Αν οι άνθρωποι μεθούν με το κρασί, ο Ευγένιος Ντελακρουά μεθούσε με το χρώμα. Ο Μπωντλαίρ – που είναι ο πιο διορατικός από τους κριτικούς της ζωγραφικής του- λέει σε ένα από εκείνα τα ανεπανάληπτα κριτικά του κείμενα για το έργο του το εξής: «Δεν έχω δει ποτέ παλέτα προετοιμασμένη με τόση λεπτομέρεια και ευαισθησία όσο αυτή του Ντελακρουά. Έμοιαζε με ένα μπουκέτο λουλούδια σοφά ταιριασμένα».
Πράγματι, το πρώτο πράγμα που σου κάνει εντύπωση σε κάθε ζωγραφική δημιουργία του Ντελακρουά είναι τα τολμηρά χρώματα, τα οποία σου δίνουν την εντύπωση ότι βγαίνουν και χύνονται στην επιφάνεια του πίνακα από κρατήρα ηφαιστείου, ενώ σε κάθε καινούργιο έργο που φιλοτεχνεί κινούνται σε μια περισσότερο προσωπική κατεύθυνση. Ωστόσο, δεν πρέπει να είμαστε υπερβολικοί, αν πούμε ότι από το 1822, τη χρονιά που ο Ευγένιος Ντελακρουά εκθέτει το έργο Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στον Άδη – ένα έργο που με τη βάρκα και τους κολασμένους παραπέμπει στο Ναυάγιο της Μέδουσας του Ζερικό και με τα γυμνά σώματα σε ρωμαλέες μορφές του Μιχαήλ Αγγέλου, ενώ στη σύνθεση τονίζει περισσότερο την πυραμιδοειδή οργάνωση που είναι μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της αναγεννησιακής ζωγραφικής -η Γαλλία θα πάρει κυρίαρχη θέση μέσα στον χώρο της ευρωπαϊκής ζωγραφικής και θα την κρατήσει και στον επόμενο αιώνα. Ούτε πάλι είμαστε εκτός πραγματικότητας, αν σημειώσουμε ότι η πρωτοτυπία των θεμάτων, η χρωματική τολμηρότητα και το εξωτικό στοιχείο (για να σταθούμε σε μερικά από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τέχνης του) καθιέρωσαν τον Ντελακρουά όχι μόνο αρχηγό της Ρομαντικής Σχολής, αλλά και μια από τις προδρομικές μορφές του εμπρεσιονισμού. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι το έργο του τράβηξε το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον μεγάλων ζωγράφων, του Σεζάν και του Πικάσο για παράδειγμα. Ο Σεζάν μάλιστα τον θεωρούσε ως τον σημαντικότερο δάσκαλό του.
Στον τόπο μας η ζωγραφική του Ντελακρουά είναι περισσότερο γνωστή από εκείνα τα έργα που αντλούν το θέμα τους από την Ελληνική Επανάσταση και συνέβαλαν, όπως είναι γνωστό, στην αναζωπύρωση του φιλελληνισμού στην Ευρώπη. Γι’ αυτό σ’ αυτό το σημείωμα το θέμα δεν είναι να μιλήσουμε για τα γνωστά αυτά έργα του καλλιτέχνη, αλλά να δούμε και να γνωρίσουμε, όσο το δυνατόν βαθύτερα, μια λιγότερο γνωστή πλευρά της ζωγραφικής του δημιουργίας. Και για να πούμε όλη την αλήθεια, αυτή η πλευρά της τέχνης του είναι λιγότερο γνωστή όχι μόνο στη χώρα μας ή στην Ευρώπη, αλλά και στην ίδια τη Γαλλία ακόμα, μολονότι ο André Joubin φτάνει στο σημείο να πει ότι ο Ευγένιος Ντελακρουά είναι ίσως ο μόνος θρησκευτικός ζωγράφος που υπάρχει μέσα στον 19ο αιώνα.
Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να δει κανείς όλα τα θρησκευτικά του έργα, για να καταλάβει ότι ο Ντελακρουά είναι ένας μεγάλος ζωγράφος βιβλικών σκηνών. Είναι αρκετές οι τρεις τοιχογραφίες του στον Άγιο Σουλπίκιο, για να σας βεβαιώσουν ότι έχετε μπροστά σας έναν καλλιτέχνη που ξέρει, όπως λένε συχνά γι’ αυτόν, να ζωγραφίζει, με την ίδια ευαισθησία και τελειότητα, τα πάντα. Και κάτι ακόμα: Για την αγιογράφηση αυτής της εκκλησίας του Παρισιού εργάστηκαν είκοσι περίπου καλλιτέχνες. Κι όμως μ’ αυτές τις τρεις τοιχογραφίες ο Ντελακρουά μονοπωλεί το ενδιαφέρον τόσο του φιλότεχνου κοινού, όσο και των μελετητών της τέχνης. Δεν έχεις λοιπόν παρά να μπεις στον ναό του Αγίου Σουλπικίου, να στρέψεις το βλέμμα σου δεξιά στο πρώτο παρεκκλήσι και να πλησιάσεις. Εκεί σε περιμένουν πάνω από εκατό χρόνια οι τρεις βιβλικές δημιουργίες του Ντελακρουά. Στον αριστερό τοίχο, το αριστούργημά του: Η πάλη του Ιακώβ με τον Άγγελο, στον δεξιό Η εκδίωξη του Ηλιοδώρου από τον Ναό, θέμα που έχει ζωγραφίσει και ο Ραφαήλ στις περίφημες αίθουσες του Βατικανού, και ψηλά, επάνω στην οροφή, Ο Μιχαήλ που φονεύει τον Δράκοντα.
Η τοιχογραφία με τον Ηλιόδωρο μου θύμισε το πολύ γνωστό ποίημα του Μποντλέρ Οι Φάροι, (Les Phares ). Εκεί ο Γάλλος ποιητής αναφέρεται σε μερικούς ζωγράφους που θεωρεί κορυφαίους όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ζωγραφική. Αξίζει να προσέξει κανείς ότι ενώ στην επίλεκτη αυτή ομάδα ζωγράφων περιλαμβάνει τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, τον Μιχαήλ Άγγελο και φυσικά τον Ντελακρουά, τον ζωγράφο των ημερών του, αφήνει έξω τον Ραφαήλ, που μαζί με τους δυο προαναφερθέντες συμπατριώτες του αποτελεί την κορυφαία τριάδα ζωγράφων της αναγεννησιακής ζωγραφικής. Για τούτη την απουσία του Ραφαήλ, είναι αλήθεια, χύθηκε πολύ μελάνι. Κανείς όμως δεν μπορεί να ξέρει τους λόγους για τους οποίους ο Μποντλέρ δεν τον επέλεξε.
Το πρώτο ερώτημα που μας γεννιέται, κοιτάζοντας αυτές τις τρεις τοιχογραφίες, είναι γιατί ο Ντελακρουά διάλεξε αυτά τα θέματά. Είναι βέβαια γνωστό ότι του ανάθεσαν να ζωγραφίσει το παρεκκλήσι των αγγέλων, chapelle des saints anges, όπως το λένε οι Γάλλοι. Έτσι τα θέματα που χρειάστηκε να διαλέξει έπρεπε να είναι βιβλικές σκηνές με αγγέλους. Και τέτοιες σκηνές υπάρχουν τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Ο Ντελακρουά – grand liseur (μεγάλο αναγνώστη) τον αποκαλεί ο Μποντλέρ – θα διαβάσει και τα δυο αυτά βιβλία, για να διαλέξει τελικά δυο χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και ένα από την Καινή. Και δεν καταφεύγει, όπως ο Rembrandt ή ο Francesco Guardi, στο βιβλίο του Τωβίτ, που είναι πλούσιο σε ειρηνικές σκηνές με αγγέλους. Αυτός θέλει κάτι τελείως διαφορετικό, κάτι που να θυμίζει τον Φειδία και τους μαθητές του στις μετόπες του Παρθενώνα. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, αυτός ζητάει μέσα στη Βίβλο σκηνές της Ιλιάδας, σκηνές γεμάτες κίνηση και ταραχή, σκηνές που να κορυφώνονται σε μια υπέρτατη σύγκρουση. Και τέτοια σύγκρουση υπάρχει, πράγματι, και στα τρία θέματα που διάλεξε ο Ντελακρουά. Στα δύο πρώτα, που πήρε από την Παλαιά Διαθήκη, έχουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στον άγγελο και τον άθρωπο, ανάμεσα δηλαδή στο θείο και στο ανθρώπινο στοιχείο. Και στο τρίτο, που είναι παρμένο από την Αποκάλυψη, έχουμε την αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του Καλού και του Κακού. Και ξέρει ο Ντελακρουά, όπως ήξερε και ο Μιχαήλ Άγγελος όταν σμίλευε ή ζωγράφιζε το ανθρώπινο σώμα γυμνό, τι τεράστιες δυνατότητες έδινε αυτό το θέμα της σύγκρουσης σ’ αυτόν, που είχε τόσο βαθιά μελετήσει τη στάση και την κίνηση του σώματος, όχι μόνο στον άνθρωπο, αλλά και στα άγρια ζώα ακόμα. Ιδιαίτερα σ’ αυτά τα τελευταία η τέχνη του Ντελακρουά φτάνει σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε τα έργα του που έχουν για θέμα τους πάλη τίγρεων ή άλλων ζώων, ν’ αποτελούν απάντηση στους θαυμάσιους αυτούς στίχους του William Blake:
Τyger! Tyger! Burning bright
In the forest of the night,
What immortal hand or eye
Could frame thy fearful symmetry ?
(Τίγρη ! τίγρη ! που φλογοφέγγεις
Μέσα στο δάσος της νύχτας ,
Ποιο χέρι αθάνατο ή μάτι
Θα μπορούσε να σχεδιάσει
Τη φοβερή σου συμμετρία ; )
Από τις τρεις τοιχογραφίες με τα βιβλικά θέματα θα γίνει λόγος σ’ αυτό το σημείωμα μόνο για την πρώτη: Η πάλη του Ιακώβ με τον Άγγελο, που είναι, όπως είπα πιο πάνω, το αριστούργημά του.
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, στον αριστερό τοίχο είναι Η πάλη του Ιακώβ με τον Άγγελο. Για το θέμα αυτό ο Ντελακρουά συμβουλεύτηκε το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Πρόκειται για το σημείο εκείνο όπου ο Ιακώβ πηγαίνει να συναντήσει με όλη την οικογένειά του τον αδελφό του. Επειδή φοβάται εχθρική υποδοχή από τον Ησαύ, στέλνει μερικούς δούλους του να τον συναντήσουν πριν απ’ αυτόν και να του προσφέρουν ως δώρο τα αιγοπρόβατα που φέρνουν μαζί τους. Με αυτό τον τρόπο πίστευε πως θα τον εξευμενήσει. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα σε μετάφραση Ι.Θ.Κολιτσάρα: “ Οι φέροντες τα κοπάδια ως δώρα επροπορεύοντο από τον Ιακώβ. Αυτός δε κατά την εσπέραν εκείνην εκοιμήθη εις την κατασκήνωσιν. Κατά την νύκτα όμως, εσηκώθη, επήρε τας δύο γυναίκας του, τας δύο θεραπαινίδας και τα ένδεκα παιδιά του και επέρασε μαζι με αυτά εις βατόν σημείον τον περαπόταμον του Ιορδάνου, τον Ιαβώκ. Μαζί με τους ανθρώπους του αυτούς διεβίβασεν εις την αντίπεραν όχθη του Ιαβώκ και όλα τα υπάρχοντά του. Αυτός δε ο ίδιος έμεινε μόνος του εδώθε από τον Ιαβώκ. Εκεί ένας άνθρωπος επάλαιεν εναντίον του καθ’ ΄όλην την νύκτα, έως το πρωί. Είδε δε ο αντίπαλος αυτός ότι δεν δύναται να νικήσει τον Ιακώβ. Ήγγισε τότε το πλατύ άνω μέρος του μηρού του Ιακώβ και καθώς συνέχιζε την πάλην κατά του Ιακώβ ενάρκωσεν αυτό το μέρος του μηρού.’’ ( Γένεσις, ΛΒ,19-25).
