Αρλέτα
Από παιδί, πήρε δώρα πολλά, παιχνίδια θαυμαστά να παίζει: χρώματα, σχήματα, λέξεις- οχήματα, νότες. Κυρίως, μια υγρή και γαλανή φωνή, να προχωράει σε μεγάλα βάθη μπλε, στο πλέον τρυφερό πένθος του μαύρου. Να’ ναι παιδί, επίσης, της δωρήθηκε, ευτυχισμένο, έκπληκτο, απαρηγόρητο, να μείνει ως τα βαθιά γεράματα.
Ήταν περίεργη πάντα, μα φρόνιμη. Τον άνεμο άκουγε προσεχτικά και δεν αντιμιλούσε όταν, αθώα έγκλειστη της πόλης, χανόταν νύχτα σε χαμένα δάση ακολουθώντας ξωτικά και παραμύθια.
Η μυωπία της μεγάλωνε ολοένα, καθώς παρατηρούσε από πολύ κοντά τ’ αόρατα. Ο αστιγματισμός το ίδιο, κι έβλεπε πρόσωπα, πράγματα, χώρους, δίχως περιγράμματα σαφή – όπως και είναι, στην ουσία. Αυτό την έκανε να αφαιρείται, εν μέρει, απ’ το παρόν.
Έτσι αφηρημένη, προσπέρασε συχνά τη ζωή της, πιστεύοντας ότι ανήκει σ’ άλλους, σκόνταψε σε τοίχους που υπήρχαν ή που δεν υπήρχαν. Έτσι, επίσης, παρέκαμψε και δρόμους κι έφτασε, άθελά της, σε μακρινές ψυχές πιο γρήγορα – πολλές φορές ενώ αυτές δεν είχαν φτάσει ακόμη.
(Την αναγνωρίζουν τώρα, όλοι, από το ανεξίτηλο της γαλανής φωνής της πάνω τους.)
Από το “Το Μωβ Άλμπουμ / Οι Φιλενάδες”, Ροές 2005