Εκείνο το πρωί, την ώρα που πέρναγε από το διάδρομο για να μπει στην κουζίνα η Κλαίρη γλίστρησε και έπεσε με τη μούρη πάνω σ’ ένα βουνό από παγωμένο χιόνι. Σηκώθηκε τινάζοντας τη ρόμπα της σαστισμένη ενώ προσπαθούσε να καταλάβει πως βρέθηκε αυτό το παγόβουνο μέσα στο σπίτι. Ήταν τόσο μεγάλο που σχεδόν έκλεινε όλο το διάδρομο ενώ η κορυφή του πέρναγε πάνω από το κεφάλι της και το παράξενο ήταν ότι δεν υπήρχε κανένα σημάδι στο ταβάνι που να το δικαιολογούσε, ούτε η παραμικρή χαραμάδα.
Το πλησίασε διστακτικά και το ακούμπησε με το δεξί της χέρι σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν ξύπνια και στάθηκε έτσι απορημένη για αρκετή ώρα μέχρι που ένιωσε το χέρι της να παγώνει και τότε ενστικτωδώς το τράβηξε και το έφερε κοντά στο στόμα της για να το ζεστάνει με την αναπνοή της ενώ αναρωτιόταν μεγαλόφωνα πως ήταν δυνατόν να μην το είχε προσέξει νωρίτερα. Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς καθώς πηγαινοερχόταν στο διάδρομο και κάθε φορά το ακούμπαγε ξανά για επιβεβαίωση όταν μια μνήμη σαν αστραπή έκανε τις ζάρες στο μέτωπο της, αν και πολύ βαθιές για μια γυναίκα στη μέση μόλις της τρίτης δεκαετίας, να σμίξουν σε παράλληλες γραμμές και τα μάτια της στένεψαν σαν να προσπαθούσε να διαβάσει το μυαλό της. Ώστε γι’ αυτό κάθε φορά που περνούσε το διάδρομο οι παντόφλες της γλίστραγαν κι ένιωθε αυτό το ρίγος στην πλάτη. Αν είχε δώσει σημασία σ’ αυτά τα σημάδια νωρίτερα ίσως να το προλάβαινε και να μην το άφηνε να μεγαλώσει τόσο. Σίγουρη πια ότι κάπου θα υπήρχε κάποιο ρήγμα άρχισε να ψάχνει όλο το σπίτι γιατί σκέφτηκε ότι το πρώτο που έπρεπε να κάνει ήταν να βρει τη ρίζα του κακού πριν είναι αργά. Φώναξε τον άντρα της αλλά αμέσως θυμήθηκε ότι είχε φύγει πριν μισή ώρα για τη δουλειά και αναστέναξε με ανακούφιση που εκείνος στάθηκε τυχερός και δεν γλίστρησε να πέσει και να λερώσει το κουστούμι του. Θα είχε ξεσηκώσει το σπίτι με τις φωνές του. Αλλά γιατί δεν της το είπε; Αποκλείεται να μην το είχε προσέξει! Ευτυχώς τα παιδιά τα είχε στείλει στη μητέρα της για λίγες μέρες. Ήθελε να περάσουν λίγο χρόνο οι δυο τους γιατί από τότε που παντρεύτηκαν δεν είχαν και πολλές ευκαιρίες να μείνουν μόνοι για μια ολόκληρη μέρα. Μόνο για μερικά λεπτά συζητούσαν τα καθημερινά προβλήματα κι αυτά στο πόδι, όρθιοι στο διάδρομο, λίγο πριν εκείνος κλείσει την πόρτα πίσω του. Μέσα σ’ αυτόν τον σκοτεινό διάδρομο η Κλαίρη είχε φυλακίσει όλα της τα όνειρα και δεν κατάλαβε ούτε η ίδια πότε έγιναν αναστεναγμοί. Ούτε που φανταζόταν ποτέ όταν ήταν φοιτήτρια της Νομικής πως έμελλε να ήταν η ζωή της στο μέλλον. Σαν μια πεταλούδα είχε βγει από το κουκούλι της αλλά δεν πρόλαβε να πετάξει μακριά γιατί την σαγήνεψε το γλυκό φως του έρωτα που της τσουρούφλισε τα φτερά μέχρι που χάθηκαν και έμεινε εκεί απορημένη με τα μάτια της γεμάτα κατάπληξη και το στρουμπουλό της τώρα σώμα, που είχε πάρει τη θέση της καλλίγραμμης κορμοστασιάς που όλοι θαύμαζαν, εκτεθειμένο στο κρύο και την υγρασία του διαδρόμου.