Σε αυτό το λιτό κείμενο στηρίχτηκε ο Ντελακρουά, για να μας δώσει το αριστούργημά του. Πράγματι, πέρα από το όνομα ενός παραπόταμου του Ιορδάνη, δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο μέσα στο κείμενο που θα μπορούσε να μας δώσει κάποια στοιχειώδη περιγραφή του φυσικού περιβάλλοντος , μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι δυο βιβλικές μορφές. Θα χρειαστεί, λοιπόν, ο καλλιτέχνης να βγάλει μέσα από τη φαντασία του όση ομορφιά το κείμενο της Βίβλου αφήνει να εννοηθεί. Και για να δούμε καλύτερα αυτή την ομορφιά που βγήκε από τον χρωστήρα του Ντελακρουά, θα χρησιμοποιήσουμε κοντά στην εικόνα του έργου και ο,τι παρατήρησε η κριτική ματιά του Μποντλέρ. Σε δική μου απόδοση ο ποιητής λέει:“ Οι ιλαρές και χρυσές λάμψεις του πρωινού διαπερνούν την πιο πλούσια και πιο ρωμαλέα βλάστηση που είναι δυνατόν να φανταστείς, μια βλάστηση που θα μπορούσες να ονομάσεις πατριαρχική ( patriarche ). Στ’ αριστερά ένα διαυγές ρυάκι ξεχύνεται ορμητικά× στα δεξιά, στο βάθος, απομακρύνονται οι τελευταίες σειρές από το καραβάνι που φέρνει στον Ησαύ τα πλούσια δώρα του Ιακώβ (…..). Στο πρώτο πλάνο και πάνω στο έδαφος βρίσκονται τα ρούχα και τα όπλα που έβγαλε και άφησε ο Ιακώβ, για να παλέψει, σώμα με σώμα, με τον μυστηριώδη άνθρωπο που έστειλε ο Κύριος. Ο φυσικός άνθρωπος και ο υπερφυσικός άνθρωπος παλεύουν ο καθένας σύμφωνα με τη φύση του: ο Ιακώβ γερμένος μπροστά σαν κριάρι και με τους μυς του σώματος φουσκωμένους από την προσπάθεια. Ο άγγελος, με διάθεση να μπει φιλόφρονα στον αγώνα, ήρεμος, γλυκός, σαν μια ύπαρξη που μπορεί να νικήσει χωρίς τη δύναμη των μυών και μη επιτρέποντας στην οργή ν’ αλλοιώσει τη θεία μορφή των μελών του.’’( Peintures murals de E. Delacroix à Saint-Sulpice. Revue Fantaisiste, 15\9\1861). Σε αυτή την αισθητική παρατήρηση που κάνει ο Μποντλέρ για τη θεία μορφή του αγγέλου, μου φέρνει στη μνήμη τους θαυμάσιους αυτούς στίχους, που αναφέρονται στην ίδια αισθητική παρατήρηση και δείχνουν ότι ο ποιητής των Λουλουδιών του Κακού δεν έπαυε ακόμα και στην ποίησή του να είναι κριτικός της τέχνης:
Μισώ την κίνηση που χαλάει (την αρμονία) των γραμμών,
Και ποτέ δεν κλαίω και ποτέ δεν γελώ.
(Je hais le movement qui déplace les lignes,
Et jamais je ne pleure et jamais je ne ris.)
