You are currently viewing Τσαρλς Γιομπλόνσκι, κατά κόσμον Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ο Βαν Γκογκ, Οι 2 καρέκλες, ο Αρτώ και ο αυτόχειρας της κοινωνίας

Τσαρλς Γιομπλόνσκι, κατά κόσμον Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ο Βαν Γκογκ, Οι 2 καρέκλες, ο Αρτώ και ο αυτόχειρας της κοινωνίας

 Ας υποθέσουμε πως ο Αρτώ απέσπασε την λογοτεχνία από την Αστυνομία, το θέατρο από την Ιατρική, όπως διατείνεται ο Heiner Mueller, και την ζωγραφική από την Ψυχιατρική.

Ας υποθέσουμε πως ο Βαν Γκογκ έψαχνε επιμόνως σ’ όλη του τη ζωή να βρει το εγώ του, όπως λέει ο Αρτώ στον «Αυτόχειρα της Κοινωνίας».

Ας υποθέσουμε, πάντα κατά τον Αρτώ, πως ”η ζωγραφική του Βαν Γκογκ δεν επιτίθεται σε κάποιον κομφορμισμό ηθών, αλλά στον κομφορμισμό των ίδιων των θεσμών”.

Ας υποθέσουμε πως είχε φτάσει και αυτός ”στα όρια της σιγής”, όπως ο αυτόχειρας ποιητής της Πρέβεζας.

Ας υποθέσουμε πως με το κομμένο του αυτί στο χέρι, όταν περιφερόταν σαν χαμένος αδυνατώντας να θυμηθεί πως είχε κάνει αυτόν τον ακρωτηριασμό  δεν είχε τελειώσει με τον τεμαχισμό του σώματός του.

Ας υποθέσουμε πως όλες του οι πληγές ήταν κίτρινες και ”καίγανε σαν ήλιοι”.

Ας υποθέσουμε πως προτιμούσε τις θάλασσες του Νότου απ’ τα κανάλια της πατρίδας του που βρίσκονται κάτω από τη θάλασσα.

(Κι ας αλλοίωνε το φως του ήλιου, του μοναδικού που υπάρχει, την οπτική του δεξιότητα, το όραμά του).

Ας υποθέσουμε πως είχε οδηγηθεί στο αδιέξοδο του νου.

(Δεν ήταν η πρώτη φορά)

Ας υποθέσουμε πως δεν έβρισκε κάτι να πιαστεί (δεν μπορούμε να υποθέσουμε κάτι που δεν ισχύει).

Ο Βαν Γκογκ θα ‘χει πάντα την ζωγραφική του, κι εκείνη αυτόν.

(Εξάλλου η ζωγραφική είναι γένους θηλυκού και το ζευγάρωμά τους ήταν όσο αρμονικό μπορούσε να ‘ναι).

Ας υποθέσουμε πως η φύση με τα κλίματά της, τις παλίρροιές και τις καταιγίδες της, μετά το πέρασμά του Βαν Γκογκ από τη γη δεν είναι πια η ίδια.

Ας υποθέσουμε πως η ιατρική μοιάζει με πτώμα αχρησιμοποίητο και αλλοιωμένο, όταν παρουσιάζει τον Βαν Γκογκ σαν τρελό.

(«Η ψυχιατρική δεν είναι παρά ένα κλουβί με γορίλες»).

Ας υποθέσουμε πως η τρέλα είναι αμαρτία, μια αμαρτία ασυγχώρητη. Γι’ αυτό κι εκείνος συναίνεσε να μπει στο ρόλο που η κοινωνία ετοίμασε γι’ αυτόν.

Ωστόσο η συλλογική συνείδηση δεν είναι τόσο ανάλγητη, αλλά η συλλογική θέληση πολλές φορές είναι κανιβαλική.

Οι συλλογικές λατρείες δημιουργούνται ερήμην του συλλογικών νοοτροπιών και των αντιδραστικών αντανακλαστικών.

Ο κόσμος προτρέπει τον επίδοξο αυτόχειρα που έχει ανέβει σ’ ένα ψηλό κτίριο να πέσει στο κενό.

Ευλογημένη ή δαιμονισμένη η κοινωνία δεν μπορούσε παρά να εμποδίζει τα μάγια του να ριζώσουν. Και αυτά ταξίδεψαν στα πολύχρωμα φτερά μιας πεταλούδας και πνίγηκαν στα νερά του καναλιού από όπου άρδευε την έμπνευσή του εκείνος.

Ας υποθέσουμε πως ο Βαν Γκογκ δεν πρόλαβε καν να συντάξει την αποχαιρετιστήρια επιστολή γιατί ο Βαν Γκογκ δεν αυτοκτόνησε. Η κοινωνία  τον οδήγησε στο θάνατό του.

 Μέχρι το τέλος μ’ ένα λοβό λιγότερο με κανέναν πίνακα πουλημένο, με την απογοήτευση της αποχώρησης του Γκωγκέν από την Αρλ και το ”κίτρινο σπίτι”, είχε μια ”έναστρη νύχτα” να τον στροβιλίζει στο Σύμπαν,  έναν ήλιο να φωτίζει μια ζωή που δεν είχε ακόμη περπατήσει.

