Ο Εμμανουήλ Ροΐδης ή… «Ρομίδης», κατά την Ακαδημία Αθηνών (1836-1904 )1 – που ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής – θεωρείται σήμερα μία από τις σημαντικότερες μορφές του πνευματικού μας κόσμου στον 19ου αιώνα. Το έργο του εξασφαλίζει στον Ροίδη μια ξεχωριστή θέση όχι μόνο στο χώρο της κριτικής αλλά και της λογοτεχνίας, με την Πάπισσα Ιωάννα στο ιστορικό μυθιστόρημα και τα Συριανά διηγήματα, που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες. Τα τελευταία θα ήταν, νομίζω, σωστότερα να τα πούμε αφηγήματα, γιατί αν εξαιρέσουμε την «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», τα άλλα είναι αναμνήσεις και εντυπώσεις από γεγονότα που συνέβησαν κατά την περίοδο της νεότητάς του και παρεμβάλλει σε αυτά και τον εαυτό του. Με την έκδοση του Ασμοδαίου ( 1875-1876 ) ο Ροΐδης έχει την ευκαιρία να μας δώσει και κείμενα πολιτικής σάτιρας, ενώ το αριστούργημά του, την Πάπισσα Ιωάννα, όταν δέχτηκε την επίθεση της Εκκλησίας, το υπερασπίστηκε με τις περίφημες Επιστολές ενός Αγρινιώτη, που αποτελούν πρότυπο σύγχρονης λιβελογραφίας και συνοδεύουν έκτοτε κάθε καινούργια έκδοση του μυθιστορήματος ως αναπόσπαστο μέρος του βιβλίου.
Το ανάθεμα της εκκλησίας (280 λίθοι) για την “Πάπισσα Ιωάννα”
Τέλος, αφού αναφέρουμε τη γλωσσική μελέτη του Τα είδωλα και εκείνη που έγραψε για το Ταξίδι του Ψυχάρη, μπορούμε να πούμε ότι η συγγραφική του παραγωγή τελειώνει με τα κείμενα κριτικής και μερικά άλλα, τα οποία ο Κλέων Παράσχος στο δίτομο έργο για τον Ροΐδη τα χαρακτηρίζει « ιστορήματα -χρονικά και ιστορήματα-δοκίμια». Αλλά και με όλα αυτά πάλι δεν είναι βέβαιο ότι καλύψαμε πέρα για πέρα όλο το φάσμα της συγγραφικής του παραγωγής. Ο Ροΐδης δεν ήταν μόνο κριτικός και λογοτέχνης, είχε, όπως είπα και πιο πάνω, και δημοσιογραφική καριέρα – και μάλιστα αρκετά λαμπρή και μεγάλη. Το 1870 ήταν διευθυντής της εφημερίδας Grèce, επίσης συνεργάτης στους Times του Λονδίνου, στη Νέα Ημέρα της Τεργέστης και από το 1880 στην Ώρα του Τρικούπη. Σημαντικό σταθμό στην πνευματική μας ζωή του 19ου αιώνα αποτελεί η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, για τον οποίο είπε μεταξύ άλλων τούτο το αξιομνημόνευτο: «Ήκιστα μεν Άγγελος, μάλιστα δε Βλάχος», που δείχνει τη σπάνια σατιρική φλέβα που διέθετε.
