You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Ένα χωρίο του Πλούταρχου στην Ευρωπαϊκή ρομαντική λογοτεχνία

Φάνης Κωστόπουλος: Ένα χωρίο του Πλούταρχου στην Ευρωπαϊκή ρομαντική λογοτεχνία

  Από το 1559 που ο Jacques Amyot – καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Bourges και αργότερα δάσκαλος των παιδιών του Ερρίκου Β΄- μετέφρασε τους Βίους Παράλληλους του Πλούταρχου, κανείς ίσως από τους άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς δεν διαβάστηκε και δεν αγαπήθηκε τόσο στη Γαλλία, όσο ο ιστορικός από τη Χαιρώνεια. Είναι αρκετά γνωστός ο ενθουσιασμός του Ναπολέοντα για τον Πλούταρχο και τους Βίους των μεγάλων ανδρών της αρχαιότητας. «Διαρκώς τους ονειρεύεται», λέει ο Εμίλ Λούντβιχ στη θαυμάσια βιογραφία που έγραψε για τον μεγάλο Κορσικανό. Είναι επίσης πολύ γνωστό το περιστατικό στις Εξομολογήσεις του Jean Jacques Rousseau, σύμφωνα με το οποίο ο μικρός Rousseau κατατρόμαξε τους γονείς του, προσπαθώντας να μιμηθεί τον Σκεόλα «βάζοντας το χέρι του σε ένα μαγκάλι» ( tenir la main sur un réchaud ). “Je me croiyais Grec ou  Romain’’, λέει αναφερόμενος σε αυτό το περιστατικό. Τα παραδείγματα αυτά, καθώς και άλλα που μπορεί κανείς να προσθέσει, δείχνουν, με ανάγλυφο τρόπο, τη μεγάλη επίδραση που άσκησε ο αρχαίος αυτός Έλληνας συγγραφέας σε προσωπικότητες της πολιτικής και πνευματικής ζωής αυτής της χώρας. Και για να γυρίσουμε πάλι στον Amyot, ας προσθέσουμε ότι είναι αρκετοί εκείνοι που πιστεύουν πως η μετάφραση των Βίων και των Ηθικών του Πλούταρχου στα γαλλικά έπαιξε σημαντικό ρόλο όχι  μόνο στην πολιτική και πνευματική ιστορία της Γαλλίας, αλλά και στην εξέλιξη της γαλλικής πρόζας.

   Μολονότι και στην Αγγλία υπήρξαν άνθρωποι – όπως ο Francis  Bacon, για παράδειγμα – που διάβασαν και αγάπησαν τους Βίους Παράλληλους του Πλούταρχου, η επίδραση του Έλληνα ιστορικού σε αυτή τη χώρα ήταν, παρά τη θαυμάσια μετάφραση των Βίων από τον North, έμμεση. Και ήταν έμμεση γιατί ο Πλούταρχος έγινε γνωστός και αγαπήθηκε από το αγγλικό κοινό κυρίως μέσα από τα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ. Είναι γνωστό, άλλωστε,  ότι τα έργα του: Ιούλιος Καίσαρ, Κοριολανός και Αντώνιος και Κλεοπάτρα είναι εμπνευσμένα από τους Βίους του Πλούταρχου. Ιδιαίτερα  στο τελευταίο,  ο Σαίξπηρ έμεινε τόσο κοντά στον “ Βίο του Αντωνίου ”, ώστε , όπως λένε οι μελετητές του έργου, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να μετατρέπει τη θαυμάσια πρόζα του North σε blank verse.

 

 

                                                    *

   Ύστερα από όσα ειπώθηκαν αναφορικά με την επίδραση που άσκησαν οι Βίοι σε δυο από τις πιο αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι δυο μεγάλα ονόματα της ρομαντικής λογοτεχνίας των χωρών αυτών, ο Μπάιρον και ο Σατωβριάνδος, αναφέρονται σε έργα τους σε ένα φημισμένο χωρίο του Πλούταρχου. Βέβαια, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ότι ένα  απόσπασμα αρχαίου συγγραφέα αναφέρεται σε κείμενα μεταγενέστερων συγγραφέων, που ανήκουν σε λογοτεχνίες διαφορετικής εθνικότητας και γλώσσας. Επομένως, δεν πρέπει να θεωρηθεί αυτό ο κύριος λόγος για τον οποίο γράφτηκε τούτο το κείμενο. Αν υπάρχει κάτι που σε αυτή την περίπτωση είναι ενδιαφέρον και αξίζει τον κόπο να στρέψουμε την προσοχή μας, είναι ότι και οι δύο αυτοί μεγάλοι συγγραφείς του Ευρωπαϊκού ρομαντισμού χρησιμοποίησαν αυτό το χωρίο των Βίων όχι μόνο με διαφορετική διατύπωση από το πρωτότυπο, αλλά και για διαφορετικό σκοπό.

