Ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία είχε καταλάβει καλά
πως το μυστικό για τα καλά γερατειά δεν είναι τίποτα περισσότερο
από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά.
( ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ )
Η Αρακατάκα, η ασήμαντη και ξεχασμένη κάποτε αυτή πόλη στις κολομβιανές ακτές της Καραϊβικής, είναι η γενέτειρα του μεγάλου συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ( συγγραφέα του κορυφαίου μυθιστορήματος του μαγικού ρεαλισμού Εκατό χρόνια μοναξιά ) και έχει αποθανατιστεί ως Μακόντο στο εμβληματικό αυτό βιβλίο του. Και αυτό γιατί τα Εκατό χρόνια μοναξιά δεν είναι δημιούργημα φαντασίας, αλλά λογοτεχνική μετάπλαση της ίδιας της ζωής του συγγραφέα και των συγγενικών προσώπων του. Στην Αρακατάκα, μετά το 1982, τη χρονιά που απονεμήθηκε στον Μάρκες το βραβείο Νόμπελ, οι ντόπιοι άρχισαν να γράφουν τραγούδια για τον συγγραφέα του Εκατό χρόνια μοναξιά και οι Κολομβιανοί να νιώθουν εξαιρετικά υπερήφανοι για τον πιο διάσημο εν ζωή συμπατριώτη τους. Στην Αρακατάκα, λένε αυτοί που την επισκέφτηκαν, σας υποδέχονται ένα σχολείο με την επιγραφή Καλώς ήλθατε στη χώρα του Νόμπελ και ένα γκαράζ με το όνομα Μακόντο, όνομα γνωστό σε αυτούς που έχουν διαβάσει τα Εκατό χρόνια μοναξιά. Όπως καταλαβαίνετε, η γενέτειρα του Μάρκες διατηρεί εκείνη τη μεθυστική και ανέμελη τρέλα – όχι ακριβώς κολομβιανή, αλλά κολομβιανή των ακτών της Καραϊβικής – τη μαγεία, θα έλεγα ακόμη, που καθιστά τα Εκατό χρόνια μοναξιά το opus maximum του μαγικού ρεαλισμού και της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας.
Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Μάρκες έχει μετατραπεί σε μουσείο, αλλά δεν έχει κάτι πολύ σημαντικό να δει κανείς, εκτός από μια κακότεχνη προτομή του συγγραφέα, που τον δείχνει μάλλον αλλήθωρο. Σε τούτο το σπίτι ο Γκάμπο, όπως τον φώναζαν φίλοι και γνωστοί, ήταν ο πρωτότοκος πολυμελούς οικογένειας και έζησε με τον παππού και τη γιαγιά μέχρι τα δέκα του χρόνια, ακούγοντας βιωματικές ιστορίες από τον παππού και παραμύθια με φαντάσματα και δεισιδαιμονίες από τη γιαγιά, που έθρεψαν τη φαντασία του μελλοντικού συγγραφέα. Στην Αρακατάκα, την πατρίδα του Μάρκες, χτυπάει ακόμη η αληθινή καρδιά της Κολομβίας. Όχι εκείνη των βαρόνων της κοκαḯνης, αλλά του Μακόντο, της μαγικής χώρας του Εκατό χρόνια μοναξιά. Ο Μάρκες , αν και έφυγε από τον τόπο του μικρό παιδί και πήγε στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο να σπουδάσει νομικά και έγινε τελικά δημοσιογράφος και συγγραφέας, αυτό δηλαδή που ήθελε και ήταν η κλίση του, δεν έχασε ποτέ την επαφή με τη γενέτειρά του. Στη γενέθλια πόλη του κυκλοφορούν σημαιάκια που μπορεί κανείς ν’ αγοράσει και να διαβάσει τούτα τα λόγια, που είπε για την ιδιαίτερη πατρίδα του ο Μάρκες: «Θεωρώ τον εαυτό μου Λατινοαμερικανό από οποιαδήποτε χώρα, δεν μπορώ όμως να μη νιώθω μια νοσταλγία για την πατρίδα μου, την Αρακατάκα, στην οποία επέστρεψα μια μέρα και ανακάλυψα ότι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη νοσταλγία βρίσκεται το πρωταρχικό υλικό του έργου μου».
