Ένα από τα πιο συγκλονιστικά, πολύτιμα κι αξέχαστα δώρα που έχω λάβει ως τώρα στη ζωή μου ήταν μια μάσκα θαλάσσης. Ένα «γυαλί», όπως την αποκαλούσαν συχνά τότε.
Μου την δώρισε ο μπαμπάς μου, πριν ακόμα αποκτήσει κι εκείνος μια τέτοια.
Ήμουν παιδάκι στις πρώτες τάξεις του σχολείου, σε ποια δεν θυμάμαι με ακρίβεια.
Το μόνο βέβαιο ήταν πως ήδη είχα μάθει να διαβάζω.
Με το που ακούμπησα δειλά το γυαλί στο νερό και αντίκρυσα το βυθό, τα όστρακα, τις πέτρες και τα ψαράκια που τσιμπούσαν τα πόδια μου, σιγουρεύτηκα πως ο κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο νόμιζα. Και πανέμορφος! Και όχι μόνο προς τα πάνω, στο φεγγάρι που μόλις ελάχιστα τότε χρόνια πριν είχε πατηθεί από τον άνθρωπο (για δες, πριν λίγες μέρες συμπληρώθηκε μισός αιώνας από τότε), τα αστέρια και τα μυστήρια πέρα από εδώ, μα και προς τα κάτω, στους βυθούς και στα απέραντα βάθη των ωκεανών, αλλά και στην κάθε υποθαλάσσια μικρή σπηλιά, ακόμα και εκεί όπου το νερό μας φθάνει στο γόνατο.
Κι εκεί συμβαίνουν τόσα και τόσα γύρω τριγύρω, που μόνο ένα ανθρώπινο μάτι με «γυαλί» μπορεί να τα διακρίνει. Ή ένα μάτι που είδε έστω και μια φορά με γυαλί και ξέρει πλέον τι ακόμα (μπορεί να) υπάρχει! Ή ένα αυτί που άκουσε κι ένα μυαλό που πίστεψε όσους έχουν «δει» όλα τούτα τα αόρατα για τους υπόλοιπους. Γιατί, μη νομίζετε, δύσκολα πιστεύεις όσα δεν έχεις δει ποτέ. Ή πολύ εύκολα –τέλος πάντων, αυτό είναι για άλλη κουβέντα.
Το πρώτο πράγμα που έκανα λοιπόν αφότου συνήθισα την χρήση της μάσκας –χωρίς αναπνευστήρα για ένα διάστημα- ήταν να αρχίσω να ψάχνω με αγωνία για γοργόνες. Έστω και μία. Ή, έστω, για κάποιο ίχνος της.
Είχα ήδη διαβάσει άπειρες φορές τη «Μικρή γοργόνα» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, πολύ πολύ πολύ καιρό πριν αυτή γίνει Άριελ και ζήσει εκείνη καλά και μεις καλύτερα.
Είχα σκάσει λοιπόν άπειρες φορές στο κλάμα, γιατί η γοργόνα εκείνη, που δεν είχε όνομα, άρα θα μπορούσε να είναι κάποια από εμάς, είχε μάθει πως ως γοργόνα θα ζήσει για πολλά πολλά χρόνια, μα χωρίς ψυχή, γιατί ψυχή είχαν μόνον οι άνθρωποι. Ενώ ο πρίγκιπας που ερωτεύτηκε –κι αυτός χωρίς όνομα- ήταν άνθρωπος, ήταν κούκλος και είχε και ψυχή.
Η γοργόνα (που μάλλον είχε ψυχή αλλά δεν το ήξερε) έκανε θυσία τη γλώσσα της στη γοργονομάγισσα, απέκτησε πόδια (κι από ένα φριχτό πόνο σε κάθε της βήμα), γνώρισε τον πρίγκιπα (που μάλλον δεν είχε ψυχή αλλά δεν το ήξερε), αυτός ήθελε άλλη, δεν της ζήτησε κείνος να θυσιαστεί για χάρη του, κι έτσι η μικρή γοργόνα βρέθηκε μόνη, καταραμένη κι απειλούμενη με θάνατο ή αιώνια τιμωρία. Τελικά απέκτησε αιθερικό σώμα, δεν την ένοιαζε δηλαδή πια εάν είχε ουρά ή πόδια, ή έγινε αιώνιος αφρός στο κύμα ή ό,τι σκέφτηκε ο κάθε διασκευαστής του παραμυθιού.
Εγώ όμως σιγουρεύτηκα για κάτι που ένιωθα από πιο μικρούλα ακόμα (μα καλά, γιατί δεν ασχολιόμουνα με τις κούκλες μου απλά, να έχω τουλάχιστον τότε την ησυχία μου;… ), μα δεν μπορούσα να το διατυπώσω, πολύ δε περισσότερο να το αποδείξω:
Κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα. Πρέπει να διαλέξεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις, που λένε. Κι αυτή η επιλογή πάντα πονά, γιατί πάντα αφήνει πίσω κάτι οικείο ή αγαπημένο.
Σιγουρεύτηκα επίσης ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Γι’ αυτό το λόγο ίσως σιχαίνομαι τόσο τις ταμπέλες. Γιατί ντε και καλά όοολες οι γοργόνες να μην έχουν ψυχή, βρε αδερφέ; Είδαμε και τους ανθρώπους που υποτίθεται πως έχουν όλοι από μία…
Με τούτες και με κείνες τις σκέψεις, κύλισαν τα χρόνια και πού με χάνεις πού με βρίσκεις όποτε μπορώ, μ’ ένα γυαλί να σαρώνω τα πέλαγα μπας και κάποτε την συναντήσω. Να την αγκαλιάσω και να κλάψουμε παρέα. Δεν θα είναι δάκρυα θλίψης, μα χαράς, λύτρωσης, αλληλεγγύης και μιας τρανής απόδειξης, πέρα από τις επιστήμες και τα …πράσσειν άλογα.