You are currently viewing Τζένη Καραβίτου: Αλέκα Πλακονούρη, Οι δαίμονες του Αρέτσο, Εκδόσεις Κέδρος

Τζένη Καραβίτου: Αλέκα Πλακονούρη, Οι δαίμονες του Αρέτσο, Εκδόσεις Κέδρος

 Η ανθρωπιά του μαγικού ρεαλισμού

 

Η Αλέκα Πλακονούρη αφιερώνει τη συλλογή διηγημάτων της Οι δαίμονες του Αρέτσο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος, «σ’ εκείνους –νεκρούς και ζωντανούς‒ που εν αγνοία τους, και μερικές φορές χωρίς τη θέλησή μου, κατοίκησαν σε αυτές τις ιστορίες αρθρώνοντας λόγο ή απλώς μεταφέροντας τη σκιά τους».

Εύλογα λοιπόν μπορεί να συμπεράνει πως το βιβλίο αποτελεί τέκνο μιας ανάγκης. Της ανάγκης της συγγραφέως να στεγάσει αυτούς τους ανθρώπους, τους νεκρούς και τους ζωντανούς. Με τα υλικά της τέχνης της σχεδιάζει προσεκτικά και κατασκευάζει μεθοδικά την κατοικία του καθενός. Αφηγείται και περιγράφει με προσήλωση στη λεπτομέρεια, με εναλλαγή φωτός και σκοταδιού, και πάνω από όλα με αγάπη, και χτίζει έτσι δεκαπέντε σπίτια-διηγήματα. Κάποια τα τοποθετεί σε τόπους που δηλώνονται, ενώ άλλα σε τόπους που δεν προσδιορίζονται γεωγραφικά, αλλά αναγνωρίζονται ως τόποι και τοπία είτε της ελληνικής επαρχίας είτε της μεγαλούπολης, και μας καλεί να ταξιδέψουμε, για να τα επισκεφθούμε.

 Το ταξίδι μας ξεκινά από τα Φιλιατρά Μεσσηνίας στις αρχές του20ού αιώνα, εποχή που σημαδεύτηκε, μεταξύ άλλων, και από τη μαζική μετανάστευση των ανδρών της ευρύτερης περιοχής. Ένας από αυτούς είναι και ο Χρίστος Π., ο ήρωας του πρώτου διηγήματος της συλλογής, με τίτλο «Πουτάνα πατρίδα». Το ταξίδι συνεχίζεται με διάφορους σταθμούς, ανάμεσά τους η Χαλκίδα του Γιάννη Σκαρίμπα και η Ασίζη των τοιχογραφιών του Τζιότο, για να καταλήξει στο πολύχρωμο χωνευτήρι ψυχών της Αθήνας του 21ου αιώνα. Η Αθήνα στα διηγήματα της Πλακονούρη είναι ο τόπος  των ματαιωμένων ονείρων του ηθοποιού Νικηφόρου και της αρχιτεκτόνισσας Φωτεινής, της κτηνώδους βίας του άνδρα των δυνάμεων καταστολής, αλλά και της βαθιάς αλληλεγγύης μιας μικρής κοινότητας αστέγων.

 Διαβάζοντας τα διηγήματα ένιωσα πως η Πλακονούρη δεν επινοεί απλώς ιστορίες, αλλά μάλλον μετουσιώνει λογοτεχνικά τα βιώματά της. Παίρνει το υλικό της εμπειρίας της, που είναι οι τόποι, τα στοιχεία της φύσης, τα χρώματα, οι γεύσεις, οι μυρωδιές, οι ιστορίες των ανθρώπων και οι τελετουργίες τους, και πάνω από όλα οι ίδιοι οι άνθρωποι με σάρκα και οστά, το μεταπλάθει με περισσή φροντίδα και χτίζει διηγήματα-σπίτια. Δεν αρκείται όμως σε όσα προσλαμβάνουν οι αισθήσεις της και νιώθει η καρδιά της. Παράλληλα κάνει έρευνα, ελέγχει και πλουτίζει το υλικό της.  Έτσι οδηγείται, για παράδειγμα, στα αρχεία του Elis Island, για να συναντήσει την επίσημη, την καταγεγραμμένη πλευρά της ιστορίας του Χρίστου Π.