Πολλοί είναι οι συγγραφείς που θέλησε η οικογένειά τους να σπουδάσουν τη νομική επιστήμη και που αυτοί σταμάτησαν τις σπουδές τους για ν’ ακολουθήσουν την κλίση τους, αδιαφορώντας για τη μεγάλη φτώχεια που θα ήταν εμπόδιο στο σκοπό τους. Πρόχειρο παράδειγμα μου έρχεται στη μνήμη ο Μπαλζάκ που, αν και αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα, οι στερήσεις δεν κατάφεραν να κάμψουν το πάθος του για το γράψιμο. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον Μάρκες και την οικογένειά του, η οποία, παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, ήθελε ο Γκάμπο, το πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, να γίνει δικηγόρος. Το οικογενειακό αυτό όνειρο δεν πραγματοποιήθηκε, όταν ο γιος αποφάσισε να σταματήσει τις σπουδές του και να κερδίζει τη ζωή του με τη δημοσιογραφία. Τον διάλογο που είχε ο Μάρκες με τη μητέρα του γι΄αυτό το θέμα δεν τον ξέχασε ποτέ, ούτε και τότε που άρχισε να γράφει τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του Ζω για να τη διηγούμαι (Vivir para contarla ), ένα υπέροχο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2002 και που αρχίζει με αυτή τη φράση: «Η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς, αλλά αυτή που θυμάται και όπως τη θυμάται για να τη διηγηθεί». Αυτή ακριβώς τη χρονιά που εκδόθηκε ο πρώτος τόμος της αυτοβιογραφίας του πέθανε και η μητέρα του. Ο Γκάμπο, ο αγαπημένος της γιος, λέει για τον θάνατό της σε μια από τις σελίδες του βιβλίου της ζωής του: «Πέθανε από φυσικό θάνατο στις 9 Ιουνίου του 2002, στις οχτώ και μισή το βράδυ, όταν είχαμε ήδη αρχίσει να ετοιμαζόμαστε για να γιορτάσουμε τον πρώτο αιώνα της ζωής της, την ίδια μέρα και σχεδόν την ίδια ώρα που μπήκε τελεία και παύλα σ’ αυτά τα απομνημονεύματα». Όταν, λοιπόν, πήρε την απόφαση να σταματήσει τη φοίτηση στη Νομική Σχολή, για να γίνει δημοσιογράφος, ο διάλογος μητέρας και γιου, με θέμα την απόφαση που πήρε, είναι ένα από τα πιο ωραία και πιο ενδιαφέροντα μέρη του βιβλίου. Τον παραθέτω γιατί αξίζει να τον διαβάσει κανείς. Όταν, λοιπόν, μαθαίνει από τη μητέρα του πως ο πατέρας του ήταν στενοχωρημένος, ο Γκάμπο της λέει: «Και αυτό γιατί;» «Γιατί εγκατέλειψες τις σπουδές σου». «Δεν τις εγκατέλειψα», της είπα. «Απλώς άλλαξα επάγγελμα». Η ιδέα μιας συζήτησης σε βάθος έφτιαξε τη διάθεσή της. «Ο πατέρας σου λέει πως είναι το ίδιο», είπε. Γνωρίζοντας πως αυτό ήταν ψέμα της είπα: «Και αυτός άφησε τις σπουδές του για να παίζει βιολί». «Δεν ήταν το ίδιο», απάντησε με μεγάλη ένταση. «Βιολί έπαιζε μόνο στις γιορτές και στις σερενάτες. Αν εγκατέλειψε τις σπουδές του ήταν γιατί δεν είχε ούτε να φάει. Αλλά μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα έμαθε τηλεγραφία, που τότε ήταν ένα καλό