You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ένα αφήγημα

Φάνης Κωστόπουλος: ένα αφήγημα

   ΤΟ  ΧΑΡΑΜΑ

    Είμαι σε μια προχωρημένη ηλικία και δεν πρέπει να σου φαίνεται παράξενο που ο νους μου γυρίζει πίσω στις πρώτες εκείνες μέρες της ζωής μου, τις οποίες μπορεί η μνήμη μου και συγκρατεί ακόμη. Όσο για τον έρωτα, ένα συναίσθημα που κυριαρχεί στη ζωή των ανθρώπων, αλλά και των αθανάτων ακόμη, αφού κι αυτός ο Δίας δεν ήταν άτρωτος στα βέλη του φτερωτού θεού, θα μου επιτρέψεις, αναγνώστη, να φέρω στη σκέψη μου μια ανάμνηση που μπορεί να θεωρηθεί το ερωτικό μου, όπως λένε, ξύπνημα. Και αυτό όχι γιατί θα σου αφηγηθώ κάτι το διαφορετικό από ό,τι συμβαίνει στους άλλους ανθρώπους, αλλά γιατί, με αφορμή αυτό το ερωτικό συναίσθημα, θα ξετυλιχθεί μπροστά στα μάτια σου μια ολόκληρη εποχή, ή, για να είμαι πιο ακριβής, μια ενδιαφέρουσα μεταβατική εποχή για τούτη τη χώρα, όπου

                      Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φιχτότερα!

                                                              ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ

     Ήταν το πρώτο κορίτσι για μένα και ήμουν το πρώτο αγόρι για κείνη που μιλήσαμε και παίξαμε στην ίδια γειτονιά. Την είχα ερωτευτεί και δεν το είχα καταλάβει — τόσο μικρούλης ήμουνα. Και που μεγάλωσα όμως δε βρήκα ποτέ το θάρρος να της το πω. Εκείνη την εποχή ήμουν ένα παιδί του δρόμου τελείως άξεστο, για να πλησιάσω και να γοητέψω ένα τέτοιο κορίτσι. Πράγματι, αν ο Θεός μού έδωσε κάτι σ΄αυτή την τρυφερή ηλικία, ήταν το « γνώθι σαυτόν». Αυτή η πολύτιμη ελληνική αρετή με έσωσε αργότερα από πολλές κακοτοπιές. Σήμερα η παιδική αυτή φίλη, που ήταν άλλοτε καθηγήτρια ανωτάτης σχολής, έχει βγει στη σύνταξη και τα λέμε πότε πότε στο τηλέφωνο. Θα με ρωτήσεις βέβαια αν της το είπα τώρα, ότι κάποτε ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Δεν της το είπα, παρ΄όλο που τώρα με έχει σε κάποια εκτίμηση. Φαίνεται πως εκείνη η παιδική μου δειλία γι΄αυτή την κοπέλα δε με άφησε ποτέ. Της το ΄γραψα όμως σε ένα γράμμα, όταν ύστερα από πολλά χρόνια θέλησα να μάθω για τη ζωή της. Αλλά και κει όχι ξεκάθαρα. Με υπαινιγμούς μόνο. Τόσο προχώρησε το άτολμο χέρι μου. Δεν πήγαινε άλλο. Κι ας λέει ο Πέτρος Αβελάρδος στις επιστολές του προς την Ελοϊζα ότι « η πένα είναι πιο τολμηρή από το στόμα»( la plume est plus hardie que la bοuche ). Είναι όμως αρκετά μορφωμένη και έξυπνη, και πρέπει να το κατάλαβε αμέσως. Ωστόσο, δεν την ξάφνιασε αυτό. Ίσως να το είχε καταλάβει από τότε… Σε τέτοιες περιπτώσεις, βλέπεις, οι γυναίκες διαβάζουν τους άντρες σαν βιβλίο. Αλλού λοιπόν ήταν η έκπληξη και ο εντυπωσιασμός της. Πράγματι, αν υπάρχει κάτι που την άφησε αποσβολωμένη, αυτό δεν είναι ο έρωτάς μου, αλλά ότι γράφω, όπως είπε, σαν λογοτέχνης και ότι δεν κάνω ορθογραφικά λάθη. Καταλαβαίνεις τώρα πώς με ήξερε… Ήταν, λοιπόν, πολύ φυσικό να ένιωσε κάπως σαστισμένη, όταν μια μέρα δέχτηκε απρόσμενα μια πολυσέλιδη επιστολή από το μακρινό παρελθόν, της οποίας αποστολέας ήταν μια θαμπή ανάμνηση του πρώτου αγοριού που γνώρισε στα παιδικά της χρόνια και που εκείνη την εποχή, αν και ήταν ένα παιδί από αρκετά ευκατάστατη οικογένεια, όλοι στη γειτονιά το ήξεραν και περισσότερο τα ίδια τα παιδιά, πως αυτός ο Μαρκήσιος των δρόμων, όπως τον φώναζαν ειρωνικά, δεν είχε μυαλό για γράμματα και πως πιο πολύ τον έβλεπαν οι δρόμοι και τα σοκάκια της Αθήνας παρά το σχολείο. Με τέτοιο, λοιπόν, ποινικό μητρώο στα παιδικά μου χρόνια, ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πιστέψει πως ο συντάκτης αυτής της επιστολής ήμουν εγώ και κανείς άλλος. Δεν έχω πάντως σκοπό να σε κουράσω με αυτό το πολυσέλιδο σε επιστολική μορφή ρομάντζο μου. Άλλωστε, η ερωτική μου ιστορία δεν έχει, όπως είπα και πιο πάνω, τίποτα το διαφορετικό από εκείνες των άλλων ανθρώπων. Αξίζει, όμως, να διαβάσεις τις τέσσερις πρώτες παραγράφους σ΄αυτό το γράμμα. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι εκεί βρίσκεται ταριχευμένο αυτό που στην αρχή σού υποσχέθηκα.

