ΣΚΗΝΗ ΠΑΣ Ο ΒΙΟΣ
Ἂν μοιάζει, καθὼς λέγαν οἱ παλιοί,
σκηνὴ θεάτρου ὁ βίος,
κι ἂν εἴμαστε, ὅλοι οἱ ἄμοιροι θνητοί,
καὶ θεατὲς καὶ ἠθοποιοὶ
σ’ ἕνα παγκόσμιο θέαμα,
καλύτερα ἡ παράσταση νά εἶναι τραγωδία,
βγαλμένη ἀπὸ τῆς γλώσσας μας τὰ σπηλαιώδη βάθη
Γιατὶ δὲν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία.
Θέλω τοὺς ἥρωες τοὺς παλιοὺς
ποὺ πάσχουν κι ἀντιστέκονται.
Τοῦ Αἰσχύλου θέλω τὰ βροντώδη ἐπίθετα
—νὰ μᾶς σηκώσουν μακριὰ
καὶ πέρα ἀπ᾿ τὴ χαμέρπεια—
τὸν Προμηθέα ἀγέρωχο πάνω στὸν ἄγριο βράχο
καὶ τὴν οἰστρήλατη Ἰώ, θύμα κι αὐτὴ τοῦ Δία,
ταλαίπωρη καὶ ταπεινή,
μὲ τὴν ἰσόβια προσφυγιὰ νὰ κυνηγάει τὸν φόβο.
Καὶ, βέβαια, θέλω τὴ συγκίνηση τοῦ τελευταίου στίχου::
ὦ σεβάσμια μητέρα μου…
κοίταξέ με ποὺ ἄδικα πάσχω
(ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας…ἐσορᾷς ὡς ἔκδικα πάσχω).
Στὸ κλείσιμο τοῦ δράματος, ἡ ἀγκαλιά τῆς μάνας
νὰ γίνει ὁ νόστος τῆς ψυχῆς τοῦ πονεμένου ἀνθρώπου.
9-2-2021
,