επάγγελμα, ιδιαίτερα στην Αρακατάκα». «Κι εγώ ζω γράφοντας στις εφημερίδες», της είπα. «Αυτό το λες για να μη με στενοχωρήσεις», είπε. «Αλλά το χάλι σου φαίνεται από μακριά. Σκέψου πως όταν σε είδα στο βιβλιοπωλείο δε σε αναγνώρισα». «Ούτε κι εγώ σας αναγνώρισα» της είπα. «Αλλά όχι για τον ίδιο λόγο», είπε. «Εγώ σκέφτηκα πως είσαι ένας ζητιάνος». Κοίταξε τα φθαρμένα πέδιλά μου και πρόσθεσε: «Και χωρίς κάλτσες». «Είναι πιο βολικό» της είπα. «Δυο πουκάμισα και δυο σώβρακα: το ένα το φοράω και το άλλο στεγνώνει. Τι άλλο χρειάζεται;» «Λίγη αξιοπρέπεια», είπε. Αλλά αμέσως γλύκανε και άλλαξε τόνο: «Σου το λέω γιατί σε αγαπάμε πολύ». «Το ξέρω» , της είπα. «Αλλά πείτε μου ένα πράγμα: Εσείς στη θέση μου δε θα κάνατε το ίδιο;» «Δε θα το έκανα» , είπε , «αν με αυτό θα εναντιωνόμουν στους γονείς μου». Καθώς θυμήθηκα το πείσμα με το οποίο κατάφερε να υπερνικήσει την αντίθεση της οικογένειάς της για το γάμο της. της είπα γελώντας: «Τολμήστε να με κοιτάξετε!» Αλλά αυτή με απέφυγε με σοβαρότητα, γιατί ήξερε πολύ καλά αυτό που σκεφτόμουν.
Στο διάλογο αυτό, αν προσέξατε, γίνεται λόγος για το επάγγελμα του τηλεγραφητή, επάγγελμα του πατέρα του Μάρκες. Αυτό το επάγγελμα φέρνει στη μνήμη το άλλο σπουδαίο μυθιστόρημά του Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας και δείχνει ακόμη μια φορά ότι ο τόπος του και τα συγγενικά του πρόσωπα στάθηκαν αστείρευτη πηγή για «το πρωταρχικό υλικό του έργου του», όπως είπε ο ίδιος πιο πάνω.
Ο πρώτος αυτός τόμος της αυτοβιογραφίας του είναι, θα λέγαμε, ένα οδοιπορικό στις ρίζες που τροφοδότησαν τη μελλοντική του άνθιση, και φτάνει ως το 1955, χρονιά που αποτελεί τον πρώτο σταθμό που κάνει ο Μάρκες στο μεγάλο ταξίδι της ζωής του. Μέχρι εδώ έφτασε 13 χρόνια αφότου πήρε την απόφαση να διηγηθεί τη ζωή του. Από τα χρόνια αυτά πέντε αφιερώθηκαν στο συστηματικό γράψιμο και δύο στην επιμέλεια. Αν και η ιδέα τον κυνηγούσε από παλιά, μόνο μετά το Ο στρατηγός στον λαβύρινθό του, το 1989, άρχισε να ξετυλίγει σοβαρά το κουβάρι της μνήμης του. Όταν όμως οι αναμνήσεις ήρθαν αντιμέτωπες με τη γραφή, εξεγέρθηκαν και απαίτησαν να μάθει να γράφει διαφορετικά. Και όπως είπε ο ίδιος σε ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα: «Αυτή η μαθητεία ήταν η μόνη διέξοδος που βρήκα για να λύσω τα μάγια του ίδιου του εαυτού μου και να μπορέσω να αφηγηθώ τη ζωή μου.». Μέσα από την αυτοβιογραφία του Μάρκες περνούν ο Φόκνερ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Χεμινγκουέι, ο Κάφκα, ο Αντρέ Ζιντ, ο Γκι ντε Μοπασάν, ο Τζον Ντος Πάσος, ενώ δεν πρέπει να μας φανεί παράξενο ότι διάβαζε τις τραγωδίες του Σοφοκλή και ότι έγραψε κάποτε ένα διήγημα για το οποίο μετά κατάλαβε ότι έμοιαζε με τον Οιδίποδα του Αθηναίου τραγικού ποιητή.