                                                               *

« Δήμητρα παιδική φίλη,», με αυτή την τυπική προσφώνηση, αρχίζει αυτό το πολυσέλιδο γράμμα. « Αν αγάπησα κάτι μετά τους αθηναϊκούς δρόμους, αυτό είναι το μολύβι ή το στυλό στο δεξί μου χέρι. Και αυτό γιατί έχοντας το ένα ή το άλλο σε χρήση, μπορώ να γυρίσω πίσω το χρόνο και να τον σταματήσω μπροστά σου, για να θυμηθείς και συ πως ήσουν κάποτε ένα μικρό, όμορφο και έξυπνο κορίτσι στην πρώτη δημοτικού ή «δυναμοτικού», όπως σου έλεγα εγώ τότε,  το μορτάκι, για να σε πειράξω, και σε ένα μάλιστα από τα πιο καλά και πιο ακριβά, ακόμη και σήμερα, σχολεία, στο Λύκειον η Αθηνά. Πέρασε από τότε πολύς καιρός και σίγουρα δε θα θυμάσαι πως εκείνη ακριβώς τη χρονιά πήγα και εγώ στο ωραίο και ακριβό αυτό Σχολείο, που ήταν  στην πλατεία Βικτωρίας ( Κυριακού, τη λέγανε τότε) στης οποίας μάλιστα το κεντρικό σημείο δέσποζε, θυμάμαι, από τότε το υπέροχο αυτό χάλκινο σύμπλεγμα της Ιπποδάμειας, του μεθυσμένου Κένταυρου και του Θησέα, του «ματωμένου γάμου», όπως θα  ΄λεγε ο Λόρκα, ή της κενταυρομαχίας , όπως το ξέρουν και το αναφέρουν οι αρχαιολόγοι μεταξύ τους και οι άνθρωποι της τέχνης, ενώ δεν είμαι καθόλου υπερβολικός, αν πω ότι  αυτό το θαυμάσιο άγαλμα, σ΄όλη την παιδική και εφηβική μου ζωή, δεν ήταν στη σκέψη μου και στα μάτια μου παρά ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Και για να γυρίσω πάλι στο Σχολείο, θα προσθέσω ότι πήγα ίσως εκεί γιατί ήταν ένα καλό σχολείο και είχα, όπως φαίνεται, την οικονομική δυνατότητα να πάω. Ίσως όμως και γιατί πήγαινες εσύ σ΄αυτό  το αριστοκρατικό, θα έλεγα, τότε Εκπαιδευτήριο. Το μόνο λάθος, σ΄αυτή την περίπτωση, είναι ότι με πήγανε εκεί κάπως πρόωρα. Έτσι δε μ΄έβαλαν στην ίδια τάξη με σένα. Ή πιο σωστά δε μ΄έβαλαν σε καμία τάξη: Η ηλικία μου ήταν για το νηπιαγωγείο — κι ας ήθελα να είμαι μαζί σου. Αυτό , φαίνεται, δεν το άντεξα πολύ. Και τρεις ή τέσσερις μήνες αργότερα έφυγα για να φοιτήσω σε ένα άλλο «σχολείο», με πιο χαλαρή πειθαρχία και απεριόριστη ελευθερία του λόγου: στους φιλόξενους τότε αθηναϊκούς δρόμους, όπου η παιδική μου αλητεία έχει γερές περγαμηνές να δείξει, γιατί, αν και ήμουν νήπιο ακόμα, στα παιδικά μου αφτάκια αντηχούσε πρόωρα ο στίχος του Σεφέρη:

                                       Σπάσε το νήμα της Αριάδνης.

     Εκείνο πάντως που έχει σημασία είναι ότι πέρασα και εγώ από τη σχολική εκείνη Αρκαδία. Σε είδα μάλιστα μια φορά μέσα στην τάξη σου, καθώς εμείς, το νηπιαγωγείο, περνούσαμε να πάμε στην αίθουσα προβολής για μια κινηματογραφική  ταινία. Ήθελα πολύ, μα δεν τόλμησα να σε φωνάξω. Ήθελα πολύ να γυρίσεις και να κοιτάξεις, να νιώσω επάνω μου το βλέμμα σου και την προσοχή σου, αλλά η δεσποινίδα Νίκη, η ντελικάτη και όμορφη νηπιαγωγός μου, που ήταν, όπως διαπιστώνω τώρα, άπτερη, σαν και κείνη πάνω στο βράχο της Ακρόπολης, θα με μάλωνε, αν αποτολμούσα να βγάλω φωνή. Και εγώ που ήμουν αιχμάλωτος της ομορφιάς της δεν ήθελα, με κανένα  τρόπο, να τη δυσαρεστήσω. Πέρασαν από τότε, ή καλύτερα γύρισε πίσω το ρολόι του χρόνου εβδομήντα και πλέον χρόνια. Η Αριστοτέλους στα πρώτα της νιάτα: ένας φαρδύς χωματόδρομος, που τον σκίαζαν και τον δρόσιζαν, τις καλοκαιρινές μέρες, πελώρια δέντρα ( γαζίες θα πρέπει να ήταν, γιατί, όταν μαδούσε το άνθος τους, σκεπαζόταν ο δρόμος με χρυσόσκονη) και που ακόμη δεν τον καταδέχονταν τα τροχοφόρα, προτιμώντας την Γ΄ Σεπτεμβρίου που ήταν άσφαλτος. Ένας γκρίζος, φθινοπωρινός ουρανός άρχισε να ρίχνει τις πρώτες ψιχάλες βροχής. Έγειρα, θυμάμαι, πίσω το κεφάλι για να τις δεχτώ σαν μητρικό φιλί στο παιδικό μου πρόσωπο. Είναι, θαρρώ, η πιο παλιά και ίσως η πιο γαλάζια στιγμή που θυμάμαι με βροχή. Και ήταν η ώρα δώδεκα το μεσημέρι. Το νηπιαγωγείο είχε σχολάσει. Μια σελίδα — η πρώτη, θα έλεγα, της σχολικής μου ζωής που θυμάμαι — είχε κιόλας γυρίσει.