Παρ’ όλα αυτά δεν τελειώσαμε με το πνευματικό του έργο. Υπάρχει και το μεταφραστικό που είναι μάλιστα σημαντικό και αρκετό σε όγκο. Απλώς πιο πάνω προσπάθησα ν’ αναφερθώ σε ό,τι τον αντιπροσωπεύει ως συγγραφέα και όχι ως μεταφραστή. Ωστόσο, η μετάφραση έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία αυτού του εξαίσιου πνεύματος. Πράγματι, όσο κι αν φαίνεται παράξενο είναι αλήθεια: ο Ροΐδης – που γεννήθηκε κι έζησε στη Σύρο τα μαθητικά του χρόνια – έκανε τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία με μεταφράσεις. Μαθητής ακόμα στο Λύκειο έκανε μια ωραία μετάφραση της Εσθήρ του Racine την οποία ο συμπατριώτης του Βικέλας δημοσίευσε το 1851. Λίγο αργότερα, κατά την παραμονή του στη Ρουμανία, μετάφρασε το Οδοιπορικό του Σατωβριάνδου ( L’ Itinẻraire de Paris à Jẻrusalem ), το οποίο θα εκδοθεί σε τέσσερα τεύχη το 1860 και θ’ αποτελέσει το έργο με το οποίο ο Ροΐδης πρωτοπαρουσιάζεται στα γράμματα.
Ένας από τους κορυφαίους μελετητές της λογοτεχνίας μας , ο Κ. Θ. Δημαράς, σε μια επιφυλλίδα της εφημερίδας Το Βήμα με θέμα το Οδοιπορικό του Σατωβριάνδου, που εκείνη τη χρονιά επανεκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Αφών Τολίδη, λέει μεταξύ άλλων: « Η μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, σε άπταιστη καθαρεύουσα, ανήκει στα κατορθώματα της μεταφραστικής μας φιλολογίας»2.Η μετάφραση αυτή είναι αρκετά γνωστή στους μελετητές του έργου του εξαιτίας του κειμένου που ο Ροΐδης προτάσσει εκεί ως πρόλογο. Ο πρόλογος αυτός – όπως λέει ο Δημαράς στην επιφυλλίδα, που ανάφερα πιο πάνω, και ακόμα άλλοι – « είναι η πρώτη ουσιαστικά συνηγορία υπέρ της λαϊκής γλώσσας»2. Πράγματι, όταν ακούγεται η φωνή του νεαρού Ροΐδη το 1860, στον πνευματικό μας κόσμο μεσουρανεί ακόμη η Αθηναϊκή Σχολή του Ελληνικού Ρομαντισμού, ενώ ο γραπτός λόγος, πεζός ή έμμετρος, βρίσκει την έκφρασή του στην καθαρεύουσα.
Τη μετάφραση αυτή την έκανε ο Ροΐδης με πολύ μεράκι. Και τούτο γιατί ήταν ένα κείμενο που του έδινε τη δυνατότητα να πει μερικά πράγματα δικά του. Και αυτά μπορούσε να τα πει τόσο με τον πρόλογο της μετάφρασης, όσο και με τα σχόλια που πρόσθεσε δίπλα σ’ εκείνα του Σατωβριάνδου. Με τον πρόλογο ήθελε κυρίως να εκφράσει την άποψή του για το γλωσσικό πρόβλημα της εποχής του. Με τα σχόλια να δείξει την ευρυμάθεια που τον χαρακτήριζε, και ιδιαίτερα τις ιστορικές και αρχαιολογικές γνώσεις που διέθετε. Για τα σχόλια αυτά λέει σε ένα σημείο του προλόγου: «Έκρινα τέλος αναγκαίον να προσθέσω εις τας τε του συγγραφέως σημειώσεις και τινάς εμάς προς τελειοτέραν του έργου κατάληψιν, τας μεν εν τω κειμένω, τας δε εν τω τέλει εκάστου τόμου»3.
