Η μανία μου ν’ αναζητώ παλιές μορφές ζωής σε παλιά και ξεχασμένα, στις μέρες μας, βιβλία με ανάγκαζε, τις αξιοθύμητες εκείνες παρισινές μέρες, να επισκέπτομαι συχνά, τα συννεφιασμένα πρωινά του Νοέμβρη, την όχθη του Σηκουάνα, το Quai de Conti για την ακρίβεια, όπου «οι έμποροι του πνεύματος»- όπως αποκαλεί ο Anatole France τους bouquinistes, τους βιβλιοπώλες του ποταμού – ήταν πάντα εκεί, χιονίζει βρέχει, με τις κούτες τους γεμάτες παλιά μεταχειρισμένα βιβλία, γκραβούρες, χάρτες και λευκώματα. Τώρα που τους αναφέρω θυμάμαι εκείνο το τετράδιο των γυμνασιακών μου χρόνων, στο οποίο έγραφα, όποτε είχα έμπνευση, ποιήματα με θέματα από τα διαβάσματά μου. Σε ένα από αυτά που είχε την επιγραφή Υπαίθρια βιβλιοπωλεία, οι στίχοι τρέχανε πάνω στο τετράδιο και λέγανε:
Η σκέψη μου μια νύχτα εαρινή
Μ’ αστέρια ουρανού παρισινού
Με γύριζε σε άλλην εποχή
Και σε μορφές που μου ‘ρχονταν στο νου:
Μπωντλαίρ, Ουγκώ, Ρεμπώ, και Βαλερύ,
Του λόγου ενεργά ηφαίστεια,
Που βγάζαν λάβα μιαν Ορέστεια.
*
Μα τώρα που αλλάξαν οι καιροί,
Λες κι είναι μπαγκατέλα και αυτοί,
Οι ’’μπουκινίστ’’ τους βγάλαν στο σφυρί.
Είναι, νομίζω, αδιανόητο για έναν άνθρωπο του πνεύματος, που επισκέπτεται για λίγες μέρες την Πόλη του Φωτός, να μην τον απασχολήσουν οι προθήκες των βιβλιοπωλείων και οι υπαίθριοι βιβλιοπώλες του ποταμού με τους πνευματικούς θησαυρούς τους. Το βιβλίο σε αυτή τη χώρα εθεωρείτο και θεωρείται ακόμα εθνικό προϊόν, κι ας μη μιλιέται τώρα η γαλλική σε όλο τον κόσμο, όπως τουλάχιστον τη μιλούσαν ως το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ο Βίκτωρ Ουγκώ, όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται, θεωρούσε το βιβλίο παρισινό συμπολίτη του. Δεν το υποθέτω. Το λέει ξεκάθαρα ο ίδιος σε δική μου απόδοση:
Βιβλίο!
Που είσαι του Παρισιού ιδιώτης,
Είν’ κι η Φύση αλφαβητάρι όπου
Ο Κρίνος δεν είναι πια μεγαλειότης
Ούτε το δέντρο αγχόνη του ανθρώπου.
Στον τέταρτο στίχο ο ποιητής αναφέρεται μεταφορικά στο παλιό μοναρχικό καθεστώς, ενώ στον τελευταίο έχουμε υπαινιγμό σε ακρότητες που έγιναν στη Γαλλική Επανάσταση, όταν οι φανοστάτες και τα δέντρα χρησιμοποιούνταν από τον επαναστατημένο λαό του Παρισιού ως αγχόνη για τους αριστοκράτες. Οι αναγνώστες, που έχουν διαβάσει βιβλία με θέμα τη Γαλλική Επανάσταση, θα θυμούνται, πιστεύω, εκείνο το επαναστατικό τραγουδάκι που έλεγε το ρεφρέν του :
Les aristocrates à la lanterne!
Οι αριστοκράτες στο φανάρι! (στην κρεμάλα!)