      Έχουμε να ιδωθούμε πάνω από πενήντα χρόνια ή τουλάχιστον ακριβώς πενήντα. Είναι όμως κι αυτά πάμπολλα κι αυτός ο χρόνος τόσο αδυσώπητος, ώστε αναρωτιόμαστε με τρόμο τι άραγε ν΄άντεξε τη φθορά του και έμεινε το ίδιο όπως τότε… Πολλοί άνθρωποι από αυτούς  που γνωρίζαμε και ζούσαν στο ίδιο μήκος κύματος με μας έφυγαν απ΄τη ζωή και έγιναν σκιές ακόμη και στη σκέψη μας. Τα σπίτια μας στα οποία αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο και στα οποία, με τα χρόνια, διαμορφώθηκε η προσωπικότητά μας σήμερα δεν υπάρχουν ούτε σε φωτογραφίες, τολμώ να πω ούτε και στη μνήμη μας. Ακόμη και αυτές οι λίγες, οι ελάχιστες, θα έλεγα για ν΄ακριβολογήσω, κατοικίες που κατάφεραν να επιβιώσουν αδυνατούν να βοηθήσουν σήμερα τη μνήμη μας να ξαναχτίσει τη γειτονιά μας, πιο συγκεκριμένα τα σπίτια που ήταν στη σειρά ή αντικριστά στο χωματόδρομο της Προύσης τα σπίτια που είχαν στην πόρτα τους, στην αυλόπορτα για την ακρίβεια, ένα ρόπτρο για κουδούνι και που έκρυβαν μέσα στις συχνά ανήλιαγες αυλές τους δυο και τρεις, καμιά φορά και τέσσερις ή πέντε οικογένειες. Εκεί, αγαπητή μου φίλη, στον κάπως κατηφορικό χωματόδρομο που άρχιζε από τη Μιχαήλ Βόδα και κατέληγε στη Λιοσίων, από τις πασχαλιές που στόλιζαν τον ένα δρόμο στα τραμ που τράνταζαν τον άλλο, εκεί λοιπόν, στον αριθμό εφτά, αν θυμάμαι καλά, ήταν το δικό σου σπίτι, η δική σου αυλή και η δική σου ξένοιαστη παιδική ζωή. Και λέω έτσι γιατί τα παιχνίδια στο χωματόδρομο της Προύσης δεν άφηναν τις δυσκολίες της ζωής ν΄αγγίξουν την παιδική ψυχή. Τα παιδιά μεγάλωναν τότε το ένα δίπλα στο άλλο, μετρώντας το μπόι τους, τη δύναμή τους και την εξυπνάδα τους, και όχι μπροστά στον υπολογιστή  μονάχα τους και έξω απ΄την πραγματικότητα.

