You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΟΝ ΙΒΑΝΟΗ ΤΟΥ WALTER SCOTT

Φάνης Κωστόπουλος: ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΟΝ ΙΒΑΝΟΗ ΤΟΥ WALTER SCOTT

   Στα παιδικά μου χρόνια, κάθε Κυριακή πρωί, ήθελα δεν ήθελα, μ’ έντυνε η μάνα μου με τα καλά μου ρούχα και μ’ έστελνε στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών για τη Θεία Λειτουργία. Και εγώ, διαόλου εγγόνι εκείνα τα χρόνια, σαν έμπαινα στην εκκλησία, τη μεγάλη και πάντα ημιτελή, και άναβα κερί, δεν ασπαζόμουν άλλη εικόνα από του Αϊ- Γιώργη και του Αϊ – Δημήτρη, που ήταν έφιπποι και κονταρομάχοι σαν τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης. Τους έβλεπα και τους φανταζόμουν πιο πολύ αγωνιστές στο κονταροχτύπημα, τη «γκιόστρα», όπως το έλεγαν τότε, στα χρόνια της ιπποσύνης, παρά μεγαλομάρτυρες του επί αιώνες υπό διωγμόν  Χριστιανισμού. Ήταν φανερό λοιπόν ότι, παρά την τρυφερή μου ηλικία, το κατηχητικό και τα θρησκευτικά του σχολείου,  άλλους θεούς προσκύναγα τότε… Κάμποσα χρόνια αργότερα, που σπούδαζα στο εξωτερικό την ιστορία και τη λογοτεχνία της γηραιάς Αλβιώνος, αξέχαστες και νοσταλγικές μού έμειναν οι ώρες  που έζησα στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη σκυμμένος στο έμμετρο αριστούργημα που έγραψε ο Τένισον για το Κάμελοτ, τον βασιλιά Αρθούρο και τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης. Αν σήκωνα το κεφάλι εκείνες τις στιγμές και κοίταζα σε έναν καθρέφτη, να είστε βέβαιοι ότι θα έβλεπα τον εαυτό μου παιδί. Οι στίχοι του Τένισον, θα έλεγε κανείς, λειτουργούσαν εκείνες τις στιγμές σαν τη madeleine του Μαρσέλ Προυστ. Όσο για τους στίχους που μου άρεσαν πολύ, τους ανάσταινα στη δική μας γλώσσα, για να μπορεί να τους χαρεί και ο άλλος μου εαυτός, εκείνο το αλάνι της Αθήνας που ήμουν κάποτε. Έλεγε λοιπόν ο Τένισον σε έμμετρο αγγλικό λόγο και εγώ μετάφραζα, για χάρη εκείνου του παιδιού, σε έμμετρο λόγο ελληνικό:

                            Ήμουν ο πρώτος βασιλιάς που ένωσε τους ιππότες

                           — που πλάνητες γυρίζανε σε τούτο το βασίλειο,

                           καθώς και σε βασίλεια που ‘γινα η κεφαλή τους —

                          σε τίμιο τάγμα ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης,

                          μια κοινωνία ένδοξη, παλικαριάς λουλούδι,

                          για να ‘χει ένα πρότυπο ο κραταιός ο κόσμος

                          και να ‘ναι η καλή αρχή μιας εποχής καινούργιας.