Εκεί, λοιπόν, στις όχθες του Σηκουάνα, ένα πρωινό που έψαχνα για ένα ιστορικό βιβλίο του Augustin Thierry, ανακάλυψα, εντελώς τυχαία, μια παλιά έκδοση της Espana, ποιήματα που εμπνεύστηκε και έγραψε ο ποιητής και ζωγράφος Théophile Gautier κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ισπανία. Πράγματι, στις αρχές το Μάη του 1840, ο Γάλλος αυτός ποιητής και ζωγράφος ξεκίνησε από το Παρίσι για ένα ταξίδι στην πατρίδα του Δον Κιχώτη. Όταν έφτασε κοντά στα σύνορα της χώρας του με την Ισπανία, είδε στην εκκλησία ενός χωριού ένα παλιό ρολόι, στου οποίου την πλάκα επάνω υπήρχε μια πένθιμη επιγραφή γραμμένη στα λατινικά: Vulnerant omnes, ultima necat (Όλες πληγώνουν, η τελευταία σκοτώνει). Η πένθιμη αυτή επιγραφή τον εντυπωσίασε τόσο, ώστε όχι μόνο τη σημείωσε και δεν παρέλειψε να την αναφέρει στο ταξιδιωτικό του βιβλίο για την Ισπανία που έγραψε αργότερα, αλλά και αποτέλεσε, κατά τη διάρκεια που ήταν στην ξένη χώρα, το θέμα ενός ποιήματος του οποίου ένα απόσπασμα παραθέτω πιο κάτω σε δική μου απόδοση.
Σε αυτό το ποίημα, που γράφτηκε με αφορμή αυτή την επιγραφή, ο ποιητής στοχάζεται πάνω στο θέμα του θανάτου, ένα θέμα που διαποτίζει σχεδόν όλη την ποίησή του, ενώ η απαισιοδοξία του φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να πει κάποια στιγμή για τη ζωή: « Το να γεννιέσαι είναι μονάχα ότι αρχίζεις να πεθαίνεις» (Ναȋtre, c’est seulement commencer à mourir). Στο βιβλίο που έγραψε μετά το ταξίδι του στην Ισπανία κάνει λόγο, όπως είπα και πιο πάνω, για την επιγραφή που διάβασε πάνω στην πλάκα του ρολογιού και λέει: «Η πλάκα του ρολογιού της εκκλησίας στο χωριό Urrugne, από όπου εμείς περάσαμε, έφερνε γραμμένη με μαύρα γράμματα αυτή την πένθιμη επιγραφή: «Voulnerant omnes, ultima necat». Ναι, έχεις δίκιο, μελαγχολική πλάκα του ρολογιού, η κάθε ώρα μάς πληγώνει με αιχμηρές βελόνες και ο κάθε γύρος του τροχού μάς πηγαίνει προς το άγνωστο (τον θάνατο, δηλαδή) ».
Το ρολόι
Τ’ αμάξι στάση έκανε στην εκκλησιά τ’ Ουρούνιε.
Έχει το όνομα τραχύ και μισητό στη ρίμα,
Μ’ αυτό δεν του ‘ναι εμπόδιο να ‘ναι χωριό ωραίο,
Καθώς σε τόπο ορεινό παράξενα κουρνιάζει.
Έίν’ εκκλησία ταπεινή, όλη με γκρίζα πέτρα,
Χωρίς αρχάγγελους γλυπτούς, χωρίς ραβδώσεις, φρίζες,
Κι έχει στολίδι μοναχό το ξίφος του σταυρού της.
*
Ένα ρολόγι άτεχνο με ξύλινη την πλάκα
Και αριθμούς λατινικούς που ‘χει η βροχή ξεπλύνει
Κι είναι τώρα μισόσβηστοι και παραμορφωμένοι,
Σ’ αυτό το ταπεινό καντράν, θαρρείς τυχαία, όπως
Οι λέξεις οι ολόφωτες στους τοίχους του Βαλτάσαρ1
Κι όπως εκείνη η επιγραφή στην είσοδο του Άδη,2
Έτσι με μαύρα γράμματα μια φράση είναι γραμμένη.
Τέσσερις λέξεις είν’ εκεί, λατινικές, πομπώδεις,
Που όλ’ οι άνθρωποι σ’ αυτές τη μοίρα τους διαβάζουν:
«Η κάθε ώρα μια πληγή, μα η στερνή σκοτώνει.»