   Ας αρχίσουμε από την πηγή, τον Πλούταρχο. Στον “ Βίο του Νικία,” όπως είναι γνωστό, γίνεται λόγος για την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία που είχε γι’ αυτούς ολέθριο τέλος. Στη συνέλευση των νικητών, δηλαδή των Συρακουσίων και των συμμάχων τους, που έλαβε χώρα στις Συρακούσες, αποφασίστηκε οι υπηρέτες και οι σύμμαχοι των Αθηναίων να πουληθούν ως δούλοι. Όσο για τους ίδιους τους Αθηναίους και τους Σικελιώτες, πήραν την απόφαση να τους ρίξουν για την υπόλοιπη ζωή τους στα λατομεία των Συρακουσών. Εξαίρεση έκαναν μόνο για τους στρατηγούς. Και τούτο γιατί ήθελαν να τους θανατώσουν. Στα λατομεία οι πιο πολλοί από τους Αθηναίους πέθαναν από τις αρρώστιες και την κακή διατροφή. Από τους λίγους που είχαν την τύχη να σωθούν ήταν και μερικοί που όφειλαν τη σωτηρία τους στον Ευριπίδη ( “ ένιοι δε και δι’ Ευριπίδην εσώθησαν’’). Και ο λόγος ήταν – σύμφωνα με τον Πλούταρχο – ότι από όλους τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας εκείνοι που αγαπούσαν περισσότερο τα χορικά αυτού του ποιητή ήταν οι Σικελοί.

   Έχοντας διηγηθεί ο Πλούταρχος όλα αυτά, φτάνει  στο χωρίο που αναφέρονται ο Μπάιρον και ο Σατωβριάνδος. Στο απόσπασμα αυτό η σκέψη του Πλούταρχου φεύγει από τη Σικελία και πηγαίνει στην Αθήνα. Και αυτό για να μας διηγηθεί την επιστροφή στο “ Κλεινόν Άστυ’’των λίγων Αθηναίων που σώθηκαν. “ Τότε λοιπόν λένε πως πολλοί  από εκείνους που σώθηκαν και γύρισαν στην πατρίδα ασπάζονταν με φιλοφρόνηση τον Ευριπίδη και διηγούνταν άλλοι πως όταν έγιναν ( λόγω της αιχμαλωσίας τους ) δούλοι, ελευθερώθηκαν, επειδή δίδαξαν στους κυρίους τους όσα θυμούνταν από τα χορικά του, και άλλοι πώς, όταν μετά τη μάχη περιπλανιόνταν εδώ και εκεί, τους δόθηκε τροφή και νερό ως αμοιβή, επειδή τραγουδούσαν τα χορικά του Ευριπίδη.”  “Νικίας”29 .

 Όπως καταλαβαίνει κανείς, είναι αδύνατο για τον αναγνώστη του “Βίου του Νικίου” να  μην προσέξει αυτό το απόσπασμα και να μη συγκινηθεί διαβάζοντάς το. Πολύ περισσότερο, βέβαια, όταν πρόκειται για ένα φιλελεύθερο πνεύμα, όπως ήταν ο ποιητής του  Childe Harold. Σε αυτό ακριβώς το ποίημα και συγκεκριμένα στο τέταρτο άσμα, βλέποντας ο Μπάιρον την άλλοτε θαλασσοκράτειρα Βενετία υπόδουλη, η συγκίνηση που νιώθει είναι μεγάλη, γιατί είναι μια πόλη που την αγαπούσε  από παιδί ( I loved her from my boyhood, λέει στο ίδιο ποίημα που μας απασχολεί ) και θα ήθελε η δύναμη της ποιητικής φωνής να κάνει ακόμα μια φορά το θαύμα της και να δώσει σε αυτή την όμορφη πόλη την ελευθερία της, όπως την έδωσε κάποτε στους  Αθηναίους, όταν ήταν αιχμάλωτοι στις Συρακούσες. Αυτός ο συλλογισμός όχι μόνο του έφερε στη μνήμη το εν λόγω χωρίο του Πλούταρχου, αλλά και τον ανάγκασε να αφιερώσει μια ολόκληρη στροφή, προκειμένου να διατυπώσει αυτά που έλεγε το χωρίο ελεύθερα, με τη δική του εκφραστική δύναμη και φαντασία. Και τούτο γιατί ο Μπάιρον είχε αηδιάσει από τα μαθητικά του χρόνια να μαθαίνει λέξη προς λέξη  τους στίχους των ποιητών, ακόμη περισσότερο τα χωρία των συγγραφέων. Και αυτό δεν είναι κάτι που το υποθέτουμε× το αναφέρει ο ίδιος στον Childe Harold :

