Ο Μακιαβέλλι – που θαυμάζει, στο πολύκροτο βιβλίο του Ο Ηγεμόνας, τον Καίσαρα Βοργία ως πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη – σίγουρα τον ίδιο θαυμασμό θα ένιωθε και για τον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο Γ’, αν ήταν σύγχρονός του. Στο πλατύ κοινό ο βασιλιάς αυτός της Αγγλίας είναι γνωστός από το θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, ο οποίος, καθώς λέει ο Αndré Maurois στην Ιστορία της Αγγλίας, « ζωγράφισε ένα τερατώδες πορτρέτο του σκληρού αυτού καμπούρη που ήταν συνάμα «θ α ρ ρ α λ έ ο ς και μ ε γ α λ ό π ρ ε π ο ς». Η υπογραμμίσεις είναι δικές μου. Ο Γάλλος ιστορικός του 19ου αιώνα J.A. Fleury στο βιβλίο του Histoire d’ Angleterre ( 1893 ), αναφέρει ένα περιστατικό που δείχνει την αυστηρή πειθαρχία που επέβαλλε στο στρατό του ο Ριχάρδος εν καιρώ πολέμου. Την παραμονή της μάχης στο Bosworth, όπου ο Ριχάρδος σκοτώθηκε πολεμώντας ενάντια στους αντιπάλους του, την ώρα που έπεφτε το σούρουπο, έκανε μια περιπολία στις σκοπιές που φύλαγαν τον χώρο όπου είχε στρατοπεδεύσει. Σε μια απ’ αυτές έπιασε τον σκοπό να κοιμάται. Χωρίς δεύτερη σκέψη τράβηξε το ξίφος του και το κάρφωσε στην καρδιά του σκοπού, μουρμουρίζοντας : «Κοιμισμένο σε βρήκα, κοιμισμένο σ΄αφήνω» ( Endormie je t’ ai trouvée, endormie je te laisse ). Ο ύπνος του έβαζε σε κίνδυνο όλο τον στρατό του βασιλιά. Τέτοιος ήταν ο Ριχάρδος όχι μόνο εν καιρώ πολέμου, αλλά και στην υπόλοιπη ζωή του: δεν χαριζόταν κανενός που θα ήταν εμπόδιο στα φιλόδοξα σχέδιά του. Ήταν ο τελευταίος στη διαδοχή και είχε πολλούς μπροστά του. Για να φτάσει νόμιμα η σειρά του, έπρεπε να πεθάνουν όσοι είχαν προτεραιότητα. Ποτέ δεν σκότωσε για να ικανοποιήσει τα εγκληματικά του ένστικτα. Η φιλοδοξία του τον έκανε φονιά. Φιλόδοξος ήταν και οι δολοφονίες του υπολογισμένες, για να πετύχει το σκοπό του. Θυμηθείτε τι λέει ο Μπαλζάκ για την ηρωίδα του, την εξαδέλφη Μπέττη ( cousine Bette ): «Μέσα σ’ εκείνη τη φαινομενικά τόσο αδύναμη, τόσο ταπεινή και τόσο λίγο απωθητική γυναίκα, κρυβότανε ένας εκδικητικός Ιάγος και συνάμα ένας φιλόδοξος Ριχάρδος Γ΄».
Αφορμή για να με απασχολήσει η ιστορική αυτή μορφή στάθηκε ένα κείμενο που διάβασα σε περιοδικό του διαδικτύου, όπου ο ζωόφιλος συντάκτης του προβληματίζεται και αναρωτιέται τι να γίνανε άραγε τα άλογα, τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Παίρνει, λοιπόν, αμπάριζα από τον Δούρειο ίππο, προχωράει στον Βουκεφάλα, συνεχίζει απτόητος στον Ροζινάντη του Δον Κιχώτη, για να φτάσει στο άλογο του Ομέρ Βρυώνη του Βαλαωρίτη και μετά στη δική μας εποχή, στο Απαλούζα του Μπράντο, στο άλογο του Γκάτσου και σ’ αυτό του Μανή που ανθολόγησε ο Σεφέρης. Απορώ πώς έγινε και ξέχασε το άσπρο άλογο του Βελουχιώτη. Στο ιστορικό αυτό κομποσκοίνι ένας από τους κόμπους του αναφέρεται στο άλογο του βασιλιά Ριχάρδου Γ’. Εκεί ο ζωόφιλος και αντιβασιλικός, όπως φαίνεται, συντάκτης του κειμένου λέει μεταξύ άλλων: «Έτσι δεν παρακαλεί και ο Ριχάρδος Γ’ του Σαίξπηρ, ο οποίος αφού σκοτώσει όλο του το σόι για το βασίλειο, μόλις έχασε το άλογό του και κινδύνεψε στη μάχη, φώναξε : ‘’ Το βασίλειό μου για ένα άλογο’’. Δηλαδή έφαγε τόσο κόσμο παριστάνοντας τον κόκορα και στα δύσκολα έγινε κ ό τ α. Μια κότα όμως που δεν τρώγεται με τίποτα». Το λάθος του δεν είναι μόνο ότι τον θεωρεί δειλό∙ τον θεωρεί, χωρίς να το καταλάβει, και βλάκα, κι ας μην τον παρουσιάζει ο Σαίξπηρ δειλό ή βλάκα.
Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει βασιλιάς ή ακόμα και απλός άνθρωπος που να του έχουν φορτώσει τόσες κακίες. Ποιος, άλλωστε, είναι αυτός που δεν χρησιμοποίησε για την κατάκτηση της εξουσίας κάθε μέσο — θεμιτό ή αθέμιτο; Μήπως ο Μέγας για την ιστορία ή Άγιος για την Εκκλησία Κωνσταντίνος δεν σκότωσε μέλη και από τη δική του οικογένεια, για να κάνει πιο σταθερή την εξουσία του; Δεν ζητάω άφεση αμαρτιών για τον Ριχάρδο, αλλά όχι και να του αμφισβητούμε αυτό που κανένας ιστορικός ούτε και αυτός ο Σαίξπηρ, που τον παρουσιάζει τέρας, δεν το αμφισβήτησε∙ το θάρρος, θέλω να πω, που στη ζωή του τον διέκρινε, μια αρετή που χωρίς αυτή δεν φτάνει κανείς στην εξουσία. Ας δούμε, λοιπόν, πώς τον βλέπει ο Σαίξπηρ την ώρα της μάχης στο Μπόσγουορθ, όπου κρίθηκαν όλα. Οι μεταφράσεις στο κείμενο αυτό είναι του Βασίλη Ρώτα.
Κέιτσμπυ: Πρόφτασε, λόρδε Νόρφολκ, πρόφτασε, πρόφτασε!
Ο βασιλιάς μας κάνει θάματα υπεράνθρωπα,
ρίχνεται στον αντίπαλο σε κάθε κίνδυνο:
το άλογό του σκοτώθηκε και πολεμάει πεζός,
γυρεύοντας τον Ρίτσμοντ μες στα δόντια του Χάρου.
Πρόφτασε, λόρδε, αλλιώς η μέρα είναι χαμένη!
( Θόρυβος μάχης. Μπαίνει ο Βασιλιάς Ριχάρδος )
Ριχάρδος: Ένα άλογο! ένα άλογο! το βασίλειό μου για ένα άλογο!
Κέιτσμπυ: Τραβήξου, κύριέ μου∙ θα σου βρω ένα άλογο.
Ριχάρδος: Δούλε! έβαλα τη ζωή μου πάνω σε μια ριξιά
Και καρτερώ την τύχη μου απ’ το ζάρι.
Θαρρώ στον ομαλό είν’ έξι Ρίτσμοντ ∙
έχω σκοτώσει πέντε σήμερα γι’ αυτόν. —
Ένα άλογο! εν’ άλογο! το βασίλειό μου
Για έν’ άλογο!
( Βγαίνουν από τη σκηνή )
Δεν νομίζω ότι υπάρχει χριστιανός ή αλλόθρησκος που βλέπει σε αυτό το σαιξπηρικό απόσπασμα τον Ριχάρδο να δείχνεται δειλός την ώρα της μάχης, της ιππομαχίας για την ακρίβεια. Το πρόβλημά του είναι ότι δεν μπόρεσε, ως την ώρα που σκοτώθηκε το άλογό του, να βρει τον Ρίτσμοντ, τον επικεφαλής της εχθρικής παράταξης και διεκδικητή του θρόνου του, για να τον σκοτώσει. Το άλογο, επομένως, το θέλει, γιατί μόνο έφιππος θα μπορέσει να τον εντοπίσει ανάμεσα στους έφιππους σωματοφύλακές του και να επιτεθεί να τον σκοτώσει, όπως, για παράδειγμα, έκανε ο Κύρος που επιτέθηκε έφιππος εναντίον του βασιλέα αδελφού του στη μάχη στα Κούναξα. «Τον άνδρα ορώ», φώναξε ο Πέρσης πρίγκιπας την ώρα της μάχης, και «ίετο επ’ αυτόν» (και όρμησε εναντίον του). Θα ήταν βλάκας και γελοίος συνάμα ο Ριχάρδος, αν «παρακαλούσε», όπως λέει ο συντάκτης του κειμένου, να του δώσουν, εν ώρα μάχης, ένα άλογο για να το σκάσει. Μπορεί να ήταν μοχθηρός, ραδιούργος και αδίσταχτος δολοφόνος ο Ριχάρδος∙ δειλός και βλάκας όμως δεν ήταν. Η φράση « Το βασίλειό μου για ένα άλογο» είναι επινόηση του Σαίξπηρ, για να τονίσει, με τρόπο θεατρικό, την κρισιμότητα εκείνης της στιγμής που παίζονται σε μια ζαριά το βασίλειο και η ζωή του Ριχάρδου. Ίσως ο συντάκτης του κειμένου να είναι τακτικός θεατής στο Ηρώδειο ή στην Επίδαυρο για τα έργα των Ελλήνων τραγικών, τον Ριχάρδο Γ΄, όμως , του Σαίξπηρ, όπως δείχνει το απόσπασμα του κειμένου του που παρέθεσα πιο πάνω, δεν έτυχε, φαίνεται, να τον δει στο θέατρο.