Όταν λοιπόν οι γνώσεις του μεταφραστή δεν είναι κατώτερες από εκείνες που έχει ο συγγραφέας, είναι πολύ φυσικό σε μερικά σημεία του βιβλίου οι απόψεις του συγγραφέα και του μεταφραστή να είναι διαφορετικές ή να συμπληρώνει η μία την άλλη. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο νεαρός Ροΐδης προσπαθεί – όπως το λέει και στον πρόλογό του – να στηρίζει τις γνώμες του με αδιάσειστες αποδείξεις. Και αυτό όχι γιατί ήθελε να μειώσει στα μάτια του αναγνώστη τον συγγραφέα του βιβλίου. Άλλωστε, η αξία του οδοιπορικού είναι κυρίως λογοτεχνική και όχι ιστορική. Επομένως, αν υπάρχουν κάποιες ιστορικές ανακρίβειες, αυτό είναι κάτι που συμβαίνει και σε άλλα αριστουργήματα της λογοτεχνίας. Έπειτα, τις εντυπώσεις ενός συγγραφέα που περιηγείται μια ξένη χώρα αξίζει να τις διαβάσει κανείς για τη ζωή των ανθρώπων που γνώρισε εκεί και όχι για τις ιστορικές γνώσεις που σχετίζονται με το παρελθόν αυτής της χώρας και τις οποίες μπορεί κανείς να βρει και σε άλλα βιβλία. Ξέρει λοιπόν ο Ροΐδης ότι με το να έχει διαφορετική άποψη σε κάποια σημεία του Οδοιπορικού δεν σημαίνει ότι μειώνεται το πνευματικό κύρος του Γάλλου συγγραφέα. Τέτοιος κίνδυνος – κατά τον Ροΐδη βέβαια – υπάρχει μόνο, αν ένα ιστορικό λάθος είναι πολύ σοβαρό για την παιδεία που διαθέτει ο συγγραφέας. Μα είναι δυνατόν, θα μου πείτε, ο Σατωβριάνδος με την ευρυμάθεια που τον χαρακτήριζε να κάνει χοντρά ιστορικά λάθη; Η πραγματικότητα λέει ότι είναι. Και επειδή καταλαβαίνω ότι θέλετε ένα παράδειγμα για να το πιστέψετε, θα σας δώσω ένα και μάλιστα από τη σύγχρονη λογοτεχνία μας.
Αν ρωτήσει κανείς ποιος από τους πεζογράφους της εποχής μας θεωρείται ο κατεξοχήν συγγραφέας της Αθήνας, η απάντηση είναι, νομίζω, μία: ο Μένης Κοαμανταρέας. Πράγματι, αυτός ο συγγραφέας θα μπορούσε να θεωρηθεί και αθηναιογράφος. Την παλιά του γειτονιά, την πλατεία Βικτωρίας, την βρίσκουμε σε αρκετά βιβλία του, ενώ οι ήρωες των μυθιστορημάτων του σεργιανίζουν συχνά στους αθηναϊκούς δρόμους και λεωφόρους. Έναν απ’ αυτούς, τον Ευγένιο Ζαφειρίδη, τον βλέπω με τη φαντασία μου, καθώς διαβάζω το βιβλίο του Κουμανταρέα Δυο φορές Έλληνας, να κατηφορίζει την οδό Πανεπιστημίου. Όταν πλησιάζει τη νεοκλασική τριλογία των Χάνσεν (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη), ο συγγραφέας μάς λέει τα εξής απαράδεκτα για έναν αθηναιογράφο: «Ένα βήμα πιο κάτω το Πανεπιστήμιο, λιτό και απέριττο, με ανεβασμένους ψηλά στις κολόνες που το περιέβαλλαν τον Απόλλωνα με τη λύρα του και την Αθηνά με την Ασπίδα της»4. Και σας ρωτώ τώρα: Είναι δυνατόν ο κατεξοχήν συγγραφέας της Αθήνας να μην πρόσεξε ποτέ ότι το κτίριο που είναι ανάμεσα σε αυτές τις δυο κολόνες με τα αγάλματα των θεών δεν είναι το Πανεπιστήμιο αλλά η Ακαδημία Αθηνών; Η λογική λέει όχι. Κι όμως η πραγματικότητα λέει πως μπορεί να κάνει ένα τόσο χοντρό λάθος, γιατί και ο συγγραφέας άνθρωπος είναι και άνθρωπος χωρίς λάθη, αν εξαιρέσουμε τον πάπα, δεν υπάρχει. Γιατί λοιπόν όχι και ο Σατωβριάνδος, ο οποίος, στο κάτω-κάτω, δεν αναφέρεται στο Παρίσι, αλλά σε πόλεις και χωριά μιας ξένης χώρας;
Τέτοια λοιπόν χοντρά λάθη όταν έβρισκε ο Ροΐδης καμιά φορά στο κείμενο του Οδοιπορικού, τα αποσιωπούσε παραλείποντάς τα στη μετάφρασή του. Και με αυτό τον τρόπο τέτοια λάθη για τον Έλληνα αναγνώστη ήταν σαν να μην υπήρχαν στο βιβλίο. Βέβαια χοντρά λάθη στην περίπτωση του Σατωβριάνδου εννοούμε αυτά που θεωρούσε χοντρά ο Ροΐδης και όχι ότι ήταν τόσο σοβαρά όσο αυτό που αναφέραμε πιο πάνω στο βιβλίο του Έλληνα συγγραφέα.
