You are currently viewing Τάκης Γεράρδης: Η ρόμπα

Τάκης Γεράρδης: Η ρόμπα

Η Ρόμπα

«Με λένε Μπάμπη, με λένε Ρόμπα, με λένε και Ληγμένη Επιταγή. Όχι από ασέβεια για μένα. Εγώ τους έχω δώσει το θάρρος. Γιατί μ’ αρέσει να περνάω τη πόρτα του καφενείου και να γυρνάνε όλοι σε μένα. Να με πειράζουν και να τους απαντάω με αισχρόλογα. Κουβέντες βαριές και αντρικές.

Νοικιάζω μια γκαρσονιέρα για τα πονηρά μου, αλλά μένω με τη μάνα μου. Τα αδέρφια μου είναι όλα παντρεμένα και με παιδιά. Εγώ δε παντρεύτηκα. Οι γυναίκες, όπως είδα από νωρίς, είναι όλες τσούλες. Οι γυναίκες των φίλων μου, οι γυναίκες της γειτονιάς, των αστυνόμων κι υπαστυνόμων, όλες τσουλαριό. Γιατί να παντρευτείς; είπα στον εαυτό μου παλιά. Για να φεύγεις για υπηρεσία, να ξενυχτάς κι αυτή να πηδιέται;

Έχω πάρει σύνταξη, μετά από τριάντα χρόνια δουλειάς. Τριάντα χρόνια μακριά απ’ το νησί μου, σ’ αυτό το μπουρδέλο, την πρωτεύουσα. Αφού είχα μυαλό και δε παντρεύτηκα, περίσσεψε κι έκανα και το κουμάντο μου. Βρέξει χιονίσει, μια συνταξάρα πέφτει στο παντελόνι. Έχω και στην άκρη διακόσια στρογγυλά, που βγήκανε με ρίσκο και τσαμπουκά. Κι ακόμη η μπογιά μου περνάει. Όχι πως θα μ’ αφήσουνε οι νυν, αυτοί που είναι στην υπηρεσία τώρα. Αλλά, αν χρειαστώ κάτι για μένα ή για τους φίλους μου, μπορώ να καθαρίσω.

Μόνο που δεν χρειάζομαι τίποτε ειδικό τώρα, αυτή την εποχή. Και φίλους δεν έχω. Μόνο τη μάνα μου. Μπορεί και συγυρίζει το σπίτι. Πλένει, σιδερώνει, μαγειρεύει κιόλας και βλέπει τηλεόραση. Ακούει τα βάσανά μου με συμπόνια κι άποψη. Κι αν την είχα ακούσει κι έβαζα το 17 τζόκερ, τότε με το τζακ ποτ και μέσα τις ημερομηνίες που γεννηθήκαμε, θα ‘χα κάνει τη καλή.

Και τότε θα βλέπανε οι χαμούρες τι πάει να πει Μπάμπης. Θα πλήρωνα όλες τις τραβεστί στη Συγγρού να βγούνε βόλτα στο καφενείο. Πέντε, δέκα, είκοσι τραβεστί με ρόμπες και κιλοτάκια, χωρίς σουτιέν να μπουκάρουνε το βράδυ και να παραμιλήσουν όλοι οι καφενόβιοι. Θα το ‘καναν για τη τρέλα τους και γιατί με τρέμουν ακόμη. Τόσα χρόνια ξενύχτησα μαζί τους για να τις προστατεύω. Άκου Ρόμπα. Ρόμπα αυτοί; Τραβεστί με ρόμπες εγώ.