                                                                   *   

    Τα θυμήθηκα όλα αυτά, όταν ένα όμορφο καλοκαιρινό πρωινό ξύπνησα με τη νοσταλγική διάθεση να ξαναδιαβάσω τον Ιβανόη του Σκοτ, ένα βιβλίο που στάθηκε το ευαγγέλιο της παιδικής μου ζωής. Καθώς προχωρούσα το διάβασμα, όλο και περισσότερο βεβαιωνόμουν ότι ο Σκοτ έχοντας στη σκέψη του τα έπη του  Ομήρου και  κυρίως την Οδύσσεια, όπως ο Σοφοκλής στις τραγωδίες του, βοηθούσε με αυτά  τη φαντασία του. Πρέπει ακόμη να πω ότι στο μυθιστόρημα αυτό γίνεται λόγος και για τον Robin Hood, πιο γνωστό σε μας ως Ρομπέν των Δασών. Και αυτό γιατί μαζί με τον Ριχάρδο, στην τρίτη σταυροφορία ( 1189-1191), δεν έφυγε μόνο ο Ιβανόης αλλά και ο Ρομπέν του Λόξλυ. Το μυθιστόρημα του Σκοτ αρχίζει όπως περίπου τελειώνει η Οδύσσεια του Ομήρου. Και στα δύο έργα έχουμε την επιστροφή του πολεμιστή  στο σπίτι του. Από την Τροία ο ένας,  από τους Αγίους Τόπους ο άλλος. Οι συνθήκες όμως εκεί είναι τέτοιες,  που και οι δύο, Οδυσσέας και Ιβανόης, πρέπει να παρουσιαστούν μεταμφιεσμένοι και να φιλοξενηθούν ως ξένοι. Ο Οδυσσέας έχει ν’ αντιμετωπίσει τους μνηστήρες που σπαταλούν, με φαγοπότια ,το βιος του και πιέζουν την Πηνελόπη να διαλέξει έναν απ’ αυτούς για σύζυγο. Ο Ιβανόης, από την άλλη πλευρά, δεν  είναι δεκτός στο σπίτι του, γιατί ο πατέρας του, ο Σέντρικ του Ρόδεργουντ, που έχει τον σαξονικό τίτλο του ‘’θάνη’’ ( κάτι ανάλογο με τον τίτλο του κόμητος), τον έχει αποκηρύξει επειδή τον παράκουσε και ακολούθησε τον Ριχάρδο στους Αγίους Τόπους. Στο τέλος του τρίτου κεφαλαίου ο Σέντρικ, ο Σάξονας, όπως είναι γνωστός στην περιοχή του, επιβεβαιώνει αυτό που είπα για τον Ιβανόη πιο πάνω: « Ο γιος που με παράκουσε δεν είναι πια δικός μου. Δε θα νοιαστώ γι’ αυτόν παραπάνω απ’ ό,τι νοιάζομαι για τα εκατομμύρια των άλλων που έραψαν το σταυρό στον ώμο τους και ρίχτηκαν στις ακρότητες και στις αιματοχυσίες, λέγοντας πως κάνουν το θέλημα του Θεού». Για να καταλάβει όμως ο αναγνώστης καλύτερα το νόημα των λόγων του Σέντρικ, χρειάζεται και λίγη αγγλική ιστορία.

   Μετά την κατάκτηση της Αγγλίας το 1066 από τον δούκα της Νορμανδίας, που πήρε στην ιστορία την προσωνυμία Γουλιέλμος ο Κατακτητής, το αίμα των ηττημένων Σαξόνων με το αίμα των κατακτητών Νορμανδών δεν είχε ακόμη αναμειχθεί για να προκύψει ο σημερινός λαός των Άγγλων, και υπήρχε αβυσσαλέο μίσος μεταξύ τους. Ο Γουλιέλμος, με το δικαίωμα του κατακτητή, βασίλεψε ως το 1087 ως Γουλιέλμος Α΄. Ο γιός του όμως Ερρίκος Α΄, που ήταν παππούς του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, παντρεύτηκε με την Έντιθ – Ματθίλδη, απόγονο όγδοης γενεάς του Αλφρέδου του Μεγάλου και ένωσε έτσι τον οίκο της Νορμανδίας με τη δυναστεία των παλαιών Σαξόνων βασιλιάδων. Παρ’ όλα αυτά, το μίσος ανάμεσα στους Σάξονες και τους Νορμανδούς δεν είχε ακόμη σβήσει στην εποχή   του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και του Ιωάννη του Ακτήμονα, κατά την οποία  εκτυλίσσεται η υπόθεση του ιπποτικού αυτού μυθιστορήματος. Αυτό ακριβώς το μίσος έκανε τον Σέντρικ τον Σάξονα ν’ αποκηρύξει τον γιο του, που πίστευε στην ένωση των δύο λαών και ήταν αγαπητός στον πολεμοχαρή βασιλιά Ριχάρδο για το θάρρος του, την αφοσίωσή  του και την δεξιοσύνη του στην κονταρομαχία. Αυτές οι αρετές του έκαναν το γιο του Ερρίκου Β΄ και διάδοχό του στον αγγλικό θρόνο να του παραχωρήσει το τιμάριο του Ιβανόη, το οποίο ο πρίγκιπας Ιωάννης, που πήρε τη διακυβέρνηση του κράτους για όσο καιρό θα έλειπε ο αδελφός του  στους Αγίους Τόπους, παραχώρησε αυθαίρετα   στον έμπιστό του  ευγενή Ρέτζιναλντ Φρον –ντε–Μπεφ, για να ενισχύσει τη δύναμή του στους ευγενείς Νορμανδούς που αρνήθηκαν να πάνε στη Σταυροφορία. Έτσι ο Ιβανόης, επιστρέφοντας στην Αγγλία, δεν αντιμετώπιζε μόνο την αποκήρυξη του πατέρα του, έπρεπε να πάρει πίσω και αυτό που του ανήκε νόμιμα, το τιμάριο του Ιβανόη, όπως ο Οδυσσέας επιστρέφοντας τον βασιλικό του θρόνο…