Μετά το γάμο είχε μείνει αμέσως έγκυος και μέσα σε πέντε χρόνια είχαν γίνει κιόλας πολύτεκνοι με τρία παιδιά. Φυσικά παραιτήθηκε αμέσως από τη δουλειά της σαν ασκούμενη δικηγόρος και αφοσιώθηκε με πολύ αγάπη στην ανατροφή τους και στον άντρα της και όταν μετακόμισαν στο δικό τους σπίτι, μια μονοκατοικία τριακοσίων τετραγωνικών, έξω από την πόλη και μακριά από τους δικούς της και τις παιδικές της φίλες δεν περίμενε ότι θα κατέληγε να χαθεί όχι μόνο από την οικογένειά της αλλά και από τη ίδια της τη ζωή. Όμως παρηγοριόταν γιατί ο άντρας της δούλευε πάρα πολύ και η μόνη του έγνοια, όπως συνεχώς της θύμιζε, ήταν να μην λείψει τίποτα σ’ εκείνη και τα παιδιά. Είχαν φτιάξει μια ωραία οικογένεια, όλοι το έλεγαν, γεμάτη αξιοπρέπεια, σαν αυτές στις παλιές οικογενειακές φωτογραφίες που στέκονται πάνω στον μπουφέ και εκείνος περηφανευόταν για αυτό με υπερβολή και κάποια επιδεικτική ξιπασιά πράγμα που έκανε την Κλαίρη να βυθίζεται όλο και περισσότερο στον εαυτό της. Φυλακισμένη στο ίδιο της το σώμα, έμοιαζε τόσο με το άδειο τους σπίτι σαν ένα κινούμενο πλάσμα χωρίς οντότητα. Κάθε μήνα του ετοίμαζε την βαλίτσα για τα επαγγελματικά του ταξίδια, που κρατούσαν πολλές μέρες, και όλοι μαζί τον αποχαιρετούσαν στο κατώφλι της πόρτας και εκείνος γύριζε με τον ίδιο πάντα σαματά της ματαιοδοξίας και τους γέμιζε με ακριβά δώρα, φορτωμένος με ακόμη περισσότερη έπαρση και λίγα κιλά παραπάνω λες και εκεί που πήγαινε ξεχνούσε την πειθαρχεία που είχε επιβάλλει ο ίδιος στον εαυτό του και στους άλλους στο θέμα της υγιεινής διατροφής και της άσκησης και επιδιδόταν σε κραιπάλες. Έτσι η Κλαίρη φρόντιζε τα πάντα μόνη της, το μεγάλο σπίτι, τα παιδιά και την μόρφωσή τους αλλά και την ελλιπή παρουσία του πατέρα. Με τον καιρό και η σχέση τους έχασε τον ενθουσιασμό των πρώτων χρόνων και έγινε περίεργη και παρόλο που φρόντιζαν ο ένας τον άλλον, έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι και κοιμούνταν στο ίδιο κρεβάτι, κατά βάθος όλα τα έκαναν για χάρη της οικογένειας και μετά τη γέννηση της τρίτης τους κόρης ο άντρας της έπαψε σιγά σιγά να κάνει ακόμα και την παραμικρή νύξη πια για έρωτα σαν να ήταν νεκρό θέμα για αυτούς. Τους τελευταίους μήνες δεν άκουγε ούτε την ανάσα του πια στο κρεβάτι γιατί έφευγε σχεδόν χαράματα πατώντας στις μύτες για να μην του ξυπνήσει και το βράδυ γύρναγε πάντα πολύ αργά και κοιμόταν στον καναπέ.
Η Κλαίρη σταμάτησε να τον περιμένει στο σαλόνι μπροστά στην τηλεόραση όπως έκανε πριν και πήγαινε για ύπνο αλλά εκείνη τη μέρα από τη στιγμή που έπεσε πάνω στο παγόβουνο σαν να ξύπνησε ξαφνικά από λήθαργο, φόρεσε την κάτασπρη γούνα της, στήλωσε το κορμί της και έκατσε στην καρέκλα δίπλα στο παγόβουνο γιατί είχε πάρει την απόφασή της να καθίσει εκεί στο διάδρομο και όλη τη νύχτα αν χρειαζόταν μέχρι να γυρίσει ο άντρας της. Ο μόνος της τώρα φόβος ήταν να προλάβουν πριν η κορυφή τρυπήσει το ταβάνι και το χιόνι παγώσει ολόκληρο το σπίτι.
Εξαιρετική Σωτηρία!
Εξαιρετικό, Σωτηρία!