Πολύ γνωστή είναι και η φιλία του Μάρκες με τον Φιντέλ Κάστρο, τον ηγέτη της Κούβας. Λιγότερο γνωστό, όμως, είναι το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό της Κολομβίας Cambio τον Οκτώβριο του 2002, με την υπογραφή του Κουβανού ηγέτη, όταν ο Γκάμπο έστειλε στον φίλο του Φιντέλ τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του, και εκείνος του απάντησε με αυτή την κάπως «διαφορετική» βιβλιοκριτική, που αρχίζει με το περιστατικό της γνωριμίας τους: «Ο Γκάμπο και εγώ βρεθήκαμε και οι δυο στη Μπογκοτά εκείνη τη θλιβερή μέρα της 9ης Απριλίου 1948 όταν σκοτώθηκε ο κολομβιανός πολιτικός ηγέτης Γκαϊτάν. Είμαστε συνομήλικοι, ήμασταν μάρτυρες στα ίδια γεγονότα και ήμασταν και δυο φοιτητές της Νομικής. Δηλαδή έτσι νομίζαμε. Δεν ξέραμε ο ένας τον άλλον, δεν μας ήξερε κανείς και ούτε κι εμείς ξέραμε κάποιον. Σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα, ο «Γκάμπο» κι εγώ κουβεντιάζαμε λίγο πριν πάμε στην Μπιράν, στην ανατολική επαρχία της Κούβας, εκεί όπου γεννήθηκα τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 1926. Η συνάντησή μας είχε κάτι το στενά οικογενειακό, όταν μιλάς για παλιές ιστορίες και οι ζεστές αναμνήσεις αποσπούν την προσοχή όλων. Γύρω μας ήταν φίλοι του Γκάμπο και μερικοί σύντροφοι της Επανάστασης» (μτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου ). Αν θυμάμαι καλά, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες χρειάστηκε πολλές φορές να δώσει εξηγήσεις γι αυτή τη φιλία του με τον κουβανό ηγέτη.
Επιστρέφοντας, ύστερα από αυτή την παρέκβαση, στο βιβλίο του Μάρκες, θα έλεγα ακόμη ότι αυτό που τράβηξε την προσοχή μου περισσότερο στον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του είναι ο τίτλος του πρώτου αυτού τόμου, όπως αποδόθηκε στα ελληνικά για την ελληνική έκδοση του βιβλίου: Ζω για να τη διηγούμαι που αποτελεί μετάφραση του τίτλου του πρωτοτύπου: Vivir para contarla. Δεν θα έκανα λόγο γι’ αυτό το θέμα, αν δεν υπήρχε αυτή η γραμματική διαφορά: Στον τίτλο της ισπανικής έκδοσης το ρήμα ‘ζω’ δεν είναι σε οριστική έγκλιση όπως στην ελληνική, αλλά σε απαρέμφατο, δεν διαβάζουμε δηλαδή vivo αλλά vivir. Τι θέλω τώρα να πω; Θέλω να πω ότι μια άλλη μετάφραση του τίτλου που υπάρχει στα ελληνικά αποδίδει το απαρέμφατο ‘vivir’ με υποτακτική, αφού η νέα ελληνική δεν έχει απαρέμφατο: Να ζήσω για να τη διηγηθώ. Με αυτή τη σύγκριση δεν θέλω να πω ότι η απόδοση του τίτλου στην ελληνική έκδοση είναι λάθος. Απλώς δεν μας λέει αυτό που μας λέει η άλλη: Το 1999 ο Μάρκες διαγνώστηκε με καρκίνο. Επομένως, το 2002 που εκδόθηκε ο πρώτος τόμος της αυτοβιογραφίας και δόθηκε αυτός ο τίτλος, ο συγγραφέας ήξερε πως η ζωή του είχε φτάσει κοντά στο τέλος και δεν ήταν βέβαιος αν θα προλάβει να τελειώσει αυτό το βιβλίο του οποίου ήρωας ήταν αυτή τη φορά ο ίδιος: Να ζήσω δηλαδή για να προλάβω να τη διηγηθώ. Αυτό είναι που δεν μας λέει ο τίτλος της ελληνικής έκδοσης.