Αγριεμένος από το πένθιμο μήνυμα της εκκλησίας του γαλλικού χωριού, έφερα στη μνήμη μου λίγους στίχους από το Τάμα του Δροσίνη, του τόσο αγαπητού ποιητή στον παιδόκοσμο της δικής μου εποχής, που με γυρίζουν νοσταλγικά στην πατρίδα, στα δικά μας μικρά χωριά και στις επίσης μικρές εκκλησίες τους. Άλλοι άνθρωποι, άλλη ζωή, κι ας είναι οι εκκλησίες τους χτισμένες για τον ίδιο Θεό. Οι άνθρωποι εκεί, ακόμα και όταν περνάνε μπροστά από το πιο μικρό και ταπεινό εκκλησάκι, κάνουν ευλαβικά το σταυρό τους, γιατί οι δικές μας εκκλησίες, αντίθετα από εκείνη του γαλλικού χωριού, φέρνουν στη σκέψη τους τον Θεό και όχι τον θάνατο. Θυμηθείτε, πριν παραθέσω τους στίχους του Δροσίνη, τι λένε οι στίχοι από Το εκκλησάκι του Άγγελου Βλάχου, αγαπητού φίλου του Δροσίνη, το οποίο μάλιστα είχε μελοποιηθεί και το τραγουδούσαν άλλοτε οι μικροί μαθητές του δημοτικού σχολείου:
Και ο διαβάτης, σαν περνά,
στέκεται και το προσκυνά
και με ευλάβεια πολλή
τον άσπρο του σταυρό φιλεί.
Μπορεί σήμερα τέτοιοι στίχοι να μη διαβάζονται ούτε από μικρά παιδιά – μιας και το θρησκευτικό συναίσθημα, στην εποχή μας, έχει αρκετά ξεθωριάσει, οι κυνικοί και αλαζόνες άθεοι έχουν κατεβάσει τη βασιλεία των ουρανών στη γη και ο κόσμος μοιάζει σαν να έχουν σπάσει τα φρένα αυτοκινήτου – δεν παύουν, ωστόσο, να εκφράζουν αυτοί οι απλοί στίχοι την ειρηνική και θρησκευτική ζωή των απλών ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου. Κλείνοντας την παρένθεση και γυρίζοντας στους στίχους του Δροσίνη, θα έλεγα ότι και εκεί την ίδια απλή και θρησκευτική ζωή βρίσκουμε, γιατί οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έπαψαν ποτέ να πιστεύουν στον Θεό και να προσκυνούν τους οίκους του όσο μικροί και ταπεινοί κι αν είναι. Και αυτό γιατί ,όπως λέει ο Δροσίνης σε έναν από τους στίχους που παραθέτω πιο κάτω : είν’ ο Θεός εκεί κοντύτερα στον άνθρωπο.
Διαβάζοντας τώρα όλα αυτά, δεν πρέπει να φανταστείτε ότι ο υπογράφων αυτό το κείμενο είναι θρησκευόμενο άτομο και καντηλανάφτης στα εκκλησάκια των ελληνικών χωριών. Απλώς σέβεται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κάθε ανθρώπου και ιδιαίτερα των απλών ανθρώπων του λαού.
Η σύγκριση αυτή των εκκλησιών μού έφερε στη μνήμη τον μεγάλο Αμερικανό στοχαστή του 19ου αιώνα, τον Ralph Waldo Emerson, που λέει σε ένα από τα φιλοσοφικά του δοκίμια: «Ας αλητεύει στην ξενιτειά το πνεύμα× η ψυχή όμως πρέπει να μένει στην πατρίδα ».
Το τάμα (απόσπασμα )
Κάτω από φτελιές ψηλόκορμες, κισσόζωστες,
Άγριο κλήμα τη σκέπη της θ’ αποκρύβει×
Κι αν δεν ήταν κρεμασμένο εκεί το σήμαντρο,
Δεν ξεχώριζε από χωριανό καλύβι.
Ταπεινή, φτωχούλα, η Πίστη τη θεμέλιωσε,
Μα ειν’ ο Θεός εκεί κοντύτερα στον άνθρωπο,
Παρά σ’ άλλες εκκλησιές λαμπροχτισμένες.
Στ’ Άγιο Βήμα εμπρός λυγίζοντας τα γόνατα,
προσευχή η ψυχή σου αμίλητη θα λέει
και τα χέρια σου θ’ ανάψουν, καθώς το ‘ταξες,
το καντήλι που μερόνυχτα θα καίει.
———————
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Δανιήλ, ε, 1-30.
2) Δάντης, Θεία Κωμωδία, ( Κόλαση, Γ΄, 9)