– Πώς σε λένε;
–Όλγουεϊς! Εσένα;
– Τουζούρ! Θες να παίξουμε;
– Θέλω!
Έτσι γνωρίστηκαν ο Τουζούρ και η Όλγουεϊς.
Ίσως ήταν το βλέμμα, ίσως η στιγμή, το χαμόγελο, μπορεί κι όλα μαζί. Ό,τι και να ήταν, μάλλον έφτανε για μια ζωή -περίεργο πράγμα η ζωή. Πολύ ανοιχτομάτα για τυφλή. Πολύ έξυπνη για τόσο χαζή. Και άλλα πολλά τέτοια.
Ένα σεβαστό κομμάτι της επιστημονικής κοινότητας υποστηρίζει πως είναι θέμα Χημείας. Ένα άλλο πως είναι καθαρά θέμα Φυσικής. Ενώ κάποιοι άλλοι γελούν βλέποντας απλά τη Βιολογία να σηκώνει τα χέρια ψηλά και την Ψυχανάλυση να χρειάζεται επειγόντως έναν καναπέ, ώστε να σκίσει ξαπλωμένη και άνετα τα πτυχία της, αφού πρώτα τα έχει ποτίσει με τα δάκρυα όλων των προηγούμενων (επιστημών).
Η αλήθεια είναι απλή, είναι μία, όπως ακριβώς κι ο πραγματικός μπακλαβάς: Γωνία.
Βλέπουμε μόνο ένα μικρό κομμάτι από αυτό που υπάρχει. Αφήστε που κι αυτό που βλέπουμε, νομίζουμε πως το βλέπουμε, λένε οι ειδικοί. Είναι ένα αντεστραμμένο είδωλο, δηλαδή! Κι όχι μόνο αυτό. Για την ακρίβεια είναι ένα αντεστραμμένο είδωλο μιας πραγματικότητας που δεν υπάρχει, αλλά εμείς νομίζουμε πως υπάρχει!
Πόση γνώση να αντέξουμε πια!
Εκεί που νομίζουμε πως τα μάθαμε όλα -πως γνωρίζουμε ελάχιστα δηλαδή- έρχεται η Όλγουεϊς και ο Τουζούρ να ξεσκεπάσουν τα πάντα!
Πέρασε λοιπόν ο καιρός και ξαφνικά μια μέρα:
– Εσύ δεν είσαι η …Όλγουεϊς, ε;
– Nαι! Κι εσύ δεν είσαι ο …Τουζούρ;
Κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να ισχυριστεί πως η διαφορά δεν είχε πια φανεί πάνω τους. Μόνο όσοι ήξεραν να κοιτούν το μέσα κατάλαβαν τι τρέχει.
Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, από επιστημονικό ενδιαφέρον πάντα:
Όλα τα πλάσματα έχουν εξαρχής ένα βασικό κοινό ή αντίθετο: Το φύλο τους -το αληθινό, όχι το ενδεχόμενο …τυπογραφικό λάθος. Κι όλοι γεννιούνται με συγκεκριμένες προδιαγραφές που σύντομα αρχίζουν να διαφαίνονται.
Άλλοι γεννιούνται για να περπατούν, άλλοι για να σέρνονται, άλλοι για να χορεύουν, άλλοι για να τρέχουν, άλλοι για να σκύβουν, άλλοι για να κολυμπούν και πάει λέγοντας.
Ο Τουζούρ και η Όλγουεϊς είχαν γεννηθεί για να πετούν.
Άρα ήταν αναμενόμενο, αλλά και πολυδιατυπωμένο διεπιστημονικά:
«Όμοιος ομοίω αεί πελάζει».
Έλα όμως που και «τα ετερώνυμα έλκονται, μα τα ομώνυμα απωθούνται»!
Αντιφατικό; Καθόλου! Όποιος νομίζει πως εδώ υπάρχει αντίφαση, δεν έχει καταλάβει τίποτα! Απόδειξη η Όλγουεϊς και ο Τουζούρ:
Ναι, είχαν γεννηθεί για να πετούν. Αυτή η σπίθα στο βλέμμα για τον πόθο των μεγάλων πεταγμάτων που ονειρεύονταν είναι που τους ένωσε.
Κατά τα άλλα, η Όλγουεϊς λάτρευε τη θάλασσα και ο Τουζούρ είχε πάθος με τους ουρανούς.
Ήταν μάλλον επειδή η Όλγουεϊς μεγαλώνοντας θα γινόταν Γλάρος και ο Τουζούρ Αεροπλάνο!
Τα φτεράκια που μεγάλωναν κάθε βράδυ στους ώμους μόνο εκείνοι και κάποιοι ελάχιστοι άλλοι τα έβλεπαν. Προσπάθησαν στην αρχή να τα κρύψουν, έκαναν πως δεν υπάρχουν. Μα ήταν εκεί και μεγάλωναν.
– Είσαι η Όλγουέις μου!
– Είσαι ο Τουζούρ μου!
Τα ραντάρ του Τουζούρ άρχισαν να στέλνουν προειδοποιητικό σήμα, όταν η Όλγουεϊς άρχισε να κρώζει δυνατά.
