στεφανής. Μετά πατάει αναπαραγωγή και καταστρέφεται κατά την πλοκή το αυτοκίνητο. Ενώ, τι ανακούφιση και χαρά, άθικτος βγαίνει ο οδηγός.
Αρκετά καθυστερημένα, μπόρεσε να συγκρίνει τη θέση του με τη θέση ενός άλλου ανθρώπου, που του είχε τύχει να παρατηρήσει και να προβληματιστεί έντονα στο παρελθόν. Ήταν μικρό παιδί, όταν η οικογένειά τους δέχθηκε ένα τηλεφώνημα, ένα συνηθισμένο απόγευμα μέσα στην εβδομάδα. Ήταν χειμώνας και είχε βραδιάσει από νωρίς. Τα παιδιά μελετούσαν για το σχολείο, η μητέρα βοηθούσε τα παιδιά και ο πατέρας εργαζόταν. Απάντησε στο τηλεφώνημα η μητέρα. Μια αξιολύπητη γυναίκα ζητούσε τον πατέρα. Φυσικά, δεν ανησύχησε καθόλου η μητέρα. Διέκοψε τον πατέρα και του εξήγησε την κατάσταση. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν υπήρχε απειλή για τον γάμο στο τηλεφώνημα. Η γυναίκα εκείνη έκλαιγε στο τηλέφωνο, καθώς συνομιλούσε με τον πατέρα. Ισχυριζόταν ότι τον αγαπούσε πάρα πολύ. Μετά από πολλά χρόνια, εννόησε τη θέση στην οποία έμελλε να περιέλθει. Γιατί μπόρεσε να συγκρίνει την τρέχουσα θέση του με τα παιδικά του συναισθήματα, τα οποία ήταν δύσκολο να λανθάνουν. Πώς γίνεται ο Θεός να μην έχει προνοήσει στις περιπτώσεις αυτές, είχε διερωτηθεί. Σύμφωνα με το παιδικό του μυαλό, ελευθερία δεν δίδει ο Θεός στον άνθρωπο; Έπρεπε να είχε βρεθεί μια φόρμουλα, κατά την παιδική του κρίση. Μια λύση από τον ίδιο τον άνθρωπο, που θα μπορούσε να φέρει αγαλλίαση στην γυναίκα. Που θα μπορούσε να ευφράνει λίγο την καρδούλα της. Σκέφτηκε πως ο κόσμος δεν έχει έλεος απέναντι σε ορισμένους. Ως παιδάκι δεν ηδύνατο να το εννοήσει. Γιατί επέτρεψε η γυναίκα στον εαυτό της να πέσει τόσο χαμηλά; Έτσι όπως η βιωματική γνώση του ανθρώπου αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, έτυχε να του συμβεί.
Ακούγοντας τα κύματα της ταραχώδους θάλασσας, που έσκαγαν στον συμπαγή βράχο του κάβου, και ρεμβάζοντας τα ξύλα της ελιάς να σιγοκαίνε στο τζάκι, ήταν αργά το βράδυ. Άνοιξη η εποχή κι ο ουρανός καθαρός από τον ζεστό νοτιά. Συνήθως, ο νοτιάς φέρνει στον ουρανό σύννεφα, αλλά είχε τύχει να έχει καθαρίσει. Ανάμεσα στον υπόκωφο παφλασμό των κυμάτων, άκουσε ένα γλυκό κελάηδημα σαν φλογέρα. Σκίρτησε, στην αρχή, η καρδούλα του. Είναι πολύ απαλό και μελωδικό ένα συγκεκριμένο κελάηδημα των κοτσυφιών. Αλλά ήταν το παιγνίδι που συνωμότησαν εναντίον του τα στοιχεία της φύσης. Ένα σφύριγμα των ξύλων που έχαναν την υγρασία τους στη φωτιά, όπως το ατμοποιημένο νερό έβρισκε διέξοδο από τις τρύπες που έφαγε το σαράκι. Η διαπίστωση της απατηλής του αίσθησης έφερε συνειρμικά τον Φάλαρη στο μυαλό του και τον καλλιτέχνη με το καμίνι του μεταλλικού ταύρου. Συλλογίστηκε πως εκείνος, ο ίδιος, ήταν όμοιος με το ανάθεμα του μεγάλου μας θεσμοθέτη και ποιητή. Του πολυαγαπημένου του ποιητή, σε όλη την οικουμένη. Και του άγιου Πατέρα που μας λέει πως η θάλασσα γνωρίζει τα όριά της. Να τα, τα βλέπεις; Μέχρι τον κάβο και συναμφότερα τα κολπάκια που δημιουργούνται από τις δύο μεριές του. Και η νύχτα, ομοίως, ακολουθεί την αρχαία οροθεσία. Ο πλεονέκτης, όμως, χωρίς αιδώ του χρόνου και των όρων, μιμείται του πυρός τη βία.