    Γυρίζουμε πάλι στους δυο πολεμιστές: Ο πιο πιστός από τους δούλους στο παλάτι του Οδυσσέα ήταν, όπως είναι γνωστό, ο Εύμαιος ο χοιροβοσκός. Γι’ αυτό, μόλις φτάνει στην Ιθάκη ο γιος του Λαέρτη, η κόρη του Δία που τον προστατεύει του λέει:

                     Και πρώτα το χοιροβοσκό να τρέξεις ν’ανταμώσεις,

                    που στα θρεφτάρια του επιστατεί και σε πονεί η καρδιά του ( ν,418 -419 ).

Το ίδιο βλέπουμε και στο βιβλίο του Σκοτ: ο πιο πιστός από τους δούλους στο αρχοντικό του Σέντρικ του Σάξονα είναι ο Γκερθ, που βόσκει το κοπάδι με τους χοίρους και αγαπάει σαν παιδί του τον Γουίλφρεντ, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Ιβανόη. Μόνο σ’ αυτόν έχει εμπιστοσύνη και αποκαλύπτεται ο Ιβανόης,  που έχει μεταμφιεστεί σε προσκυνητή των Αγίων Τόπων. Είναι τόσο ζωντανός ο ομηρικός Εύμαιος στη σκέψη του Σκοτ, ώστε στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο του βιβλίου διαβάζουμε: « Ο Γουάμπα ( φίλος του Γκερθ και γελωτοποιός στο αρχοντικό του Σέντρικ ) έδειχνε να πείθεται από τα λόγια του συντρόφου του κι ακολούθησε το χοιροβοσκό, που είχε μαζέψει από χάμω τη μαγκούρα του κι είχε κιόλας ξεκινήσει σαν δεύτερος Εύμαιος, με μεγάλες δρασκελιές, σαλαγώντας βιαστικά, με τη βοήθεια του (σκύλου του) Δοντάρα, το κακόφωνο κοπάδι του». Όπως στην Οδύσσεια θίγεται το θέμα της φιλοξενίας και γίνεται λόγος για τον ξένιο Δία ( « Γιατί σταλτοί απ’ το Δία είναι όλοι οι ξένοι και οι φτωχοί»,ξ, 59-60 ), έτσι και στο βιβλίο του Σκοτ βρίσκουμε τον ξένιο Δία με χριστιανικό όνομα: « Κι έτσι, ευχαριστώντας τον Άγιο Ιουλιανό, προστάτη των ταξιδευτών, ο ιππότης πήδηξε απ’ το άλογό του και χτύπησε την πόρτα του ερημητηρίου με την αναστροφή της λόγχης του, για να του ανοίξουν». Δεν πρέπει επίσης να νομίζει κανείς ότι φεύγοντας ο Ιβανόης για τους Αγίους Τόπους δεν άφησε πίσω του μια Πηνελόπη. Η λαίδη Ροβένα, Σαξόνισσα με ασυνήθιστη ομορφιά, μεγάλη περιουσία και καταγωγή που κρατούσε από τον βασιλιά Αλφρέδο, έμενε στο αρχοντικό του Σέντρικ και ήταν υπό την προστασία του. Ο Σέντρικ —που ο φλογερός πατριωτισμός του τον έκανε να ονειρεύεται την  ανατροπή τού νορμανδικού καθεστώτος και την επικράτηση των Σαξόνων — ήθελε να δέσει με τα δεσμά του γάμου δυο από τους πιο μεγάλους σαξονικούς οίκους, της λαίδης Ροβένα και του Σάξονα ευγενούς Αθελστέιν και να ενώσει, με αυτό τον τρόπο, τους Σάξονες. Εμπόδιο όμως στα σχέδια του Σέντρικ ήταν ο έρωτας που είχε φουντώσει ανάμεσα στον Ιβανόη  και την προστατευόμενή του και που στάθηκε ένας ακόμη σοβαρός λόγος για την αποκήρυξη του γιου του. Εκτός από τον Αθελστέιν, υπολογίσιμος μνηστήρας για τη λαίδη Ροβένα ήταν και ο Νορμανδός ευγενής Ντε Μπρασύ, τον οποίο ο πρίγκιπας Ιωάννης ήθελε να παντρέψει με αυτή την πλούσια Σαξόνισσα.  Μια από τις ωραιότερες στιγμές στο ομηρικό έπος έχουμε στη ραψωδία τ , όπου η Πηνελόπη καλεί τον ξένο (Οδυσσέα) να τον ρωτήσει για τον άνδρα της:

                                         Φέρε, Ευρυνόμη, ένα σκαμνί με μια προβιά στρωμένο,

                                         να κάτσει ο ξένος να μου πει αυτά που θα ρωτήσω  ( 97-98 ).

Την ωραία αυτή στιγμή επαναλαμβάνει πιστά ο Σκοτ στο βιβλίο του με τους δικούς του ήρωες: « Ήταν η καμαριέρα της Ροβένα, η οποία λέγοντάς του με πολύ ύφος πως η κυρά της επιθυμούσε να του μιλήσει,  πήρε τον πυρσό από το χέρι του υπηρέτη, του είπε να περιμένει εκεί κι έκανε νόημα  στον  προσκυνητή (Ιβανόη) να την ακολουθήσει» (κεφ. VI ). Τόσο η μία όσο και η άλλη έχουν μπροστά τους τον άνδρα που αγαπούν και περιμένουν να γυρίσει από τον πόλεμο∙ κι ωστόσο δεν το ξέρουν.   Τραγική ειρωνεία θα έλεγαν οι φιλόλογοι.

      Ο Σκοτ δεν ξέχασε να βάλει στο βιβλίο του ούτε τον Άργο, το αγαπημένο σκυλί του Οδυσσέα, που σε βαθιά γερατειά είδε το αφεντικό του να επιστρέφει  από την Τροία :

                                      Και τότε όπως μυρίστηκε κοντά του το Δυσσέα,

                                      Κούνησε  λίγο  την ουρά, κατέβασε τ’ αυτιά του,

                                     Όμως δεν είχε ανάκαρα να τρέξει πια κοντά του( ρ, 303 -305 ).

Ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω ο Δοντάρας, το τσοπανόσκυλο που βοηθούσε τον Γκερθ τον χοιροβοσκό να μαζέψει το κοπάδι. Υπήρχε όμως και ένα γέρικο, σαν τον Άργο, σκυλί ο Μπόλντερ, με το οποίο παιδί ο Ιβανόης μεγάλωσε μαζί του στο κάστρο του πατέρα του. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου λέει ο Σκοτ : « Ένα γέρικο λυκόσκυλο μονάχα, με το θάρρος του παλιού ευνοούμενου, είχε ξαπλώσει δίπλα στο θρόνο του Σέντρικ και κάθε τόσο ακουμπούσε το μεγάλο τριχωτό κεφάλι του στο γόνατό του ή του έσπρωχνε με το μουσούδι του το χέρι, για να του τραβήξει την προσοχή». Άλλο σημείο σημαντικό στο έπος του Ομήρου είναι η στιγμή που η Πηνελόπη, με δική της πρωτοβουλία, αποφασίζει αγώνα τοξοβολίας και βάζει τον εαυτό της έπαθλο του νικητή:

                                  Φτάνει η καταραμένη αυγή που μέλλω απ’ του Δυσσέα

                                 το σπίτι ν’ αποχωριστώ. Κι εδώ έναν αγώνα τώρα

                                 θα βάλω, αυτά τα δώδεκα τσεκούρια που κι εκείνος

                                 στο σπίτι τα ‘σταινε σειρά, σαν καραβιού φαλάγγια,

                                 κι όλα, απ’ αλάργα ρίχνοντας σαΪτα, τα περνούσε.

                                 Τέτοιον αγώνα μελετώ να βάλω στους μνηστήρες.