Ας υποθέσουμε πως εκείνες οι δύο καρέκλες που με κάποιο τρόπο συγκλίνουν κοιτώντας η μια την άλλη είναι ο Γκωγκέν κι εκείνος.

Ένα κερί και δυο βιβλία καθισμένα στην άκρη της καρέκλας που θα καθόταν ο Γκωγκέν να ζωγραφίσει, υποδηλώνουν τον φωτισμένο νου του, αλλά και την σεξουαλική του εγρήγορση. (που εικάζει κανείς απ’ το φαλλικό σχήμα του κεριού).

Κι η δεύτερη καρέκλα, πιο ταπεινή χωρίς πλαϊνά στηρίγματα με μοναδικά αντικείμενα στην άκρη της, τα σύνεργα του καπνίσματος, αυτά που ζήτησε μόλις συνήλθε κάπως, μετά τον πυροβολισμό που κατάφερε στον εαυτό του. 

Ας υποθέσουμε πως έχει δίκιο ο Πιερ Καμπάν, που ισχυρίζεται πως οι δυο γιατροί ο Μαζερί και ο Γκασέ (ο πρώτος άθελά του) τον αφήνουν να πεθάνει. Αν είχε τέτοιο σκοπό θα πυροβολούσε στην καρδιά ή στο κεφάλι του και όχι χαμηλά και ‘’προς τα έξω’’. Ο γιατρός Γκασέ φίλος του υποτίθεται τα τελευταία χρόνια περίμενε να επωφεληθεί μετά το θάνατό του με τα έργα του να παίρνουν αξία για να τα εκμεταλλευθεί.

Ας υποθέσουμε, κατά πως λέει πάντα ο Αρτώ, πως η κοινωνία θεωρούσε τον Βαν Γκογκ αθεράπευτο τρελό και έπρεπε να βγει απ’ τη μέση.

(Γιατί η κοινωνία αποστρέφεται την διαφορετικότητα και τρέμει την τρέλα).

Ας υποθέσουμε πως, μέχρι σήμερα, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί τέχνης, κινηματογραφιστές, μυθιστοριογράφοι, καλλιτέχνες, τον μακιγιάρανε φιλοτεχνώντας ένα πορτραίτο του που ταίριαζε στα γούστα τους.

Ωστόσο η εκτεταμένη επιστολογραφία προς τον Τεό, τον αδελφό του, έμπορο τέχνης, δείχνουν τις προτιμήσεις και τις απέχθειές του, τα επιτεύγματα και τις φιλοδοξίες του, τις πίστεις και τις αμφιβολίες του, τις αρχές και τις εμμονές του. Ο ίδιος μας κατευθύνει στην ερμηνεία του έργου του.

         Το 1946, ένας γκαλερίστας πρότεινε στον Αρτώ,  που προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά τον εννιάχρονο εγκλεισμό του σε ψυχιατρεία και τα 51 ηλεκτροσόκ που είχε υποστεί, να δώσει μια διάλεξη για τον Βαν Γκογκ. Όταν μπήκε στην αίθουσα το κοινό ήταν σφιγμένο και σιωπηλό. Ο Μπρετόν, ο Ζιντ, ο Καμύ και ο Λακάν παρακολουθούσαν με ανησυχία έναν Αρτώ σκιά του εαυτού του, να κουβαλάει 406 μουτζουρωμένα τετράδια, για να υπερασπιστεί με πάθος την υπόθεση Βαν Γκογκ.

Ο Αρτώ, σαγηνεύεται, ηλεκτρίζεται, ταυτίζεται, πάσχει και παραληρεί, νιώθοντας τον παλμό και την μεγαλοφυΐα του Βαν Γκογκ. Ξεσκεπάζει τους ενόχους, υπερασπίζεται τους αθώους, προφητεύει  πώς οι κοινωνίες θα αντιμετωπίζουν τις ιδιοφυΐες, τους μεγάλους καλλιτέχνες και το έργο τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

 

(Η Νόρα Βιγιόν και ο Τσαρλς Γιομπλόνσκι υπήρξαν θύματα του ναρκισσισμού τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν στο περί ου ο λόγος, διαλογικό, εικαστικό πρότζεκτ που είχαν ξεκινήσει. Κι έτσι σταμάτησαν στο τρίτο επεισόδιο.

        Στο εξής το View Master αλλάζει ρότα. Ο Τσαρλς Γιομπλόνσκι ρίχνει την μάσκα του και, με την άλλη, πιο γνωστή περσόνα του πια, αναλαμβάνει να παρουσιάζει κάθε φορά ένα ζωγράφο, με βάση έναν εμβληματικό πίνακα του και μια φωτογραφία που συνδέεται με το έργο και την προσωπικότητα του καλλιτέχνη. Ίσως, ένα «Πορτραίτο σε λάδι», κατ’ αναλογία των «Πορτραίτων στο νερό…»)

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

This Post Has One Comment

  1. Κλεα Παντελοπουλου

    Τι να γράψω..τα εύσημα ενοουντι είναι τόσο πολλά για το έργο που προσφέρεις σε μας τους αδαείς που επιπλέον λόγια είναι περιττά
    Ένα τεράστιο ευχαριστώ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.