Ήταν βέβαιος πως αυτές ακριβώς τις λέξεις χρησιμοποίησε ο Άγιος Μέγας Πατήρ. Κατά επέκταση, προκειμένου να μπορέσει να συσχετίσει ορθά το εξωτερικό γεγονός με το εσωτερικό συναίσθημα, συλλογίστηκε. Αυτοί οι λογισμοί του, τους οποίους θα κατακεραύνωνε ενδεχομένως ο Άγιος, ήταν μεθοδολογικά τεχνάσματα που εφάρμοζε συστηματικά, προς την προσπάθεια κατάκτησης της αυτογνωσίας μέσα του και της ορθής παράστασης για τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου.
Στην ουσία, ήταν αυθυποβολές οι συλλογισμοί αυτοί, σαν θαύμα μου φαίνεται. Γιατί δεν τα έκανε πολύ συνειδητά ή δεν γνώριζε γιατί έπρεπε να τα κάνει, προσπαθώντας να ξεπεράσει ένα αόρατο πρόβλημα σε εκείνον και σε όλους. Συλλογιζόταν πως εκείνος, ο ίδιος, ήταν ένας αχόρταγος χορτάτος που πεινούσε περισσότερη πείνα. Σε αυτές τις οδυνηρές στιγμές αυθυποβολής, έβλεπε χορτασμένο τον εαυτό του από τα υλικά αγαθά και δεν ζητούσε κι άλλα. Κι έβλεπε τον εαυτό του πεπεινασμένον αγάπης συνάμα. Αφού αγαπούσε, χωρίς ν’ ανταγαπιέται. Πώς να χορτάσει από κάτι που του αποστερείται; Χορτασμένος για τα καλά από την αποστέρηση της αγάπης, πεινούσε για περισσότερη αποστέρησή της. Δοθείσας της κατάστασης, που σας έχω περιγράψει ως εδώ, το αυτοκίνητο σισπασιόν ήταν η καλύτερή του επιλογή. Ήταν ζήτημα αυτοεκτίμησης να δέσει τα χέρια του με επιδέσμους, να περιποιηθεί το δυσιδρωτικό έκζεμα και να τους απαντήσει:
“Δυστυχώς για μένα, δεν μπορώ να πω απολύτως τίποτα για εσάς! Επειδή γνωρίζω πως είμαι πολύ πιο αμαρτωλός από εσάς, δεν δικαιούμαι καμιά απολύτως κρίση επί εσάς.” Στον Πατέρα δεν μπορούσε να απαντήσει. Αναγνώριζε πολύ μεγάλη σοφία στα λόγια του. Έφτασε στο σημείο, με τις αυθυποβολές αυτές, να βεβαιωθεί για την ενοχή του! Αν και, ειδικά για την περίπτωσή του, δεν φαίνεται ότι ήταν ηθικό το ζήτημα. Εντούτοις, του έκαναν καλό η υιοθέτηση της τάξης στο σύστημα των χριστιανικών αξιών και οι πατερικές διδασκαλίες. Δοθεισών των καταστάσεων, είχε μια πυξίδα. Αλλά δεν κλονίστηκε ούτε λίγο η πίστη του και ισχυριζόταν πως η θεολογία είναι λογική απόρροια της φυσικής θεωρίας. Και ότι η θεολογία είναι συμπληρωματική με τη φυσική θεωρία, φτιάχνουν δε αυτά τα δύο ένα αρμονικό ζεύγος. Πάντοτε, και πριν το μάθει και αφού το έμαθε. Ήταν βέβαιος πως μπορούσε να το αποδείξει σε εισαγωγικά. Λέω, σε εισαγωγικά, γιατί γνώριζε πολύ καλά τι σημαίνει απόδειξη, για κάθε μία ξεχωριστά από τις περιπτώσεις όπου αναφερόταν η έννοια. Άλλη η μαθηματική απόδειξη, άλλη η πειραματική στη βιολογία, η πειραματική στη φυσική, η βιωματική και ούτω καθεξής. Πως θα μπορούσε, αν έβρισκε τον χρόνο, να ευθετήσει αυτή την πραγματεία, προς αρωγή της ανθρωπότητας. Για να αγαπηθούν και να ενωθούν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Η μετά πολλών χρόνων εσομένη έλλαμψη της αυτοδιάγνωσής του δεν θα μείωνε ούτε στο ελάχιστο την αγάπη του για τις απόψεις του Πατρός.