Ας δούμε, λοιπόν , τώρα τι θεωρούσε ο Ροΐδης σοβαρό ιστορικό λάθος στο κείμενο του Οδοιπορικού και συγχρόνως επικίνδυνο για την πνευματική υπόληψη του συγγραφέα του. Στον δρόμο του για την Αθήνα ο Σατωβριάνδος πέρασε από μιαν άλλη ένδοξη αρχαία πόλη, την Κόρινθο. Φτάνοντας εκεί θυμάται τον Μούμμιο ή Μόμμιο, όπως τον λέμε εμείς,τον Ρωμαίο στρατηγό, που την κατέστρεψε εκ θεμελίων. Η μνήμη του σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν καλή, λέγοντας ότι την ξανάχτισαν ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Αδριανός. Για τον Καίσαρα έχει δίκιο. Για τον Αδριανό όμως όχι. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα στο πρωτότυπο. «Corinthe renversée du fond en comble par Mummius, rebȃtie par Jules César et par Adrien, une seconde fois détruite par Alaric »5. Θεωρώντας ο Ροΐδης αυτό το λάθος πολύ σοβαρό για την ευρυμάθεια του Σατωβριάνδου, σκέφτηκε να παραλείψει στη μετάφραση το όνομα του Αδριανού, για να μη γίνει αντιληπτό το λάθος από τον Έλληνα αναγνώστη. Να, λοιπόν, πώς μεταφράζει ο Ροΐδης το πιο πάνω απόσπασμα : «Η Κόρινθος εκ βάθρων ανατραπείσα υπό Μουμμίου ανοικοδομήθη υπό Ιουλίου Καίσαρος, πάλιν δε καταστραφείσα υπό Αλαρίχου»6. Όπως μπορεί να δει κανείς, στην ελληνική μετάφραση δεν αναφέρεται το όνομα του Αδριανού, που ήταν το σοβαρό ιστορικό λάθος. Μόνο εκείνος που θα είχε το κουράγιο να διαβάσει ταυτόχρονα τη μετάφραση και το πρωτότυπο θα μπορούσε να επισημάνει το λάθος.