Ακόμα και ως εραστής ο Ριχάρδος παίζει, με τα λόγια του και με τον θυμό μιας γυναίκας, επικίνδυνα για τη ζωή του στο έργο του Σαίξπηρ, όταν αυτή η γυναίκα με την οποία φλερτάρει τον μισεί αφάνταστα, γιατί σκότωσε τον άντρα της:
(Γυμνώνει το στήθος του∙ αυτή ξαμώνει με το σπαθί του που της έδωσε)
Ριχάρδος: Όχι, μη σταματάς γιατί εγώ σκότωσα
Τον βασιλιά Έρρίκο, μα ήταν η ομορφιά σου
που με προκάλεσε. Όχι, χτύπα γιατί εγώ θανάτωσα
τον νέον Έντουαρτ∙ ( ξαμώνει πάλι στο στήθος του )
μα η ουράνια σου όψη ήταν που μ’ έβαλε.
( Αυτή αφήνει το σπαθί να πέσει )
Ή πάρε πάλι το σπαθί, ή πάρε εμένα.
Άννα: Σήκω, υποκριτή∙ αν και θέλω να πεθάνεις,
δε θέλω να ‘μαι εγώ ο εχτελεστής σου.
Ριχάρδος : Τότε πες μου να σκοτωθώ και θα το κάνω.
Άννα: Σ’ το ‘πα κιόλας.
Ριχάρδο: Το ‘πες μες στην οργή σου: πες το πάλι, και, στον λόγο,
το χέρι τούτο, που για την αγάπη σου
σκότωσε την αγάπη σου, για την αγάπη σου
μια πιο πιστή αγάπη θα σκοτώσει∙ και θα ‘σαι
και για των δυο τον θάνατο συνένοχη.
Άννα: Να ‘ξερα μόνο την καρδιά σου!
Ριχάρδος: Είναι στη γλώσσα μου ζωγραφισμένη.
Άννα: Φοβάμαι είναι κι οι δυο τους ψεύτρες.
Ριχάσδος: Τότε ποτέ κανείς δεν είπε αλήθεια.
Άννα: Καλά, καλά, συμμάζεψε το σπαθί σου.
Ριχάρδος: Πες λοιπόν πως με συχώρεσες.
Άννα: Θα το μάθεις αργότερα.
Σε αυτό τον ερωτικό διάλογο, όπως είπα και πιο πάνω, φαίνεται καθαρά ότι ο Ριχάρδος ερωτοτροπεί, επικίνδυνα, για τη ζωή του. Ένας δειλός, μια «Κ ό τ α» , όπως είδαμε να χαρακτηρίζεται ο Ριχάρδος Γ΄, δεν παίζει με τον έρωτα, όπως παίζει κανείς τη ζωή του κορώνα-γράμματα στον πόλεμο. Τελικά ο Ριχάρδος Γ΄ δεν είχε το τέλος του Καίσαρα ή του Καλιγούλα. «Πολέμησε γενναία, όρμησε άφοβα μέσα στη σύρραξη, σκότωσε πολλούς εχθρούς, αλλά στο τέλος σκοτώθηκε κι ο ίδιος», λέει η ιστορία με την πένα του André Maurois.
Τελειώνοντας ,θα έλεγα ακόμη ότι, ως θεατρικό κυρίως πρόσωπο, ο Ριχάρδος δεν είναι συμπαθητικός εξαιτίας της κακίας του, για την οποία, όμως, ο ίδιος λέει:
Δεν μπορεί ένας απλός θνητός να ζει χωρίς κακό στον νου του.
( Cannot a plain man live and think no harm. )
——————–