“ La Beautẻ ‘’
Ας γυρίσουμε πάλι στον Ντελακρουά και τη θαυμάσια τοιχογραφία του. Πράγματι, με την πρώτη ματιά στο έργο έχεις την εντύπωση πως η φύση κυριαρχεί συντριπτικά πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια και πως βρίσκεσαι μπροστά σε ένα έργο που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της Σχολής του Δούναβη, όπου η ανθρώπινη μορφή, τελείως εκτοπισμένη από τη φύση, παύει να είναι το κύριο θέμα του έργου. Ακόμη και ο Μποντλέρ, που είναι ανυποψίαστος σ’ αυτή την παρατήρηση, αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ αρχίσει την περιγραφή του από τη φύση και να μιλήσει για μια βλάστηση οργιαστική και πατριαρχική. Το θέμα ΄όμως του Ντελακρουά δεν είναι η φύση, κι ας την προβάλλει. Αυτός πήρε εντολή να διηγηθεί με τη γλώσσα της ζωγραφικής μια ανθρώπινη ιστορία παρμένη από τη Βίβλο. Δεν μπορεί λοιπόν να παραμερίσει την ανθρώπινη μορφή και να δώσει πρωτεύοντα ρόλο στη φύση. Έτσι, όταν το μάτι περάσει από το φυσικό τοπίο στις ανθρώπινες μορφές, το ενδιαφέρον μας αποσπάται εύκολα από τη μαγεία της φύσης, γιατί και εδώ η τέχνη του Ντελακρουά είναι μεγάλη και δεν προσπερνιέται χωρίς την προσοχή και τον θαυμασμό που της αξίζει. Σε αυτή την τοιχογραφία, φύση και ανθρώπινη μορφή, τα δυο βασικά στοιχεία που απασχόλησαν τη Σχολή του Δούναβη, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοερμηνεύονται, για ν’ αναδειχτούν στο τέλος ισόπαλα. Και για να δείτε με πόσο μεγαλοφυή τρόπο ο Ντελακρουά ξέρει να δένει θεματικά αυτά τα δυο στοιχεία, δεν έχετε παρά να προσέξετε τα δυο τεράστια δέντρα που δεσπόζουν στο κέντρο της ζωγραφικής επιφάνειας. Έτσι όπως γέρνουν τους πελώριους κορμούς τους και συμπλέκουν τα κλαδιά τους μοιάζουν με δυο γίγαντες που έχουν ριχτεί σε θανάσιμη πάλη. Με άλλα λόγια, η σύγκρουση ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο στοιχείο απεικονίζεται εδώ με δυο τρόπους: τον συμβατικό που μας δίνουν οι ανθρώπινες μορφές, και τον συμβολικό που μας προσφέρουν η φύση και η μεγαλοφυία του καλλιτέχνη.
Τελειώνοντας με αυτό το έργο, θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην προσέξουμε τη διαγώνιο που δίνει βάθος στη ζωγραφική αυτή σύνθεση και που αρχίζει από τα ρούχα και τα όπλα του Ιακώβ, συνεχίζεται με τα σώματα των δύο αντιπάλων,που έχουν μια αρκετά μεγάλη κλίση προς τ΄αριστερά, και τερματίζεται στον κορμό και τη φυλλωσιά ενός δέντρου, αναδεικνύοντας το έργο αισθητικά. Από αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια καταλαβαίνει κανείς ότι ο Ντελακρουά όχι μόνο είχε υπόψη του τις σημαντικές, ζωγραφικές κατακτήσεις των μεγάλων δημιουργών της Αναγέννησης, αλλά και ήξερε να τις εφαρμόζει με μεγάλα αισθητικά αποτελέσματα. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος ότι οι μελετητές του έργου του τοποθετούν τον Ευγένιο Ντελακρουά στη “ μεγάλη οικογένεια’’ των ζωγράφων της Αναγέννησης και της εποχής του Μπαρόκ, όπως και τον ανταγωνιστή του Ντομινίκ Ενγκρ, γιατί έχει σαφή προτίμηση προς την ιστορική ζωγραφική, που, με τα μέτρα των Ακαδημαϊκών, τη θεωρεί ακόμα σαν το πιο ευγενές είδος× τον τοποθετούν ακόμα εκεί γιατί υπάρχει δύναμη και ηθική πληρότητα στις συνθέσεις του, που είναι αποτέλεσμα σκέψης.
————————–