Τελευταία, μόλις εμφανίζομαι στο καφενείο, φωνάζουν καλώς τη Ληγμένη Επιταγή. Το καθιέρωσε ο μαλάκας, με τα γυαλιά και τις ατάκες, που γράφει βιβλία και κάνει τον ταβλαδόρο. Τι να σε κάνω, ρε Μπάμπη, τώρα που σε γνώρισα, μου είπε. Και να  χρειαστώ κάτι, έχεις βγει στη σύνταξη. Σα ληγμένη επιταγή είσαι. Μόλις το άκουσαν οι χαμούρες, το καθιέρωσαν. Άκου τον πούστη, ληγμένη επιταγή εγώ. Ο Μπάμπης, ο μπάτσος, που τον έτρεμε όλη η Συγγρού. Ας ρωτήσει για μένα την άλλη τη χαμούρα, τον γιο του καφετζή, τον Κώστα. Που ένα βράδυ παρά λίγο να τον πάω μέσα το μαλάκα. Του είχε πάρει τα λεφτά ένα τραβεστόνι απ’ τα Τρίκαλα και κόντευε να φάει και ξύλο απ’ τις άλλες.

Και βαράνε άγρια οι πουστάρες. Σ’ αυτό δεν πιάνει η εγχείρηση. Τα μαραφέτια τούς τα κόβει ο γιατρός, τα μεϊκάπ, οι περούκες και τα κουνήματα δείχνουν γυναικεία. Αλλά το μίσος που ‘χουν μέσα τους, παραμένει αρσενικό. Κι από τότε αρχίσαμε να κάνουμε μαζί βόλτες. Στη γκαρσονιέρα που ‘χω στην Ηρακλείτου, τον πήρα ένα βράδυ που ‘μασταν γκολ, μ’ άλλες δύο τη Τζένη και τη Βιόλα. Να δει ποιος είναι ο Μπάμπης, η Ρόμπα. Να του δείξω εγώ παρτούζες του μαλάκα του Αθηναίου. Κι αυτός καψουρεύτηκε τη Τζένη. Ένα και εβδομήντα πέντε η Τζένη, σου φεύγει ο τάκος μόλις τη δεις νύχτα. Ευτυχώς που τον μάζεψα και δεν το ‘μαθαν οι δικοί του.

Τώρα που ‘γινα συνταξιούχος, στα πενήντα και, η ζωή είναι ωραία. Όπου γουστάρω πάω κι όσα καυλώνω χαλάω. Ξυπνάω όποτε θέλω κι όποτε θέλω κοιμάμαι. Μόνο που δεν με πιάνει ο ύπνος εύκολα. Ξαπλώνω πτώμα απ’ την αϋπνία στο κρεβάτι, αλλά με τίποτε. Πάει πρωί κι εγώ ακόμη να κλείσω μάτι. Κι ο καριόλης που μένει δίπλα μου κάθε τόσο φρουπ τα νερά στο μπάνιο. Δύο, τρεις, τέσσερις τη νύχτα. Στ΄ αρχίδια του αυτός. Όποτε γυρνάει σπίτι, γυρνάει καυλωμένος. Και πηδάει την ξεκολιάρα. Κι ύστερα φρουπ οι μπιντέδες κι οι καθαριότητες. Του ‘κανα μια, δυο, τρεις φορές παρατήρηση. Άντε πηδήξου, ρε μαλάκα, μου λέει. Που θα μου βάλεις ωράριο και διόδια στο πούτσο. Κι έτσι αρπαχτήκαμε και τον πυροβόλησα.

Γι’ αυτό είμαι εδώ. Να μου βρείτε τι έχω. Αλλά ηλεκτροσόκ δεν κάνω. Ούτε και χάπια θέλω. Δε θα γίνω εγώ, ο αρχιμάγκας της Συγγρού, χαπάκιας. Να μου βρείτε τι έχω και πώς θα γίνω καλά. Αλλά μόνο η μάνα μου ξέρει. Αυτήν έπρεπε να ‘χετε εδώ. Όλα τα ξέρει αυτή. Μυαλό ξυράφι κι ας είναι εβδομήντα οχτώ χρονών.