     Εκείνη την εποχή, στο χάραμα της δεκαετίας του ΄50, αν και υπήρχε μεγάλη φτώχεια και τόσο οι άνθρωποι όσο και η ίδια η χώρα προσπαθούσαν, μέσα από τα ερείπια του Πολέμου και τους αδερφοσκοτωμούς του Εμφυλίου, να κάνουν ένα καινούργιο και ειρηνικό ξεκίνημα, η ζωή ήταν όμορφη, ή τουλάχιστον φαινόταν όμορφη, γιατί ο ουρανός δεν  έριχνε  βόμβες, οι εφιαλτικές σειρήνες είχαν για πάντα σωπάσει, οι οδομαχίες του Εμφύλιου πολέμου  μια νωπή, κακή ανάμνηση και στους αθηναϊκούς δρόμους δεν έβλεπες πια πτώματα ανθρώπων που τους είχαν  σκοτώσει τη νύχτα ένοπλες ομάδες της αντίθετης πολιτικής παράταξης. Εκείνη την εποχή μόνο το φως, το φως της ειρήνης, που έκανε πιο έντονη τη δίψα για ζωή, ήταν αρκετό να φέρει τη γαλήνη σ΄αυτόν τον βασανισμένο τόπο και να κάνει τους ανθρώπους να ξεχάσουν τη φτώχεια τους και το πένθος που άφησαν πίσω τους ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος από τη μια μεριά και ο Εμφύλιος από την άλλη. Ένα φως, λοιπόν, αισιοδοξίας φώτισε τότε τις καρδιές των ανθρώπων και στους αθηναϊκούς δρόμους ακούστηκε πάλι η φωνή της ειρηνικής ζωής: του ακονιστή, του γανωματή, του γύφτου ή της γύφτισσας που πούλαγε τότε πανέρια από πόρτα σε πόρτα, του καρβουνιάρη το χειμώνα, του παγωτατζή το καλοκαίρι και του παπλωματά το φθινόπωρο και μόνο του μαναβάκου, του κυρίου  Αγγελή, — που με το γάιδαρό του τον Μανώλη διαλαλούσε το εμπόρευμά του στις γειτονιές: « Αγκινάρες και κουκιά, δέκα, δέκα η οκά!» — όλες τις εποχές. Απ΄ όλες όμως τις φωνές της ειρηνικής ζωής, εκείνη που έδινε περισσότερη ζωντάνια  στους αθηναϊκούς δρόμους και τους έκανε πιο όμορφους, μετατρέποντάς τους σε υπέροχους παιδότοπους, ήταν η χαρούμενες φωνές των παιδιών. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι — που τα πρόσωπά τους έμοιαζαν περισσότερο με κείνα των αγγέλων — είχαν εισβάλει και είχαν γεμίσει τους αθηναϊκούς δρόμους μαζί με την ειρήνη και την αναδημιουργία. Η ζωηρή τους φαντασία και το φρέσκο ακόμη μυαλό τους άρχισαν σιγά σιγά να δημιουργούν, με παιχνίδια, με καβγάδες, με έξυπνους διαλόγους, ακόμα και με πετροπόλεμους ανάμεσα σε γειτονιές, έναν τελείως δικό τους κόσμο, μια ιπποσύνη, θα λέγαμε, της παιδικής ηλικίας, της οποίας τους κανόνες, λες και είχαν κάνει συμφωνία μεταξύ τους, σέβονταν και τηρούσαν όλα τα παιδιά των αθηναϊκών δρόμων. Ο Πόλεμος ήταν πια μακριά. Κανείς δεν τον θυμόταν. Και οι άνθρωποι — πλούσιοι και φτωχοί — ήθελαν όλοι να ζήσουν. Μόνο να ζήσουν. Τίποτ΄άλλο». 

       Αυτά ακριβώς έγραφα στην πολυσέλιδη  επιστολή για κείνη τη μακρινή πια εποχή, την οποία σου υποσχέθηκα, αναγνώστη, στην αρχή του κειμένου και την οποία με νοσταλγία θυμάμαι, ίσως γιατί ήμουν τότε παιδί και η ζωή μού φαινόταν « μέγα καλό και πρώτο». Όσο για τη λογοτεχνία, μου ήταν τελείως άχρηστη, αφού τίποτα δεν μπορούσα ν΄αλλάξω ή να εξωραΐσω. Όσα έγραψα τα είχε ζήσει κι εκείνη. Αν άλλαζα κάτι ή στόλιζα το λόγο, θα το καταλάβαινε. Έμεινε, λοιπόν, μόνο η αλήθεια. Και αυτή, όπως η Εύα, γυμνή και αχτένιστη.

 

                                                             

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.