-
Πείτε μας αρχικά από πότε αρχίσατε να γράφετε; Τί σημαίνει για σας λογοτεχνική δημιουργία;
Ξεκίνησα να γράφω από όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών πειραματιζόμενη σε διάφορα είδη και με διάφορους τρόπους επηρεασμένη από τις προκλήσεις του καλλιτεχνικού κινήματος του υπερρεαλισμού. Συστηματικά, όμως, ασχολήθηκα με την συγγραφή πεζογραφικών έργων στα εικοσιτέσσερα κατά τη συνέχιση των σπουδών μου στο Λονδίνο όπου οι απαιτήσεις της υποτροφίας που είχα λάβει, με πίεζαν τόσο πολύ ώστε η συγγραφή αποτέλεσε… έξοδο κινδύνου!
Ως εκ τούτου, η γραφή, για εμένα, είναι μια βαθιά εσωτερική, σχεδόν βιολογική ανάγκη. Η ύπαρξή της στην καθημερινότητά μου λειτουργεί σαν μέσο αντιμετώπισης του κόσμου, «μοχλός επιβίωσης», οξυγόνο.
-
Πώς προέκυψαν για σας οι Γόνιμες Μέρες;
Στο εν λόγω βιβλίο, ένας άντρας βρίσκεται αναίσθητος δίπλα σε έναν νεκρό. Χαρακτηρίζεται ως ύποπτος σε υπόθεση λαθροχειρίας. Μεταφέρεται σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο όπου του χορηγείται φάρμακο τελευταίας τεχνολογίας ώστε να θυμηθεί, να ξυπνήσει και να δώσει κατάθεση. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο ήρωας αποκτά πρόσβαση στην εποχή πριν από τα πέντε του χρόνια, πριν απ’ τη μνήμη, στην αχαρτογράφητη ζώνη της ύπαρξης. Εκεί ανακαλύπτει μυστικά που του αλλάζουν εντελώς τη ζωή. Την ίδια ώρα, ανακαλεί τα γεγονότα τα οποία τον έφεραν στην κωματώδη κατάσταση. Ταυτόχρονα, ακούει τους δικούς του να ομολογούν όσα έπρεπε να αγνοεί.
Η ιδέα προέκυψε από ένα γεγονός που έλαβε χώρα πριν από είκοσι χρόνια. Ο αδελφός μιας καρδιακής φίλης είχε περάσει πολλούς μήνες σε κώμα μετά από ένα δυστύχημα. Κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, φανταζόμουν τη ζωή μέσα στην ακινησία, το σκοτάδι, τη μνήμη με μόνο εφόδιο, ενδεχομένως, την όσφρηση και την ακοή. Αναρωτιόμουν αν αρκούσαν αυτά τα ερεθίσματα ώστε να παλέψει για να επιστρέψει. Διερωτόμουν αν υπήρχε ζωή μέσα σε αυτό το κλουβί. Αναρωτιόμουν τι ανακάλυπτε όσο βρισκόταν εκεί. Ήθελα απεγνωσμένα να του δώσω φωνή!
-
Πώς η τραυματική εμπειρία συνδέεται με την ανάκτηση της παιδικής μνήμης, ιδίως στο φάσμα της πρώτης πενταετίας της ζωής ενός ανθρώπου;
Η τραυματική εμπειρία του ήρωα, καθώς και το φάρμακο ταχείας αφύπνισης που του χορηγήθηκε, κινητοποίησαν κέντρα του εγκεφάλου δίνοντας πρόσβαση σε κομμάτια της ζωής του που αγνοούσε. Τόσο η αναδιαμόρφωση της Μνήμης, όσο και η αναδιατύπωση της (ατομικής και καθολικής) Ιστορίας, οδήγησαν ποικιλοτρόπως στον επαναπροσδιορισμό της προσωπικότητας του ήρωα, καθώς και του τρόπου που προσεγγίζει τον εαυτό του, τους άλλους, το νόημα της ζωής. Άλλωστε, κάθε ακραία συνθήκη διαβίωσης ή τραυματική εμπειρία, όπως είναι και ο εγκλεισμός μες στο σώμα είτε σε κατάσταση κώματος, είτε όπως τον ζήσαμε τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της πανδημίας, φέρνει αντιμέτωπους τους ανθρώπους με τα πιο δύσκολα υπαρξιακά ζητήματα: τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας, τη φθαρτότητα, το πέρασμα του χρόνου, τον θάνατο, τη ματαίωση των προσδοκιών. Η εν λόγω πορεία του ήρωα προς το τι είναι πραγματικά σημαντικό στη ζωή και ποιοι παράγοντες έχουν τη δύναμη να μας κινητοποιήσουν όλους ώστε να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε έστω και ηττημένοι, έστω μισοί, έδωσε στο βιβλίο την υποψηφιότητα για το βραβείο “Confinement Short Stories 2021” του λογοτεχνικού περιοδικού “World Literature Today”.