Το κακό, όμως είναι ότι ο Ροΐδης, όταν επισημαίνει τέτοιες περιπτώσεις, δεν έχει πάντα δίκιο. Στο παράδειγμα που θα ακολουθήσει αποδεικνύεται ότι οι ιστορικές γνώσεις του Σατωβριάνδου ήταν, σε αυτή την περίπτωση, καλύτερες από του Ροΐδη και ότι ο μεταφραστής θεώρησε λάθος κάτι που ήταν πέρα για πέρα σωστό. Αναφερόμενος ο συγγραφέας του Οδοιπορικού στο θέατρο του Διονύσου, λέει πως εκεί μπορούσε να ακούσει κανείς και λόγους του Δημοσθένη. Για την ακρίβεια το απόσπασμα του πρωτοτύπου λέει το εξής: «Nous aurions pu entendre éclater au théâter de Bacchus les douleurs d’ Oedipe, de Philoctète et d’Hécube; nous aurions pu ouir les applaudissements des citoyens aux discours de Démosthène»7. Το ότι ακουγόντουσαν στο θέατρο του Διονύσου και λόγοι του Δημοσθένη θεωρήθηκε σοβαρό λάθος από τον Ροΐδη και μεταφράζει αυτές τις λίγες γραμμές με τον «γνωστό τρόπο» που είδαμε και στο προηγούμενο απόσπασμα του πρωτοτύπου: «Ηθέλομεν ακούει εν τω θεάτρω του Βάκχου τους θρήνους του Οιδίποδος, του Φιλοκτήτη και της Εκάβης τας επευφημήσεις του πλήθους»8. Όπως καταλαβαίνει κανείς δεν γίνεται λόγος για τον Δημοσθένη. Έχει όμως πράγματι λάθος ο Σατωβριάνδος ή ο Ροΐδης δεν ήταν καλά πληροφορημένος ; Ο Α. Γεωργοπαπαδάκος, για παράδειγμα, λέει στην Αρχαία ελληνική γραμματολογία του τα εξής για το θέμα: « Στα παλαιότερα χρόνια οι εκκλησίες γίνονταν στην αγορά. Από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα οι συνελεύσεις γίνονταν στον λόφο της Πνύκας και, σπανιότερα, στο διονυσιακό θέατρο, το θέατρο του Πειραιώς ή στον Κολωνό»9. Δεν έχει σημασία όμως αν ο Ροΐδης έχει εδώ λάθος. Σημασία έχει ο σκοπός για τον οποίο μετέφρασε το απόσπασμα με αυτό τον τρόπο. Και ο σκοπός ήταν να αποσιωπήσει ένα, κατά τη γνώμη του, σοβαρό ιστορικό λάθος του Γάλλου συγγραφέα.
Είναι, απ’όσο γνωρίζω, η πρώτη φορά που επισημαίνεται αυτή η ιδιόρρυθμη στάση του νεαρού Ροΐδη απέναντι στο κείμενο του Οδοιπορικού, μια στάση που δείχνει, με ανάγλυφο τρόπο, την αγάπη και τον θαυμασμό που έτρεφε ο συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας για τον μεγάλο αυτό συγγραφέα του γαλλικού ρομαντισμού και του 19ου αιώνα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Τάκης Θεοδωρόπουλος: «Ροΐδης ή Ρομίδης. Ακαδημία χωρίς Ακαδημαϊκούς», εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20\2\2022, σ. 26.
2) Κ.Θ.Δημαράς, Το Οδοιπορικό του Σατωμπριάν σε μετάφραση Εμμανουήλ Ροΐδη, εφημ. Το Βήμα , Αθήνα , 16\3\1979.
3) Κ.Θ.Δημαράς, ο.π.
4) Σατωβριάνδος, Οδοιπορικό ( μτφ. Εμμ. Ροΐδης, επιμέλ Τάσος Βουρνάς ) εκδ. Αφών Τολίδη, Αθηνα, 1979, τ. Α΄.
5) Μένης Κουμανταρέας, Δυο φορές Έλληνας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2001, σ. 178.
6) F.R. de Chateaubriand, Itinéraire de Paris à Jẻrusalem, éd. Garnier- Flamarion, Paris , 1968, p. 115.
7) Σατωβριάνδος, ο. π. τ. Α ΄, σ.
8) F. R. de Chateaubriand, o. π. σ. 146.
9) Σατωβριάνδος, ο.π. τ. Β΄, σ. 39.
10) Α. Γεωργοπαπαδάκος , Ελληνική Γραμματολογία, εκδ. Βιβλιοπωλείο ΜΟΛΧΟ, Θεσσαλονίκη, 1968, σ. 204.