Η Όλγουεϊς άνοιγε οπουδήποτε τα φτερά κι απογειώνονταν στη στιγμή, αντίθετα με τον Τουζούρ που ήθελε το διάδρομό του και το χρόνο του. Ή το αντίστροφο.
Ο Τουζούρ ήθελε να πετά πολύ ψηλά, πολύ μακριά, έτσι ήταν πιο εύκολο, ίσως ήταν ο μόνος τρόπος για να πετάξει. Προτιμούσε να το κάνει μόνος, για να κάνει το πρόγραμμά του αβίαστα και να έχει το πιλοτήριό του ήσυχο. Έσπευδε όμως πάντα όπου χρειάζονταν τη βοήθειά του.
Η Όλγουεϊς ήθελε να πετά με συντροφιά, η μοναξιά την τσάκιζε, μα ο πόθος για ελευθερία την έσπρωχνε συχνά μόνη στα ψηλά. Δεν φοβόταν να εξαφανίζεται πολύ ψηλά. Έσπευδε όμως πάντα όπου χρειάζονταν τη βοήθειά της.
Μα το πολύ ψηλά της Όλγουεϊς ήταν χαμηλά, πολύ χαμηλά για τον Τουζούρ.
– Φύγε! Μη φεύγεις, σε παρακαλώ!
– Μη φεύγεις, σε παρακαλώ! Φύγε!
Ο Τουζούρ έκλαψε και πέταξε. Με τους δικούς του πια όρους, νόμιζε. Πέταξε, ταξίδεψε, ξαναγέλασε, έκανε πολλά απ’ όσα ονειρεύτηκε. Τα αεροπλάνα δεν κάνουν αεροπλανάκια, έμαθε όμως σε άλλα μικρά αεροπλανάκια να πετούν. Επίσης βοήθησε στο να αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια όσοι βρίσκονταν κάτω γνωρίζοντας πως κάποιος τους προσέχει. Έβλεπε τον κόσμο από ψηλά. Από το δικό του ψηλά.
Η Όλγουεϊς έκλαψε και πέταξε. Με τους δικούς της όρους πια, νόμιζε. Πέταξε, ξαναγέλασε, έκανε τα γλαράκια της και αφοσιώθηκε στο να τα βοηθήσει να μάθουν να πετούν μόνα ψηλά. Το ίδιο έκανε και για τα γύρω γλαράκια, αλλά και για όσους ήθελαν να διώξουν το φόβο. Έβλεπε τον κόσμο από ψηλά. Από το δικό της ψηλά.
Ανέτειλαν κι έδυσαν χιλιάδες ήλιοι και φεγγάρια, τόνοι χιονιού έπεσαν κι έλιωσαν, εκατομμύρια στρέμματα γης κάρπισαν, μαράθηκαν και ξαναφύτρωσαν, υπέροχες μουσικές ξεχάστηκαν και γράφτηκαν, μεγάλοι άνθρωποι πέθαναν και γεννήθηκαν και ξαναπέθαναν, νέες ιδέες αργά αργά ρίζωσαν και στήσανε καβγά με τις παλιές. Με λίγα λόγια πέρασαν χρόνια και καιροί, όπως γίνεται πάντα.
Σίγουρα υπήρξαν αρκετές από αυτές τις μέρες που ο Τουζούρ δεν έψαξε να αναγνωρίσει την Όλγουεϊς ανάμεσα στους γλάρους που διέκρινε πετώντας. Μα μόλις πληροφορούνταν για κάποια μεγάλη μόλυνση περιβάλλοντος, πάντα προσπαθούσε να μάθει αν η Όλγουεϊς του είχε βρεθεί κάπου με λασπωμένα τα φτερά, μόνη ή ανήμπορη πλάι σε μια πετρελαιοκηλίδα.
Σίγουρα υπήρξαν αρκετές από αυτές τις μέρες που η Όλγουεϊς δεν κοίταξε πολύ ψηλά μπας και της φανεί πως περνά ο Τουζούρ. Μα πάντα αναρωτιόταν με αγωνία αν τα φτεράκια του Τουζούρ της ήταν καλά βιδωμένα και λαδωμένα, αν οι τουρμπίνες του λειτουργούσαν ακόμα καλά και δεν είχε βρεθεί κάπου διαλυμένος, τραυματισμένος ή μόνος πλάι σε παλιοσίδερα.
– Για πάντα!
– Για πάντα!
Το ευχάριστο ανάμεσα σε όλα αυτά είναι πως πίσω έχει η αχλάδα την ουρά!
Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως στο τέλος κάποιοι σίγουρα ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Όπως και ότι, στο τέλος επίσης, μετά την απογείωση σειρά έχει η προσγείωση. Το φρένο. Το οριστικό και αμετάκλητο.
Πόσο πολύ τυχεροί στέκονται όσοι καταφέρνουν να το ζήσουν με τους ομοίους τους! Ή με όσους τους αποδέχονται έτσι όπως είναι.
Ή με όσους τους θυμούνται πριν ακόμα βγάλουν συγκεκριμένα εξαρτήματα, να ποθούν να πετάξουν, να περπατήσουν, να συρθούν, να χορέψουν, να τρέξουν, να σκύψουν…
Για πάντα.
Υπέροχο!!!