                                 Κι εκείνον που ευκολότερα τεντώσει το δοξάρι,

                                και τη σαϊτα ανάμεσα περάσει απ’ τα τσεκούρια,

                               θ’ ακολουθήσω, αφήνοντας το νυφικό μου σπίτι (τ, 571-579).

Ο Σκοτ, που θαύμασε πολύ αυτή τη γενναία απόφαση της Πηνελόπης, δεν ήθελε να λείπει κάτι ανάλογο απ’ τη δική του ηρωίδα :  Ο Ναϊτης ιππότης Μπράιαν ντε Μπουά – Γκιλμπέρ, που είχε ηττηθεί σε τουρνουά από τον Ιβανόη στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, υποστήριζε, μέσα στο κάστρο του Σέντρικ που ήταν φιλοξενούμενος, ότι ο Ιβανόης, όταν γυρίσει στην Αγγλία, δεν θα τολμήσει να δεχτεί την πρόκλησή του, όπως εκείνος δέχτηκε τη δική του  στην Παλαιστίνη. Ο προσκυνητής (Ιβανόης), που ήταν επίσης παρών ως φιλοξενούμενος στο κάστρο, του λέει πως, όταν ο Ιππότης του Ιβανόη επιστρέψει στην Αγγλία, θα απαντήσει στην πρόκλησή του. Ο Ναϊτης ιππότης όμως διαφωνεί και βάζουν τότε στοίχημα. Εκείνος τη χρυσή αλυσίδα που έχει στο λαιμό του και ο Προσκυνητής μια λειψανοθήκη από τους Αγίους Τόπους. Ο ΝαΪτης όμως δεν αρκείται στο στοίχημα και  προσθέτει αυτά τα προσβλητικά λόγια για τον Ιβανόη: « Κι αν δε δεχτεί την πρόσκλησή μου, θα τον φωνάξω δειλό σ’ όλες τις αυλές της Ευρώπης».  Η λαίδη Ροβένα, που καθόταν δίπλα στον πυργοδεσπότη Σέντρικ, δεν άντεξε την προσβολή του Μπράιαν ντε Μπουά – Γκιλμπερ  και σηκώθηκε από τη θέση της, δίνοντας αυτή την απάντηση στον Ναϊτη: « Αφού δε μιλάει κανείς άλλος εδώ μέσα, ας υψωθεί η δική μου φωνή για λογαριασμό του απόντος Ιβανόη. Βεβαιώνω πως θα δεχτεί κάθε έντιμη πρόκληση. Κι αν μπορεί να προστεθεί κάτι στην ανυπολόγιστη αξία αυτού που έταξε ο άγιος προσκυνητής, παίζω εγώ κι όνομα και τιμή στοιχηματίζοντας πως ο Ιβανόης θ’ αντιμετωπίσει τούτο τον περήφανο ιππότη όπως αυτός το επιθυμεί».  Βλέπουμε λοιπόν εδώ ότι ,όπως η Πηνελόπη έβαλε τον εαυτό της ως έπαθλο του νικητή της τοξοβολίας, έτσι και η λαίδη Ροβένα: δεν  βάζει στο στοίχημα με τον Ναϊτη ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας,  αλλά τον ίδιο τον εαυτό της , «το όνομά της και την τιμή της», όπως είπε η ίδια.

    Υπάρχει και στο βιβλίο του Σκοτ  η Καλυψώ, η θεά που ερωτεύεται τον Οδυσσέα και θέλει να τον κρατήσει για πάντα κοντά της προσφέροντάς του την αθανασία. Η Καλυψώ εδώ δεν είναι βέβαια θεά∙ είναι μια πανέμορφη γυναίκα που κάθε άντρας θα ήθελε να την έχει ταίρι του. Είναι ακόμη μια γιάτρισσα και για πολλούς μια μάγισσα, γιατί είναι Εβραία και ακούει στο όνομα Ρεββέκα. Είναι, για την ακρίβεια, η κόρη  ενός πλούσιου Εβραίου, του Ισαάκ της Υόρκης. Αν η Καλυψώ είναι θεά και ο Οδυσσέας θνητός, η διαφορετικότητα αυτή εδώ τονίζεται με τη θρησκεία: εκείνη είναι Ιουδαία κι ο Ιβανόης χριστιανός. Εκείνη την εποχή μάλιστα η θρησκεία είναι πανίσχυρη, σαν την απόφαση του Δία να γυρίσει ο Οδυσσέας στην Ιθάκη ανάμεσα στην Καλυψώ και τον γιο του Λαέρτη. Όπως η Καλυψώ έσωσε τον Οδυσσέα:

                                                  ……….. Όμως εγώ τον  έσωσα, όταν έρμος

                                                  σε μια καρίνα ερχόντανε καβάλα καθισμένος ( ε, 134- 135 ),

έτσι και η Ρεββέκα έσωσε με τα γιατρικά της τον νικητή του πριγκιπικού τουρνουά Ιβανόη που ήταν βαριά πληγωμένος. Αν και ένιωσε μέσα της το βέλος του έρωτα, το θρησκευτικό της συναίσθημα και ο αντισημιτισμός που κυριαρχούσε τότε στους πιστούς χριστιανούς δεν της επέτρεπαν να ελπίζει καμία ανταπόκριση από τον Ιβανόη, που έμενε πιστός στη λαίδη Ροβένα, όπως ο Οδυσσέας στην Πηνελόπη, και ήταν, όπως λέει ο Σκοτ, «ένας καλός καθολικός». Υπέκυψε λοιπόν  και αυτή στη θέληση του δικού της θεού, όπως και η Καλυψώ στη θέληση του Δία. Ας δούμε τώρα πώς αρχίζει το κεφάλαιο XXIX στο βιβλίο του Σκοτ, όπου επιβεβαιώνονται όσα είπα πιο πάνω: « Αιχμάλωτη πια των Νορμανδών, η Ρεββέκα βρέθηκε ξανά στο πλευρό του Ιβανόη, όπου την είχε στείλει η Ούλρικα. Και τα ‘χασε κι η ίδια με τη χαρά που ένιωσε, κι ας ήταν όλα γύρω τους τρόμος κι απελπισία. Πιάνοντας τον σφυγμό του και ρωτώντας τον για την υγεία του, μαρτυρούσε με τη γλύκα της φωνής και του αγγίγματός της ένα ενδιαφέρον πολύ πιο βαθύ από εκείνο που ομολογούσε στον ίδιο της τον εαυτό. Η ψυχρή φωνή του Ιβανόη όμως την έκανε να συνέλθει, ξαναφέροντάς τη στην πραγματικότητα και θυμίζοντάς της πως δεν μπορούσε να περιμένει ανταπόκριση στα αισθήματά της. Αναστέναξε και ρώτησε ξανά τον Ιβανόη πώς ήταν».

    Όπως δείχνουν τα πράγματα, ο Σκότ δεν είχε στη σκέψη του μόνο την Οδύσσεια , αλλά και την Ιλιάδα. Στο ίδιο κεφάλαιο που ανάφερα πριν, ο Ιβανόης και η όμορφη Εβραιοπούλα είναι αιχμάλωτοι στο κάστρο του Φρον ντε Μπεφ και ξαφνικά έφτασε στ’ αφτιά τους  θόρυβος από πολεμικές προετοιμασίες που μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Οι φωνές των ιπποτών ακούγονταν να ενθαρρύνουν τους  άνδρες τους και να τους δίνουν οδηγίες. Ο Ιβανόης, που κατάλαβε ότι στρατός προσπαθούσε να καταλάβει το κάστρο, ήθελε να συρθεί ως το παράθυρο του δωματίου και να κοιτάξει έξω. Η Ρεββέκα όμως, η γιάτρισσα, δεν τον άφησε να μετακινηθεί και του είπε πως θα σταθεί αυτή στο παράθυρο και θα του αναφέρει όλα όσα συμβαίνουν έξω. Πήρε ένα παλιό σκουτάρι που βρέθηκε εκεί, το έστησε στο παράθυρο για να την προστατεύει από τα βέλη και άρχισε την περιγραφή της μάχης. Σε κάποια φάση της μάχης η Ρεββέκα λέει:

«- Στην άκρη  του δάσους υπάρχουν  πάρα πολλοί τοξότες, ενώ είναι λίγοι αυτοί που έχουν βγει απ’ τις σκιές του.

-Τι σημαία έχουν; ρώτησε ο Ιβανόης.

– Δεν βλέπω κανένα πολεμικό μπαϊράκι.

– Παράξενη καινοτομία και τούτη, μουρμούρισε ο ιππότης. Μήπως βλέπεις ποιος είναι ο αρχηγός τους;

– Ο πιο πιθανός είναι ένας ιππότης ντυμένος με μαύρη πανοπλία. Μόνο αυτός είναι βαριά οπλισμένος».

