Πάνθηρας το σκοτάδι και απλώνεται, γλυκά
πατάει το χώμα, τους σπόρους που φουσκώνουν από κάτω του
μη βλάψει.
Το σμάλτινο το μάτι του στη στίλβη του ουρανού τού ασέληνου το στρέφει.
Στις φυλλωσιές κρυμμένο
τις τρίλιες του τ’ αηδόνι βαθαίνει στο σκοτάδι.
Εκεί ο ποιητής, μακριά από του ήλιου το ανέλεο, ναι εκεί θα καταφύγει,
ώσπου έτοιμος να γίνει.
Τον Σκοτεινό τον Πρίγκιπα του γέρο-Ληρ
αιφνίδια εκεί θα συναντήσει
κι εκείνος, πάντα κύριος,
σε σπηλαίου καταφύγιο θα τον οδηγήσει.
Διστακτικά το δάκτυλο σε βάθη πηγαδιού
θα το στριφογυρίσει
Ώσπου στο σκοτεινό
νερό ολόκληρο το σώμα να βαφτίσει.
Ώσπου της σκιάς του τη δροσιά ν’ αποδεχτεί
Ώσπου τον Άλλον σε αυτόν τον ίδιο ν’ αντικρύσει.
Και τότε είναι που τα φώτα όλα θα τα σβήσει
Και στην οθόνη το ανοίκειο θα τολμήσει.
Και εκεί
Σε γλώσσα αρχαία, πανανθρώπινη
θα αφεθεί – έστω παράφωνα – να ψιθυρίσει,
«Το σκοτάδι είναι ένα άλλο φως».
(σ.μ. μελετώντας κάποια κείμενα για τις ουαλικές παραδόσεις, κατά τη μετάφραση του Ντύλαν Τόμας, έπεσα πάνω σε ένα παλιό λαϊκό τραγούδι του τόπου του με τον στίχο “Το σκοτάδι είναι ένα άλλο φως (Golau arall yw tywyllwch). ο στίχος αυτός έγινε εφαλτήριο για το ανωτέρω ποίημα).