Μεγαλώνοντας τον γιό μου και βλέποντας όλα τα θαυμαστά και τα σκληρά που βιώνουν οι άνθρωποι τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής και στα οποία δεν έχουν αργότερα πρόσβαση, συνειδητοποίησα πόσο πολύ μας επηρεάζουν χωρίς να το ξέρουμε, μας κατοικούν, μας ορίζουν. Ως εκ τούτου, προσπάθησα να αποτυπώσω ορισμένες από τις στιγμές του παιδιού ώστε να μην τις απωλέσει. Αποπειράθηκα να μιλήσω για την ιστορία που κατασκευάζουν οι γονείς ή οι οικείοι περί της πρώτης εποχής της ύπαρξης και πολλές φορές, είναι ψεύτικη ή πιο σωστά, πρόκειται για μια «ιστοριογραφική προσέγγιση». Θέλησα, επιπλέον, να αφήσω σαν διαθήκη στον γιό μου τις πρώτες κουβέντες, τα λόγια που του έλεγα από όταν με κοίταζε κατάματα στην «πρώτη ζωή». Πιστεύω ότι ο μητρικός λόγος και ειδικά, ο λόγος που απευθύνει η μάνα τα πρώτα χρόνια στο παιδί, το καθορίζει εφ’ όρου ζωής, του δίνει φτερά ή το παραλύει. Προσπάθησα, λοιπόν, να γράψω ένα βιβλίο το οποίο θα παρηγορεί σαν μητρικός λόγος, θα παρακινεί σαν μητρικός λόγος, θα μας κάνει να λαχταράμε ξανά τη ζωή.
-
Στα βιβλία σας μεταμοσχεύετε τον εαυτό σας; Είναι αυτό επίπονο ως μια παράλληλη διαδικασία εσωτερικής χαρτογράφησης, πέρα από ένα αυτοβιογραφικό πλαίσιο αναφοράς;
Όλοι οι καλλιτέχνες «μεταμοσχεύουν» (όπως πολύ ωραία το θέτετε) τον εαυτό τους στην τέχνη. Αυτό είναι ασφαλώς επίπονο αλλά ταυτόχρονα είναι «καθαρτικό», παρηγορητικό, απελευθερωτικό!
-
Ποιοι οι λογοτέχνες με τους οποίους θεωρείτε ότι επικοινωνείτε ιδιαίτερα;
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Περ Λάγκερκβιστ, η Ντόρις Λέσσινγκ, ο Τζέιμς Μπάλντουιν, ο Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, ο Φραντς Κάφκα, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Σαλμάν Ρουσντί, ο Βολταίρος, ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ.
-
Τί είναι εκείνο που φοβίζει περισσότερο την λογοτέχνιδα και άνθρωπο Τζούλια Γκανάσου και τι είναι εκείνο που αγαπάτε πιο πολύ στην ζωή;
Με φοβίζει, περισσότερο από όλα, η απώλεια του ελέγχου επάνω στο σώμα και κυρίως, στο μυαλό. Αυτό γίνεται φανερό σε μια από τις πιο σημαντικές σκηνές στις «Γόνιμες Μέρες» όπου η οικογένεια του πρωταγωνιστή καλείται να πάρει απόφαση για την έκβαση της ζωής του ερήμην του, η σκηνή όπου τίθεται το δίλημμα της αύξησης του φαρμάκου αφύπνισης του εγκεφάλου του ήρωα χωρίς να υπάρχει ενδελεχής γνώση των ενδεχόμενων παρενεργειών ή κάποια δυνατότητα ελέγχου αυτών, με ζόριζε αφάνταστα κάθε φορά που επανερχόμουν σε αυτή, κάθε φορά που τη μελετούσα, ακόμη και τώρα που την εξιστορώ. Η απουσία ελέγχου επάνω στο σώμα, η άγνοια για το πώς θα αναγκαστεί ένας άνθρωπος να διάγει τον βίο του χάνοντας καίριες λειτουργίες, με τρομάζουν και με επηρεάζουν βαθιά.