                                                ………….. I abhorr’d

                       Too much, to conquer for the poet’s sake,

                      The drill’d dull lesson, forced down word by word

                     In my repugnant youth….   ( IV, LXXV ).

 

    Έχοντας τώρα υπόψη μας το απόσπασμα αυτό του ‘’ Βίου του Νικία,’’ μπορούμε να κάνουμε τη σύγκριση και να δούμε αυτό το περιστατικό που αναφέρεται εκεί, πόσο, ελεύθερα και πρωτότυπα, το αφηγείται ο Μπάιρον, ενσωματώνοτάς το μέσα στο ποιητικό του κείμενο. Το παραθέτω σε  δική μου έμμετρη απόδοση για την περίπτωση:

                   Τον πόλεμο σαν έχασαν εκεί στις Συρακούσες

                  Και σε ζυγό υπέκυψαν βαρύ οι Αθηναίοι,

                 Τη λευτεριά τούς έδωσε η Αττική τους Μούσα,

                Που η φωνή της ήτανε εκεί τα μόνα λύτρα.   

               Δέστε ! Καθώς το χορικό ακούγεται, το άρμα

               Του σαστισμένου νικητή άξαφνα σταματάει,

              Τα γκέμια από τα χέρια του – και το σπαθί απ’ τη ζώνη

              Πέφτουν κι αυτός του αιχμάλωτου του λύνει τα δεσμά του

              Κι ευθύς του λέει να ευχαριστεί τον ποιητή που τώρα

             Τη λευτεριά τού χάρισαν οι μουσικοί του στίχοι.

 Αυτό που ενδιαφέρει εδώ τον Άγγλο ποιητή να τονίσει είναι η στιγμή της απελευθέρωσης, η στιγμή δηλαδή κατά την οποία ο αφέντης του Αθηναίου αιχμάλωτου, συγκινημένος βαθιά από το ωραίο χορικό του Ευριπίδη που τον ακούει να τραγουδάει, του βγάζει τις αλυσίδες και του χαρίζει τη ελευθερία  του.  Και ακόμα κάτι: πριν τον αφήσει να φύγει, του υπενθυμίζει να ευχαριστήσει τον συμπατριώτη του ποιητή για την ελευθερία που του δόθηκε χάρη στην ποίησή του. Μολονότι, λοιπόν, είναι εδώ φανερό ότι ο Μπάιρον έχει στο μυαλό του το χωρίο του Πλούταρχου, που περέθεσα πιο πάνω, όχι μόνο η διατύπωση είναι διαφορετική, αλλά και ο τρόπος που αφηγείται αυτό το γεγονός. Πράγματι, στον Πλούταρχο το γεγονός αναφέρεται, όταν οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι βρίσκονται πια στην πατρίδα τους και εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους προς τον συμπατριώτη τους ποιητή, είτε γιατί τα χορικά του τους χάρισαν την ελευθερία τους, είτε γιατί τους έδιναν τροφή και νερό επειδή τα τραγουδούσαν. Επομένως, η αφήγηση του γεγονότος γίνεται σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, όταν δηλαδή το γεγονός είναι παρελθόν και οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι είναι στην πατρίδα τους και μακριά από τη Σικελία.