Όσες φορές την άκουσα, δεν βγήκα χαμένος. Δεν κάνει αυτή για σένα, μου είχε πει, για το προξενιό. Αρωματίζεται πολύ κι αντιμιλάει. Κι εγώ τον χάλασα τον αρραβώνα. Και βγήκε αληθινή. Με τρία παιδιά η παρ’ ολίγον και τη συζητάγανε. Αλλά και ποια παντρεμένη δεν τη συζητάνε; Όλες ξενοπηδιούνται. Δείξε μου μία που να ‘χει σεβαστεί το στεφάνι της. Μία μόνο κι εγώ θα παραδεχτώ πως η γριά έκανε λάθος. Αλλά δεν έκανε.

Ούτε και τότε που μικρό στο νησί μ’ έπιασε με την κατσίκα. Δεν πειράζει, μου είπε. Κάπου πρέπει να εκτονώσεις κι εσύ. Μόνο μη το μάθει ο πατέρας και τ’ αδέρφια σου. Άγια γυναίκα η μάνα μου. Κι ας λένε ό,τι θέλουνε οι συγγενείς κι οι ξένοι. Τι πάει να πει με το Μπάμπη απ’ τα σαράντα πέντε της. Αφού χήρεψε. Ο πατέρας μου πέθανε μεθυσμένος, όπως κοιμόταν. Κι η μάνα με μένα διάλεξε να μείνει, που ήμουν μόνος μου. Ήξερε αυτή πως την αγαπάω και την υπακούω. Κι όταν μου ‘χε πει ο πατέρας μου για Χωροφυλακή, εγώ δεν ήθελα. Δεν είναι για μένα, του είπα, αυτή η δουλειά. Εγώ θέλω να γίνω ναυτικός. Κι έφαγα άγριο ξύλο απ’ τα χέρια του. Οι άλλοι διάλεξαν γυναίκες και γαμπρούς κι έκαναν δικό τους σπίτι. Εγώ τη μάνα μου.

Τι θέλω τώρα; Να με κάνετε καλά. Να μου λύσετε τα χέρια γαμώ τη πίστη σας. Ακούς εκεί να μ’ έχετε δεμένο εμένα, το Μπάμπη, τη Ρόμπα, τη Ληγμένη Επιταγή; Λύστε με ρε καριόληδες και θα σας γαμήσω όλους. Δεν τα χρειάζεται η Ρόμπα τα πιστόλια. Το μαξιλάρι θα πάρω μωρή χαμούρα, να σου πατήσω τη μύτη και το στόμα όταν κοιμάσαι. Και δεν θ’ αφήσει ίχνη, ρε κωλογιατρέ. Σαν το κορόιδο το πατέρα μου, που μόνο να κάνει το ζόρικο ήξερε και να με πλακώνει στο ξύλο. Κιχ δε θα κάνεις, ρε παλιόπουστα κι εσύ. Κιχ».

 

 

 

Ο Τάκης Γεράρδης γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Σπούδασε οικονομικά στη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά και δημοσιογραφία στο Frei Universitat Berlin. Ζει στην Αθήνα.
Έχει εκδώσει: Ηφαιστιογενή πετρώματα, Αθήνα 1988, ποιήματα. Καφές, ένα αραβικό παραμύθι, 1999, Τροχαλία, δοκίμιο. Άλογα και φίλιπποι εν δράσει, 2000, Alta grafico, δοκίμιο. Το Αλφαβητάρι του καφέ, 2001, Alta grafico, δοκίμιο. Τα Κομπολόγια, 2015, Κέδρος, μυθιστόρημα. Το Καμίνι, 2016, Κέδρος, μυθιστόρημα. Η Κουρελού, 2021, ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ, διηγήματα. Ο Οιδίποδας στην Τήνο, 2022, ΦΙΛΙΠΠΌΤΗΣ, αστυνομικό μυθιστόρημα.
Από το 1991 μέχρι το 1997 εξέδιδε το μηνιαίο περιοδικό «Ο καφές». Διηγήματά του έχουν κατά καιρούς βραβευθεί σε διαγωνισμούς και αρκετά δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά, ορισμένα εξ’ αυτών έχουν συμπεριληφθεί σε ομαδικές εκδόσεις. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.