Άλλα μεγάλωσαν με τον καιρό..! Με τα χρόνια, είχαν αλλάξει και τα νερά των ποταμών. Η φιλενάδα μου, η Κωνσταντία, έκανε πετυχημένο γάμο και δύο παιδιά. Η Π έμεινε γεροντοκόρη, όπως και η γράφουσα. Ποια είμαι εγώ να την κρίνω, αλλά υπήρχαν απλήρωτοι λογαριασμοί από τη μεριά της Π. Η Κωνσταντία δεν είχε πει τίποτα γι’ αυτά, όταν τα είχανε με τον Στεφανή. Ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του και δεν ήθελε να τον τρομάξει. Είχε βγάλει το μάτι μιας κοπέλας, που μάλωσαν σε μια συναυλία. Η κοπέλα αυτή μετά κυκλοφορούσε με γυάλινο μάτι. Τελικά, έτυχε να τα πληροφορηθεί ο Στεφανής αυτά για την Π. Πόσο πιθανό είναι αυτό, σε μια πόλη με ένα εκατομμύριο πληθυσμό; Έτυχε να γνωρίσει την ίδια την κοπέλα με το γυάλινο μάτι. Διέμενε ακριβώς απέναντι από τον χώρο της εργασίας του. Αλλά δεν είπε τίποτα στην Κωνσταντία. Γιατί κι εκείνος ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της και αντιλήφθηκε τον λόγο της αποσιώπησης. Να όμως που το ζευγάρι χώρισε, αλλά αυτός αποζητούσε ψήγματα της αγαπημένης του. Όταν μετά από πολλά χρόνια συναντήθηκαν η Π με τον Στεφανή, αυτό το μικρό φως στον ορίζοντα αποδείχθηκε αδιέξοδο. Η μία, σαν να μην είχε σφυγμό. Ο άλλος, απροσδιόριστα διαφορετικός. Διακόσια, τριακόσια ευρώ η φορά. Δεν είχε χρήματα, τους έλεγε η Π. Έδιναν εκείνοι με την καρδιά τους. Έβρεχε εκείνη τη μέρα καταρρακτωδώς. Ο ουρανός ήταν θεοσκότεινος. Δεν βρίσκανε πού να πατήσουν, όλα είχαν γίνει μούσκεμα.
“Ποια ζωή;” μονολογούσε.
Ποια ζωή; Όσο κι αν εξέταζε τον βίο του προσεκτικά, δεν ήταν βέβαιος για τα ονόματα και τις λέξεις πια. Η ζωή δεν είναι ζωή, αν δεν έχει τη δύναμη να ζήσει. Είναι ζωή ως προς το όνομα, όχι ως προς το έργο. Μπορεί να συμβεί όμως και η ακόλουθη εναλλακτική. Ως προς το έργο του, θα μπορούσε κάτι να χαρακτηριστεί ως ζωή, να μην είχε τύχει όμως να έχει ονομαστεί έτσι. Προβληματιζόταν. Αυτή, η δεύτερη συνθήκη, ζητούσε την κατανόησή του πιο επίμονα απ’ ό,τι η πρώτη. Κατέληξε σε κάτι που τον χαροποιούσε ιδιαιτέρως: άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη.(…)
(Προδημοσίευση από την νουβέλα «Αυτοκίνητο σισπανσιόν», Εκδόσεις Ενύπνιον)