Άλλη μια φορά κι έναν καιρό, σε μέρη αλαργινά –νά, σαν να ψάχνεις για ανόθευτη βενζίνη και να πρέπει να ξενιτευτείς- ζούσε μια μακρυμαλλούσα πριγκίπισσα με δυο υπέροχα πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες, που έβλεπαν τ’ αόρατα, και δυο απαλόδερμες και καλοσχηματισμένες πατούσες με πλατυποδία. Το όνομά της: Πίδα. Από το Ελπίδα.
Η πλατυποδία της είχε συγκαλυφθεί από το παλάτι, με το φόβο μην και σταθεί εμπόδιο στον πολυπόθητο μελλοντικό γάμο της με κάποιον πρίγκιπα που ήλπιζαν πως θα ξεπέσει στα κιτς μέρη τους και θα θελήσει να την νυμφευθεί από έρωτα βαθύ, βαρύ κι ασήκωτο για την πριγκιποπούλα –εντάξει, και για την προίκα της που ήταν μεγαλύτερη κι από τα χρυσόβουλα της Τουρκοκρατίας σε μια χώρα μακρινή, που δεν ήταν ακριβώς χώρα, ήταν ιδέα.
Ξέχασα να αναφέρω πως η πριγκιποπούλα ήταν λιγομίλητη και χαμηλοβλεπούσα, μεγαλωμένη κάτω από την προσωπική επίβλεψη του θρυλικού βασιλιά και πατέρα της, του Ηλίθιου Α΄ του Μεγαλοπρεπή.
Στο βασίλειο του Ηλίθιου δεν γίνονταν πιτσικουλιές, δεν υπήρχαν ψευτοδιλήμματα τύπου Ηθικό ή Νόμιμο, Ξώπλατο ή Ξώβυζο και λοιπά πίτουρα για να τρων οι κότες.
Η βασίλισσα και μητέρα της πριγκίπισσας, η Σία (από το Υποκρισία), στην αρχή του γάμου της δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στις αυστηρές αρχές του βασιλείου, κυρίως επειδή -εξαιτίας της στάσης και των αρχών του συζύγου της- την προσκαλούσαν σε λίγα γκαλά, άρα λιγότερες ώρες μοδίστρας και κομμωτηρίου, και διάφορα άλλα παρόμοια κοσμικά.
Στην αρχή απολάμβανε το γαμήσι με την εξουσία. Όταν όμως το βαρέθηκε και παράλληλα κατάλαβε πως υπήρχαν κι αλλού εξουσίες που κάναν όχι πορτοκάλια, μα πλούσια γκαλά με τις ανάλογες ρεμούλες και τα συμπαραμαρτούντα, άρχισε να ζει διπλή ζωή ιδρύοντας πάμπολλες ΜΒΟ (Μη Βασιλικές Οργανώσεις), οι οποίες είχαν απλώσει τις δραστηριότητές τους στα πέρατα της οικουμένης και η βασίλισσα θυσιαζόταν μονίμως ταξιδεύοντας ασταμάτητα από κρεβάτι σε κρεβάτι….εεεε, από βασίλειο σε βασίλειο ήθελα να πω, για να προσφέρει αδιαμαρτύρητα τις υπηρεσίες της για το καλό της ανθρωπότητας και κυρίως του θεσμού της Βασιλείας.
Ο κόσμος το ‘χε τούμπανο και μόνο η Σία κρυφό καμάρι.
Η Πίδα λοιπόν σε αρκετά νεαρή ηλικία έτυχε να ακούσει το τραγούδι «Το μονοπάτι» κι εκστασιάστηκε. Κατάλαβε πως το μόνο που πρέπει να αποφύγει είναι η κατηφόρα η μεγάλη. Ποια ήταν όμως αυτή; Το να είσαι η κόρη του Ηλίθιου ή το να γίνεις σαν τη Σία;
Τότε εμφανίστηκε η μάγισσα που προμήθευε το παλάτι με βότανα (καλές ποικιλίες, ψαγμένες, βιολογικές) και είδε την Πίδα σε μια γωνιά να παίζει Τέτρις στο τάμπλετ με δάκρυα στα μάτια.
– Μωρή Πίδα, αναφώνησε, κοτζάμ πριγκιποπούλα, Τέτρις παίζεις;
– Ααααχ, πιστή μου Πία (από το Ουτοπία)….Και της διηγήθηκε τον προβληματισμό της με την κατηφόρα τη μεγάλη.
Η Πία άφησε κάτω το καλάθι με τα βότανα κι αφότου μάσησε κάτι πλατιά φύλλα (δαφνόφυλλα ήταν; Θα σας γελάσω και δεν το θέλω), είπε με τη βαθιά της βραχνή φωνή:
– Πολλοί σκοτώνονται για το ποιος την έχει μεγαλύτερη. Αυτή είναι η πλάνη, Πίδα! Το θέμα δεν είναι όμως ποιος την έχει μεγαλύτερη, είναι ποιος έχει τ’ αρχίδια για να την σηκώσει και να την χρησιμοποιήσει, όση κι αν την έχει, παιδί μου. Όποιος τον βρει αυτόν, έπαιξε και κέρδισε. Οι υπόλοιποι γαμούν άσχημα, να το ξέρεις.
Κι ύστερα άλλαξαν θέμα και η Πία έδωσε στην Πίδα ένα βότανο για την κυστική ακμή.
Σύντομα η Πίδα απαλλάχθηκε από αυτήν (την κυστική ακμή) και ζήσαν αυτοί καλά, εμείς όπως ξέρουμε, μπορούμε και αντέχουμε, και άλλοι σίγουρα καλύτερα.
Άκρως διδακτικός ο μύθος Τινούλα μου κι όπως βλέπω αυτή τη φορά εσύ με συμβολισμούς, εγώ με ρεαλισμό, ρίξαμε μπινελίκι στην εξουσία που μας πηδάει και ζητάει και τα ρέστα! !!!!
❤Χρόνια καλά και όμορφα! Να τα εκατοστήσεις!