    Στην αφήγηση του Μπάιρον ο τόπος του γεγονότος είναι η Σικελία και ο χρόνος το παρόν. Επίσης από τις δυο περιπτώσεις που αναφέρονται στο χωρίο του Πλούταρχου  σχετικά με το ευεργετικό αποτέλεσμα που είχε η ποίηση του Ευριπίδη για τους Αθηναίους αιχμαλώτους, ο Μπάιρον κάνει λόγο μόνο για εκείνη που τον ενδιαφέρεί, δηλαδή την πρώτη. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι στους βυρωνικούς στίχους που, ενώ λέγεται, δεν γίνεται εκείνη τη στιγμή. Πράγματι, η ευγνωμοσύνη που πρέπει να εκφράσει ο Αθηναίος αιχμάλωτος στον συμπατριώτη του ποητή για την απελευθέρωσή του είναι μια πράξη, που, ενώ αναφέρεται, θα γίνει σε μελλοντικό χρόνο, όταν δηλαδή αυτός γυρίσει στην πατρίδα του. Μάλιστα η χρονική αυτή αντίθεση δεν επιτρέπει στον ποιητή να αφηγηθεί κι αυτό το γεγονός  σε παρόντα χρόνο. Κι όμως αυτό το γεγονός είναι κάτι που ο Μπάιρον δεν ήθελε να παραλείψει, γιατί τονίζει ακόμα περισσότερο αυτό που θέλει να εκφράσει σ’ αυτή τη στροφή: την τεράστια δύναμη που  κρύβει ο έμμετρος λόγος, όταν αγγίξει την ανθρώπινη ψυχή, μια δύναμη που άλλους λυτρώνει και άλλους εξευγενίζει και μεταμορφώνει, όπως εδώ. Για να μην το παραλείψει τελείως, φαντάζεται τον ελευθερωτή του Αθηναίου αιχμάλωτου να του υπενθυμίζει ή πιο σωστά να του επιβάλλει ( γιατί το ρήμα bid που χρησιμοποιεί ο ποιητής έχει και την έννοια του διατάζω ) την ευγνωμοσύνη που οφείλει στον μεγάλο ποιητή της πατρίδας του.  Κλείνοντας   ο Αγγλος ποιητής, με αυτό τον τρόπο, αυτή την ωραία στροφή, είναι βέβαιος πως ο πληροφορημένος αναγνώστης του θα θυμηθεί το σχετικό χωρίο του Πλούταρχου και θα καταλάβει πως ο Αθηναίος αιχμάλωτος που αναφέρεται  στους στίχους του δεν δείχτηκε αγνώμων προς τον συμπατριώτη του ποιητή. 

                                                               *

  Ας έλθουμε τώρα στον άλλο μεγάλο ρομαντικό που ανήκει στη γαλλική λογοτεχνία. Ο FRANÇOIS  RENÉ DE CHATEAUBRIAND  (1768-1848) δεν ήταν μόνο σύγχρονος του λόρδου Μπάιρον, ήταν, μπορεί να πει κανείς, και η απαρχή του γαλλικού ρομαντισμού. Στα Πέραν του τάφου απομνημονεύματα διατείνεται ότι ο Μπάιρον επισκέφτηκε μετά απ’ αυτόν τα ερείπια της σκλαβωμένης Ελλάδας και περιλαμβάνει στον Childe Harold εξωραϊσμένες περιγραφές από το Οδοιπορικό του. Επίσης τον κατηγορεί ότι, ενώ στα έργα του αναφέρει όλους τους σύγχρονους συγγραφείς της Γαλλίας, αυτόν τον αγνοεί τελείως. Δεν είναι, βέβαια, το θέμα μας εδώ να δείξουμε αν ο Σατωβριάνδος έχει δίκιο ή όχι. Ωστόσο, ό,τι ειπώθηκε εδώ τώρα σκοπό έχει να δείξει στον αναγνώστη ποια ήταν η σχέση ανάμεσα στις δυο αυτές μεγάλες μορφές του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, μιας και δυο αποσπάσματα από τα έργα τους αποτελούν το θέμα αυτού του κειμένου.

 

