Άλλη μια φορά κι έναν καιρό, σε μέρη αλαργινά -να, σαν τα σύμπαντα που δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμα- ζούσε ένα κακόμοιρο δημιούργημα, το οποίο έκανε τους δύσκολους καιρούς στους οποίους έζησε ακόμα δυσκολότερους.
Είχε μάτια άπληστα, γλοιώδη και ποιος ξέρει τι του είχε συμβεί σε τρυφερή ηλικία, ώστε να εξελιχθεί σε τόσο μοχθηρό πλάσμα. Πόση κακία πρέπει να είχαν στάξει στην παιδική φτωχή του καρδούλα για να εξελιχθεί σε αυτό που υπήρξε στη συνέχεια και που κανένα μακρύ φουστάνι και καμιά μακριά κατάλευκη γενειάδα δεν στάθηκε ικανή να καλύψει ή να παρηγορήσει; Τι να είχαν δει τα ακόμα αθώα ματάκια του στα μέρη όπου έκανε τα πρώτα του βηματάκια, νά, εκεί όπου αργότερα μπρατσωμένα τσιράκια αφεντικών πυροβολούσαν αλλόδερμους γιατί είχαν το θράσος να ζητούν να πληρωθούν για τις φράουλες που μάζευαν και εκεί όπου απαγόρευαν τον εορτασμό του Καρναβαλιού, ως παγανιστικό κι επικίνδυνο έθιμο;
Το όνομά του, Ρόουζ. Από το Αμπρόουζ. Και υπήρξε μεγάλος μασκαράς, ο μπαγάσας.
Έναν κακό λόγο για τον καθένα είχε ο Ρόουζ. Και παρέα με το συνονόματο-συνάδερφο-φιλαράκι του, τον Λουλούδη όπως τον αποκαλούσε στις προσωπικές τους στιγμές, που ζούσε στο βοριά, είχανε βρει ασφαλές καταφύγιο εκεί όπου, σύμφωνα με τον Φρόυντ, ο διάβολος παραμένει πάντα η καλύτερη δικαιολογία για να απενοχοποιήσουμε το Θεό.
Μην με ρωτάτε πού, δεν μπορώ να σας απαντήσω γιατί ακόμα δεν έχει μπει η τελευταία υπογραφή στα απαραίτητα κονδύλια για την επανεκκίνηση των αρχαιολογικών ανασκαφών που θα φέρουν στο Φως νεότερα στοιχεία για την Πολυεθνική που τους είχε περιμαζέψει.
Γούσταρε λοιπόν πολύ τον Φρόυντ ο Ρόουζ και τον ανέφερε συχνά, όταν τον συνέφερε βέβαια. Κατά τα άλλα, οι κυρούλες που τον ακολουθούσαν και του φιλούσαν τα βρόμικα χέρια δεν γνώριζαν και πολλά περί Φρόυντ, λίμπιντο και υστερίας, διότι αν γνώριζαν (και αν φυσικά είχε δίκιο ο Ζίγκμουντ) θα πέταγαν τα μαντίλια, και γυμνόστηθες θα κυνηγούσαν κουλουρτζήδες στις πλατείες και νταλικιέρηδες στα διόδια, για να αναπληρώσουν το χαμένο χρόνο.
– Αχ λουλούδι μου, όλοι ίσοι πάμε να γίνουμε εδώ πέρα! παραπονιόταν κατά διαστήματα ο Ρόουζ, που έβλεπε γύρω του ανθρώπους να προσπαθούν να ζήσουν ευτυχισμένοι.
– Μην στενοχωριέσαι, μωρό μου! του απαντούσε τρυφερά ο φίλος του ο Μάλι, από το Ρεμάλι. Την Κυριακή βγες και πάτα τους. Όλα να τα πεις, όλα. Όλα λέμε! συμπλήρωνε κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια.
Και ο Ρόουζ έβγαινε. Και μιλούσε. Αλλά αυτό που έβγαινε από το στόμα του δεν ήταν λόγια. Ήταν εμετός. Βλέπετε, σύμφωνα με την Αρχαιογενετική, αποκαλύφθηκε πως το πλάσμα αυτό υπέφερε από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και όλα τα ξερνούσε. Ή του άφηναν μια μόνιμη ξυνίλα. Με λύσσα καταβρόχθιζε, αλλά…
Αφήστε που δεν μπορούσε να ρισκάρει με το λόγο του να γαληνέψει τους ανθρώπους, όπως επεδίωκαν κάποιοι ελάχιστοι συνάδερφοι που τους κρατούσαν για βιτρίνα στην Εταιρεία. Ήθελε να τους τρομάξει περισσότερο, με απώτερο σκοπό να αυξηθούν οι επενδύσεις στο παράρτημα που του είχε εμπιστευθεί η Πολυεθνική.
Κάθε φορά που μιλούσε, όλες αυτές οι κατάρες που ξεστόμιζε, τα αναθέματα, οι παροιμίες, τα διαστρεβλωμένα παραδείγματα, όλα όσα έλεγε, στο τέλος του άφηναν μια αίσθηση ικανοποίησης (μικρή όμως, ποτέ δυστυχώς δεν κατάφερε να ολοκληρώσει –την ικανοποίησή του). Εντάξει όμως, είχε και για σήμερα καταφέρει να μεταδώσει την Κακία και τη Δυστυχία του, αγαπημένες φίλες του από τα παλιά, μην τα ξαναλέμε.
Είχε και για σήμερα καταφέρει να θάψει μέσα του το Κενό και την υποψία της Υπέρτατης Τιμωρίας που τον περίμενε. Τον περίμενε άραγε; Στη σκέψη της και μόνο ίδρωνε, δεν μπορούσε όμως να κάνει πίσω. Γιατί ο Διάβολος δεν φορούσε μόνο Πράντα, αλλά είχε και πολλά ποδάρια, οπότε πόσα Πράντα πια χρειάζονται για να τον ποδέσεις;
Πολλά. Γι’ αυτό ανέκαθεν συνέφερε να τον αθωώνεις.