Θα κλείσω αυτό το σημείωμα με το θέμα της μοναξιάς, το οποίο, όπως είπε και ο Μάριο Βάργκας Γιόσα στη συνομιλία που είχε με τον Γκαμπριελ Γκαρσία Μάρκες το 1967 στη Λίμα του Περού, είναι σταθερό θέμα σε όλα τα βιβλία που είχε γράψει ο Μάρκες πριν από το κορυφαίο του βιβλίο. Και αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ότι δεν θα αναφερθώ μόνο σε γνώμη άλλων γι’ αυτό το θέμα, αλλά και στη γνώμη του ίδιου του Μάρκες για τη μοναξιά στο κορυφαίο του μυθιστόρημα, θέμα που δεν λείπει ούτε από τον τίτλο αυτού βιβλίου. Γενικά για τον Μάρκες δεν υπάρχει άνθρωπος που σε κάποιο βαθμό δεν νιώθει μόνος και ακόμα ότι αυτό είναι το νόημα της μοναξιάς που τον ενδιαφέρει. Στη συνομιλία του όμως με τον Μάριο Βάργκας Γιόσα γίνεται πιο αναλυτικός, όταν ο ομότεχνός του αναφέρεται σε ένα δοκίμιο που διάβασε σε ένα περιοδικό στο Παρίσι για τα βιβλιά του Μάρκες και όπου υποστηρίζεται η θέση ότι το βασικό περιεχόμνο του Εκατό χρόνια μοναξιά και των προηγούμενων βιβλίων του είναι το χαρακτηριστικό του Λατινοαμερικάνου, αφού αντιπροσωπεύει τη βαθιά κοινωνική αποξένωση του ανθρώπου της Λατινικής Αμερικής. Σε αυτή τη θέση του δοκιμιογράφου ο Μάρκες απαντάει: “ Εγώ πίστευα πως η μοναξιά είναι κοινή στην ανθρώπινη φύση, αλλά τώρα αρχίζω να σκέπτομαι πως είναι αποτέλεσμα της αλλοτρίωσης του ανθρώπου της Λατινικής Αμερικής κι ότι επομένως εκφράζω από κοινωνικής απόψεως, και επίσης από πολιτικής απόψεως, πολύ περισσότερα από όσα νόμιζα. Αν είναι έτσι δεν είναι τόσο μεταφυσικό όσο φοβόμουν πως ήταν’. Και σε αυτό που λέει εδώ ο Μάρκες έχει δίκιο, γιατί μπορεί σε ένα λογοτεχνικό έργο – είτε πρόκειται για ποίηση είτε για πεζογραφία – να περιέχονται και ιδέες πέρα από την ιδέα του δημιουργού που εκφράζει το έργο του και που ο συγγραφέας ή ο ποιητής δεν είχε υπόψη του. Αυτός που ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για τη συνομιλία που είχαν στη Λίμα του Περού οι δυο Νοτιοαμερικάνοι συγγραφείς υπάρχει το βιβλίο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες – Μάριο Βάργκα Γιόσα : Δυο Μοναξιές, εκδ. Ψυχογιός.
————————