  Ένα από τα πιο ωραία αποσπάσματα που υπάρχουν στις σελίδες των Απομνημονευμάτων πέραν του τάφου ( Mémoires dOutreTombe ) είναι αυτό που οι πιο πολλοί γνωρίζουν με τον τίτλο « Αποχαιρετισμός στη νιότη». Το παραθέτω εδώ σε μια μετάφραση, όπου προσπάθησα να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πρωτότυπο. « Η νιότη είναι κάτι γοητευτικό. Ξεκινάει στην αρχή της ζωής, στεφανωμένη με λουλούδια, όπως ο αθηναϊκός στόλος για να πάει να κατακτήσει τη Σικελία και τις υπέροχες εξοχές της Έννας. Ο ιερέας του Ποσειδώνα λέει μεγαλόφωνα την προσευχή του. Οι σπονδές γίνονται με χρυσές κούπες. Το πλήθος του κόσμου, που πλημμυρίζει την ακροθαλασσιά, ενώνει τις επικλήσεις του με εκείνη του πηδαλιούχου: ψέλνουν τον παιάνα, ενώ το πανί στα πλοία ξεδιπλώνεται στις πρώτες αχτίνες του ήλιου και στην αύρα της αυγής. Ο Αλκιβιάδης, ντυμένος με πορφύρα και όμορφος σαν τον Έρωτα, ξεχωρίζει στις τριήρεις, περήφανος για τα εφτά άρματα που έριξε νικηφόρα στο στάδιο της Ολυμπίας. Μόλις όμως πέρασαν το νησί του Αλκίνοου, η αυταπάτη εξαφανίζεται: ο Αλκιβιάδης εξόριστος θα γεράσει μακριά από την πατρίδα του και θα πεθάνει κατατρυπημένος από τα βέλη στην αγκαλιά της Τιμάνδρας. Οι σύντροφοι των πρώτων του ελπίδων, σκλάβοι στις Συρακούσες, δεν έχουν για να ελαφρώσουν το βάρος από τις αλυσίδες τους παρά λίγους στίχους του Ευριπίδη ».

  Στο όμορφο και φημισμένο αυτό απόσπασμα, όπου η νιότη του ανθρώπου παραλληλίζεται με το ξεκίνημα του αθηναϊκού στόλου για την κατάκτηση της Σικελίας, ο Σατωβριάνδος, του οποίου η σκέψη τρέχει στα γεγονότα εκείνης της εποχής, θυμάται ξαφνικά στο τέλος του αποσπάσματος το περίφημο χωρίο του Πλούταρχου. Και το θυμάται, αν προσέξει κανείς, όχι για τον ίδιο σκοπό που το έγραψε ο Πλούταρχος ή το θυμήθηκε ο Μπάιρον, αλλά για κάτι τελείως διαφορετικό. Πράγματι, στο γαλλικό απόσπασμα, ο Σατωβριάνδος  θέλει να εκφράσει όχι μόνο την αποτυχία της αθηναϊκής εκστρατείας, αλλά και το άσχημο τέλος που είχε η ζωή του Αλκιβιάδη και των άλλων Αθηναίων, που ήταν φίλοι του και είχαν συμμετοχή σε αυτή την πολεμική επιχείρηση. Επομένως το κλίμα εδώ είναι τελείως διαφορετικό από εκείνο που βρίσκουμε στο χωρίο του Πλούταρχου και τους στίχους του Μπάιρον. Καμία λύτρωση, καμία ελπίδα σωτηρίας δεν υπάρχει εδώ. Όλα είναι μαύρα και θλιβερά. Γι’ αυτό και ο Σατωβριάνδος, όταν η μνήμη του πάει στο χωρίο του Πλούταρχου, επιλέγει από αυτό ό,τι του χρειάζεται. Το υπόλοιπο το παραλείπει, ή πιο σωστά το αποσιωπά. Και αυτό που επιλέγει είναι κάτι που δεν λέγεται ξεκάθαρα στο χωρίο του Πλούταρχου ή στους στίχους του Μπάιρον. Πράγματι, το γιατί τραγουδούσαν οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι τα χορικά του Ευριπίδη δεν μας το λέει ούτε ο ιστορικός της Χαιρώνειας ούτε και ο ποιητής του Δον Ζουάν. Και στις δυο περιπτώσεις όμως το καταλαβαίνει κανείς τόσο εύκολα, ώστε να μη χρειάζεται καμία εξήγηση. Και έτσι είναι, γιατί είναι προφανές ότι οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι δεν τραγουδούσαν τα χορικά του μεγάλου αυτού τραγικού ποιητή παρά για να αντέξουν ψυχικά τα δεσμά της δουλείας ή όπως λέει ο Σατωβριάνδος, « για να ελαφρώσουν το βάρος από τις αλυσίδες τους».

   Ύστερα από όσα ειπώθηκαν εδώ, διαπιεστώνεται ότι  αυτές οι δυο μεγάλες μορφές του ευρωπαϊκού  ρομαντισμού, αν και αναφέρονται στο ίδιο χωρίο του Πλούταρχου, το χρησιμοποιούν όχι  μόνο με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, αλλά και για διαφορετικό σκοπό. Και αυτό το φαινόμενο δεν είναι, νομίζω, τόσο συνηθισμένο, όταν χωρία Ελλήνων ή Λατίνων συγγραφέων αναφέρονται από άλλους μεταγεμέστερους συγγραφείς.

 

                   

              

              

            

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.