Το βαθύ αποτύπωμα του γενέθλιου τόπου, στον οποίο έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, με τα πραγματικά, τα κοινωνικά και τα ψυχικά του τοπία, το συναντάμε σε όλα σχεδόν τα διηγήματα της συλλογής. Εκεί όμως που αποτελούν έκπληξη και συνιστούν αντίθεση και ανατροπή οι σχετικές αναφορές είναι στο διήγημα « Ένα απόγευμα του Αntonius L.», όταν ο διαδικτυακός,  σε αποκλειστικά ειδική τεχνική γλώσσα διάλογος του ήρωα με τους συναδέλφους του ξαφνικά διακόπτεται. Ακολουθεί ένας σχεδόν παραληρηματικός καταιγισμός εικόνων αγροτικής ζωής, κάθε άλλο παρά ειδυλλιακής, στις οποίες βυθίζεται ο ήρωας.

«Κάμπος με θερισμένα στάχυα την ώρα του φαγητού. Τρώνε μαύρο ψωμί, κρεμμύδι, άσπρο τυρί και σύκα και πίνουν κόκκινο κρασί. Χώρια οι άντρες και χώρια οι γυναίκες. […] Στην άκρη, πέρα μακριά, σε ένα χωράφι χέρσο, μια γυναίκα γεννάει μόνη της κάτω από μια καρότσα, κρατιέται από το φαγωμένο ξύλο, τα χέρια της γεμίζουν σκλήθρες και βογκά δαγκώνοντας το χώμα…[…]

Παρ’ όλες αυτές τις αναφορές, δεν αποτελούν ηθογραφία τα διηγήματα της Πλακονούρη, αλλά μάλλον αγκαλιάζουν τον μαγικό ρεαλισμό. Στο συγκεκριμένο διήγημα, κάνει τον μοναχικό ήρωά της, γέννημα-θρέμμα μιας τεχνοκρατούμενης εποχής, συμμέτοχο σε μια παγανιστική τελετουργία που ξεκινά από το παλιό εκκλησάκι, συναντά τον έφιππο αρχάγγελο και σταδιακά εξαϋλώνεται μαγικά. Τον αποσπά έτσι από το ατομικό του παρόν και από την κατασκευασμένη κοινωνική του ταυτότητα και τον ωθεί να αναβαπτιστεί σε ένα συλλογικό παρελθόν. Λουσμένος στο εκτυφλωτικό φως, θα δει καθαρά τον εαυτό του και τους άλλους και θα αντλήσει ελπίδα και δύναμη να προχωρήσει τη ζωή του.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαχείριση του αφηγηματικού χρόνου στα διηγήματα.

Στο διήγημα «Φωτογραφίες», για παράδειγμα, το παρελθόν, το μέλλον και το παρόν συνυπάρχουν αρμονικά, έτσι ώστε να δίνεται η αίσθηση ενός διαρκούς παρόντος. Η αφηγήτρια ανακαλεί την εμπειρία της από τον γεμάτο μυστήριο για την παιδική ψυχή χώρο της φωτογράφισής της ως δεκάχρονου κοριτσιού, ορίζοντας στην αρχή τον χρόνο ως παρελθόν, ως «εκείνα τα χρόνια». Σε εκείνο το παρελθόν όμως, μέσα από τις σκέψεις της δεκάχρονης, παρεισφρέει και το μέλλον:

«Ας γινόταν κατάμαυρο το είδωλό μου, ας καφέτιζε ή ας φόραγε χρώματα, ας αποκοιμιόταν ολομόναχο το μαραζωμένο νανάκι, ενώ εγώ στο μεταξύ θα μεγάλωνα και θα άλλαζα και θα γύριζα όλον τον κόσμο. Εξάλλου τι σημασία είχε για μένα, αφού ποτέ δεν θα ανταμώναμε».