Στην αντίπερα όχθη, αγαπώ υπέρμετρα την επικοινωνία με τον γιό μου, με τους ανθρώπους που αγαπώ ή με καινούργιους ανθρώπους εν μέσω οίνου και εδεσμάτων, λατρεύω την παγωμένη θάλασσα, απαγκιάζω στην ανάγνωση πεζογραφίας και σε ωραίες ταινίες, προσμένω, με πελώρια λαχτάρα, τις ευχάριστες εκπλήξεις που κυοφορεί η ζωή.
-
Τι σάς γοητεύει περισσότερο στην πλοκή ενός μυθιστορήματος;
Η ευρηματικότητα, η φαντασία, η πολυπρισματικότητα, οι δυνατοί χαρακτήρες και οι απρόσμενες αντιδράσεις τους, η εμβάθυνση στη λεπτομέρεια.
-
Σάς αρέσουν τα happy end ή η ρεαλιστική αποτύπωση μιας τραγικής ενίοτε πραγματικότητας;
Μου αρέσει η ρεαλιστική αποτύπωση της δύσβατης πραγματικότητας καθ’ όλη τη διάρκεια ενός έργου αλλά με εξυπηρετούν περισσότερο ψυχολογικά τα «happy end» όταν δεν είναι μελό ή ανεξήγητα, «ελαφριά» και εύκολα αλλά συνάδουν με την πορεία της ιστορίας και των ηρώων ως μια μορφή λύτρωσης, μια εκδοχή εξέλιξης, μια έκφανση κάθαρσης.
-
Ποια τα μελλοντικά σας συγγραφικά σχέδια;
Η επόμενη κεντρική ηρωίδα μου θα είναι μια ασυνόδευτη πρόσφυγας ανήλικη η οποία ξεκινώντας από μια εμπόλεμη ζώνη, θα κουβαλάει στην πλάτη την υπέργηρη γιαγιά της προκειμένου να σωθούν. Στην πορεία, θα συμπορευτεί με ένα αγόρι από το «Τσίρκο των Διαφορετικών» διεκδικώντας μια διαφορετική μορφή ύπαρξης. Εν καιρώ…
-
Πείτε μας πέντε λέξεις που σας αυτοπροσδιορίζουν.
Δουλειά. Θέληση. Αγάπη. Αισιοδοξία. Μαγεία.
Η Τζούλια Γκανάσου σπούδασε Πληροφορική (Ο.Π.Α. & Παν/μιο Λονδίνου), Λογοτεχνία (ως υπότροφος, Παν/μιο Σορβόννης & Παν/μιο Εδιμβούργου) & Ευρωπαϊκό Πολιτισμό (Ε.Α.Π.). Εκδόσεις: «Σε μαύρα πλήκτρα» (Μυθιστόρημα, Γκοβόστης 2006 & Παν/μιο Εδιμβούργου 2007, συλλογή «Παγκοσμιουπόλεις»). «Ομφάλιος λώρος» (Μυθιστόρημα, Γκοβόστης 2011 – 4ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Dasein, 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Αθήνας, 9ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Γλασκώβης). «Ως το τέλος» (Νουβέλα, Γκοβόστης 2013 – υποψήφιο για το «Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013» Λογοτ. Περιοδικό «Κλεψύδρα» & για το «Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014»). «Γονυπετείς» (Νουβέλα, Γκοβόστης 2017, Γ’ Έκδοση – Βραβείο Αφηγήματος «Μεσόγειος 2018» Παν/μιο Έξιτερ & «Βραβείο Διηγήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2018). «Γόνιμες Μέρες» (Νουβέλα, Γκοβόστης 2021, Β’ Έκδοση – υποψήφιο για το βραβείο «Ιστορίες Εγκλεισμού 2021» του λογοτεχνικού περιοδικού World Literature Today και για το «Βραβείο Μυθιστορήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2022).