Ήταν, θα μάθουμε πιο κάτω, ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Αυτό το περιστατικό φέρνει στη μνήμη τη γνωστή «τειχοσκοπία» στη ραψωδία Γ , όπου ο Πρίαμος πάνω στα τείχη της Τροίας ζητάει από την Ελένη να του δώσει πληροφορίες για τους Αχαιούς που μάχονται με τους Τρώες έξω απ’ τα τείχη της πόλης του:

                          Πες μου τον άντρα το θεόρατο κει πέρα πώς τον λένε;

                           Ποιος να ‘ναι εκείνος ο αψηλόκορμος αρχοντικός Αργίτης;

                           Είναι άλλοι πιο αψηλοί, στο ανάστημα που τον περνούν, το βλέπω,

                           όμως τόσο όμορφο τα μάτια μου δεν έχουν δει ποτέ τους,

                           μηδέ και τόσο αλήθεια πέρφανο∙ ρηγάρχης πρέπει να ‘ναι. ( 166 – 170 ).

 Ο Αχαιός, για τον οποίο ρωτούσε ο Πρίαμος την Ελένη, ήταν ο Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, όπως πιο πάνω είδαμε πως ο ιππότης, για τον οποίο  ρωτούσε ο Ιβανόης τη Ρεββέκα, ήταν ο βασιλιάς Ριχάρδος.  Επίσης δεν του διέφυγαν την προσοχή ούτε οι μονομαχίες αρχηγών που παρεμβάλλει ο Όμηρος στις μάχες που περιγράφει στην Ιλιάδα, όπως για παράδειγμα του Μενέλαου και του Πάρη ή του Αχιλλέα και του Έκτορα. Στο 29ο κεφάλαιο του Ιβανόη ο Σκοτ περιγράφει, με το στόμα της Ρεββέκας, την επίθεση του στρατού των ανθρώπων του δάσους για να καταλάβουν το κάστρο του Φροντ – ντε – Μπεφ. Εκεί ξαφνικά η Ρεββέκα λέει: « Μεγάλοι προφήτες του Νόμου! Ο Φροντ- ντε- Μπεφ και ο Μαύρος Ιππότης (ο βασιλιάς Ριχάρδος) πολεμάνε στήθος με στήθος, κι οι σύντροφοί τους έχουν σταθεί και τους κοιτάνε φωνάζοντας».

      Σε γενικές γραμμές, θα έλεγα, η υπόθεση του Ιβανόη και της ομηρικής Οδύσσειας είναι περίπου ίδιες. Έχουμε και στα δύο έργα την επιστροφή του Οδυσσέα και του Ιβανόη στην πατρίδα τους. Στο παλάτι του ο πρώτος και στο κάστρο του πατέρα του ο δεύτερος έχουν ν’ αντιμετωπίσουν δυσμενείς συνθήκες.Αν υπάρχει μια βασική διαφορά στα δυο έργα είναι ότι το κύριος βάρος της αφήγησης στην Οδύσσεια πέφτει στο γεμάτο περιπέτειες ταξίδι της επιστροφής, ενώ στον Ιβανόη  όλη η αφήγηση στηρίζεται στην επιστροφή του ιππότη στην πατρίδα του  και στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει εκεί. Αυτός είναι και ο λόγος που, όπως είπα και στην αρχή του κειμένου, το μυθιστόρημα του Σκοτ αρχίζει όπως περίπου τελειώνει η Οδύσσεια του Ομήρου. Είναι, νομίζω, κάτι που δεν το έχουν προσέξει ως τώρα και είναι η πρώτη φορά που επισημαίνεται. Ίσως γιατί ο Ιβανόης του Σκοτ διαβάζεται, αν διαβάζεται σήμερα, μόνο από παιδιά.

                                                                                         

              ΣΗΜΕΙΩΣΗ
   Για τον Ιβανόη του Walter Scott χρησιμοποίησα την πολύ καλή μετάφραση του Γιάννη Σπανδωνή  στις εκδόσεις Πατάκη. Για την Οδύσσεια του Ομήρου τη μετάφραση του Ζ. Σιδέρη και για την Ιλιάδα   του  Ν. Καζαντζάκη και του Ι. Κακριδή.

 

                                                

    

                              

                     

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.