Το παρόν κάνει την εμφάνισή του στην τελευταία ενότητα του διηγήματος, όταν η αφηγήτρια, μεγάλη πια και ζώντας μακριά από τον τόπο της φωτογράφισης, συναντά έξω από ένα μουσείο το αυτοπορτρέτο του φωτογράφου των παιδικών της χρόνων, που «άπλωνε το χέρι του εγκάρδια, για να σφίξει εκείνο του αόρατου, μελλοντικού θεατή του. Ήταν μια κίνηση που ξεπερνούσε τον χρόνο και τις συμβάσεις του και τα ’φερνε όλα πίσω ξανά».

Με παρόμοιο τρόπο, στο διήγημα «Ελαφρότητα», από το παρόν της αυτοχειρίας του Νικηφόρου, μεταφερόμαστε, μέσα από το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, στο παρελθόν του και στη συνέχεια, στην τελευταία ενότητα του διηγήματος, στο υποθετικό του μέλλον.

Όσο αφορά τους χαρακτήρες της συνολικά, η Πλακονούρη είναι σαν να μας δίνει έναν μεγεθυντικό φακό,  για να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε σε αυτούς όχι μόνο πρόσωπα και καταστάσεις της διπλανής μας πόρτας, αλλά και πλευρές του ίδιου του εαυτού μας, και να συνειδητοποιήσουμε εντέλει πόσο συνδεδεμένοι είμαστε όλοι μεταξύ μας στην ανθρώπινή μας διάσταση. Και αυτό το συνειδητοποιούμε όχι μόνο ως όντα λογικά, όταν, παραδείγματος χάρη, αναλογιζόμαστε πόσες φορές σκεφτήκαμε ή αρθρώσαμε κι εμείς με πίκρα, σαν τον Χρίστο Π., «Πουτάνα πατρίδα!». Το συνειδητοποιούμε και ως ψυχές που υποκλινόμαστε στη δύναμη και την αδυναμία του έρωτα να μας απαλλάξει από τους δαίμονές μας, όταν στεκόμαστε μαζί με το νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι μπροστά στην τοιχογραφία του Τζιότο, από την οποία αντλούν τον τίτλο τους το ομότιτλο διήγημα και η συλλογή. Και μαζί με τη Σοφία, την άστεγη νεαρή ηρωίδα του τελευταίου διηγήματος της συλλογής με τίτλο «Άνθρωποι», επαναλαμβάνουμε κι εμείς τα λόγια του Πρωταγόρα «Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος», και χαμογελάμε ανεπαίσθητα, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος. Σε αυτή μας την προσπάθεια, που φαίνεται πως διαρκεί όσο και η ζωή μας, γίνονται, κατά τη γνώμη μου, αρωγός τα διηγήματά της Πλακονούρη και έτσι αποκτούν αξία και νόημα για τον καθένα μας.

 

 

 Η Τζένη Καραβίτου γεννήθηκε στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και ζει στη Θεσσαλονίκη.  Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Θέατρο και στη Θεατροπαιδαγωγική στο University of Essex  και στο Royal Holloway University of London του Η. Βασιλείου.  Από το 2011 ως το 2020 συμμετείχε στην Ομάδα Δημιουργικής Έκφρασης, που δημιούργησε το ψηφιακό έργο Πολύτροπη Γλώσσα, για τη διδασκαλία της γλώσσας  στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.  Μεταφράσεις:  «…να σκέφτεσαι τους άλλους: 12 ποιήματα του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς» , «Καφέ Σωκράτης: μια νέα γεύση φιλοσοφίας» του Κρίστοφερ Φίλιπς, « Μια ερωτική Ιστορία» του Γκάζι Αλγκοζαίμπι κ.ά. Ως  το 2014 υπηρέτησε στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.