Κάθε φορά που ανοίγω ένα παιδικό βιβλίο, κάτι μαγικό συντελείται ξαφνικά. Τα μεγέθη αλλάζουν αντιστρόφως ανάλογα και, μικραίνοντας εγώ, το βιβλίο στα χέρια μου ορθώνεται σαν τοίχος εμπρός μου, και μετά σκαρφαλώνοντας στις γραμματοσειρές κάθε σελίδας χώνομαι στις εικόνες και μετατρέπομαι σ’ έναν αόρατο συμπρωταγωνιστή. Ίσως να έχω το σύνδρομο της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων». Ξαναγίνομαι παιδί! Και πώς να μη συμβαίνει αυτό όταν κείμενο και εικόνες συντελούν στο να «μπεις» στο στόρι τους.
Μια χειμωνιάτικη λιακάδα, σ’ ένα πάρκο με δένδρα, λουλούδια, πεταλούδες και μια λίμνη που την ταξίδευαν τρείς πάπιες, τρία παιδιά έπαιζαν χαρούμενα. Όμως, για το παιχνίδι που ήθελαν να παίξουν, το «λύκε, λύκε, είσαι εδώ;» τους έλειπε ακόμη ένας. Λίγο πιο μακριά, στο παγκάκι του πάρκου ένας κύριος με μαύρα γυαλιά χωμένος στο παλτό του, τα παρακολουθεί που παίζουν, τα ακούει και ρωτά: «θέλετε να κάνω εγώ τον τέταρτο;». Και τα παιδιά αν και δεν τον ήξεραν, τον δέχθηκαν! Ποιος ήταν όμως αυτός ο κύριος που θέλησε να παίξει μαζί τους; Ποιος κακός λύκος μπήκε ανάμεσά τους, χωρίς να το ξέρουν;
Ο Μάκης Τσίτας, με γλώσσα απλή –σαν να μιλά ένα παιδί–και κατανοητή, αφηγείται «κοινωνικά παραμύθια», δείχνοντας τους κινδύνους του σήμερα, προσωποποιώντας τους, στους κακούς του χθες. Το λύκο! Μέσα από αυτές τις παρομοιώσεις και «παραμυθένιες» αναφορές εδραιωμένες στο μυαλό μικρών και μεγάλων, παίρνει ένα κλασσικό παραμύθι, αυτό της Kοκκινοσκουφίτσας, σε όλους γνωστό και μ’ ένα σύγχρονο και αλληγορικό τρόπο παραπέμπει στο σήμερα και στρώνει το «χαλί» σε γονείςγια να μιλήσουν στα παιδιά τους για τους κινδύνους που κρύβει όχι μόνο το άγνωστο αλλά και το ερωτηματικό που τίθεται: «Αυτό που βλέπω είναι άραγε μόνο αυτό;». Και όπως κάνει σε όλα τα βιβλία του αποφεύγει τον διδακτισμό αλλά δίνει το ερέθισμα και την ευκαιρία/σκυτάλη στους γονείς να μιλήσουν στα παιδιά και για τους μεγάλους κινδύνους που κρύβουν και οι «αθώες προτάσεις».
Ο Μάκης Τσίτας, πολυγραφότατος, έχει καταφέρει με μεγάλη άνεση να μας χαρίζει κείμενα τα οποία απευθύνονται άλλοτε σε μεγάλους και άλλοτε σε μικρούς αναγνώστες. Έχει άριστη γνώση της πυκνής γραφής με αποτέλεσματα κείμενά του να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον. Με δεδομένο πως όσο πιο μικρό είναι ένα κείμενο, τόσο πιο δύσκολο είναι, στον Μάκη Τσίτα, λόγω πείρας αλλά και λόγω ταλέντου, αυτό λειτουργεί σαν μια επιπλέον πρόκληση/κατάκτηση για να μεταφέρει το μήνυμα του χωρίς να πλατειάσει ή να κουράσει. Επιλέγει το ουσιώδες, και μέσα από τη συμπαγή γραφή του αναδεικνύειμόνο τη δυναμική της αιτίας για την οποία γράφει. Έτσι, για μια ακόμη φορά εντοπίζω αυτό το συγγραφικό του προσόν, της πυκνότητας/συμπύκνωσης και στο βιβλίο του αυτό, ενώ ταυτόχρονα στην γραφή του παίζει και με την απλότητα της έκφρασης για να γίνεται άμεσα αντιληπτός από τους μικρούς του αναγνώστες. Διότι για αυτούς κυρίως γράφει εξ άλλου…
Προστιθέμενη αξία στο βιβλίο είναι η εικονογράφηση της Ντανιέλας Σταματιάδη η οποία συμπληρώνει στην οικονομία του λόγου του κειμένου ενώ ταυτόχρονα γίνεται μια επιτυχής παράλληλη αφήγησή του. Τα χρώματα και τα μεγέθη που εμπνευσμένα επιλέγει η δημιουργός τους, απογειώνουν το κείμενο και τα μηνύματα του συγγραφέα.
Ωστόσο, ο συγγραφέας αφηγούμενος μέσα στο βιβλίο του, αυτό το οποίο αποκαλύπτει επίσης είναι το παιδί που κρύβει μέσα του και το οποίο κάθε φορά τον εμπνέει για να μιλήσει για κάτι άλλο.
Το «Και βγάζω το καπέλο μου…» του Μάκη Τσίτα είναι ένα σύγχρονο παραμύθι, χωρίς χρυσόσκονη, πειρατές και νεράιδες αλλά με σοφία, στοργή και προστασία για το παιδί.