Στα διακόσια χρόνια που μετράει η χώρα μας στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης το καφενείο ήταν και είναι ακόμα για τον Έλληνα το δεύτερο σπίτι του. Εκεί εκκλησιάζεται τις Κυριακές, εκεί εκφράζει τη γνώμη του για την πολιτική κατάσταση, εκεί συχνά ξοδεύει και το μεροκάματο. Το πιο φημισμένο καφενείο στα χρόνια του Όθωνος ήταν Η ωραία Ελλάς, στη διασταύρωση των οδών Αιόλου και Ερμού, το κεντρικότερο σημείο της Αθήνας εκείνη την εποχή. Λίγο αργότερα ένα άλλο καφενείο , του Χάφτα, όπου σύχναζαν αγωνιστές της Επανάστασης και ήταν συνάμα το στέκι της αντιβασιλικής νεολαίας, άνοιξε στο κομμάτι της Αιόλου που συνδέει τη Σταδίου με την Πανεπιστημίου και οι Αθηναίοι σήμερα το ξέρουν ως Χαφτία. Το καφενείο ήταν πάντα ο χώρος του εργένη ή , όπως τώρα με την κρίση, του νέου που είναι άνεργος , το λέει, άλλωστε, κι ο ποιητής:
Από χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Σωστά το λέει ο Αλεξανδρινός: «τα καφενεία της σειράς του», γιατί, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, οι θαμώνες, άθελά τους, τα χωρίζουν σε κατηγορίες. Ένα παλιό καφενείο μάλιστα, που τώρα βέβαια δεν υπάρχει, το έλεγε με τον τίτλο του ξεκάθαρα: Καφενείον των ευ φρονούντων, των συνταξιούχων δηλαδή ή των ανθρώπων που ήταν σε προχωρημένη ηλικία και είχε πήξει το μυαλό ώστε να βλέπουν τις περιστάσεις της ζωής με σύνεση. Οι νέοι που τους έδιωχνε ο τίτλος και δεν σύχναζαν εκεί το έλεγαν για ευκολία τους των γερόντων, ενώ οι φιλόλογοι και οι διαβασμένοι άνθρωποι το είχαν συχνά ως θέμα συζήτησης για να καταλήξουν κάποτε στο συμπέρασμα ότι ο τίτλος αυτού του καφενείου είναι φράση από τον Υπέρ αδυνάτου λόγο του Λυσία που διδάχτηκαν μια φορά και έναν καιρό στο σχολείο. Και για ‘’του λόγου το ασφαλές’’, είχαν πάντα στη μνήμη τους ολόκληρη την πρόταση του σπουδαίου αυτού λογογράφου, που ήταν μέτοικος και όχι Αθηναίος πολίτης: « υμείς δε ( ο των ευ φρονούντων έργον εστί ) μάλλον πιστεύετε τοις υμετέροις αυτών οφθαλμοίς ή τοις τούτου λόγοις».
Όλα αυτά που ανάφερα πιο πάνω γυρίζουν τη σκέψη μου πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Στην όμορφη γειτονιά μας— όπου οι αθηναϊκοί χωματόδρομοι μας μεγάλωσαν εμάς τα παιδιά τότε, σαν παππούδες στα γόνατά τους— υπήρχε ένα παλιό καφενείο με τον παράξενο τίτλο Καφενείον η Αρένα. Αυτός ο τίτλος του καφενείου και το άγαλμα στην τότε πλατεία Κυριακού και τώρα Βικτωρίας ήταν δυο αξεδιάλυτα μυστήρια της παιδικής μου ζωής. Περνούσα συχνά από εκεί, γιατί ήταν στο δρόμο του δημοτικού σχολείου που πήγαινα παιδί. Ήταν πάντα γεμάτο ηλικιωμένους ανθρώπους, παππούδες, όπως λέγαμε με τους παιδικούς μου φίλους, που πίνανε τον καφέ τους, τον πρωινό ή τον απογευματινό, χαρτοπαίζοντας ή κουβεντιάζοντας για τη δική τους παλιά, καλή εποχή.
Μια μέρα, που δεν θυμάμαι για ποιο λόγο έτυχε να μπω μέσα, ξεχώρισα, ανάμεσα στις φωτογραφίες του Βασιλιά και της Βασίλισσας που ήταν στον τοίχο, τον τοίχο απέναντι ακριβώς από την είσοδο του καφενείου, μια φράση με ξένα γράμματα που οι φτωχές μου σχολικές γνώσεις δεν μου επέτρεπαν να διαβάσω. Δεν έφυγα από εκεί χωρίς την προσπάθεια να ξεδιαλύνω το μυστήριο αυτής της φράσης και ,με την παιδική περιέργεια που με χαρακτήριζε, ρώτησα ένα από τα δυο γκαρσόνια που σέρβιραν τους καφέδες να μου πει τι σημαίνουν αυτά που ήταν γραμμένα στον τοίχο. Ο σερβιτόρος, ή γιατί δεν ήξερε ή γιατί δεν ήθελε να μου πει, με κοίταξε ξαφνιασμένος και, αφού μου χαμογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλιά, με άφησε για να συνεχίσει τη δουλειά του, χωρίς να μου δώσει απάντηση. Έφυγα τελικά από εκεί με το σκοτεινό νόημα αυτής της φράσης και με τον παράξενο τίτλο αυτού του καφενείου να με βασανίζουν κάμποσα χρόνια.
Ήμουν, θυμάμαι, στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, Λυκείου για εκείνη την εποχή, και διάβαζα για να δώσω εισιτήριες εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή. Μια μέρα, που έτυχε να περνάω μπροστά από αυτό το καφενείο, η ταμπέλα Καφενείον η Αρένα μου χτύπησε πάλι στο μάτι. «Αυτή τη φορά θα τα ξεδιαλύνω όλα!» είπα μέσα μου και μπήκα αποφασιστικά μέσα στο καφενείο που ήταν γεμάτο καπνούς από τα τσιγάρα και βαβούρα από το κουβεντολόι των θαμώνων . Έκανα πως τάχα ζητούσα να βρω κάποιον από τα γεροντάκια που σύχναζαν εκεί και κοίταξα κάποια στιγμή τη φράση που ήταν γραμμένη στον τοίχο πάντα με τα ίδια ξένα γράμματα. Γέλασα, μόλις τη διάβασα , γιατί το μακάβριο σκοτεινό της νόημα εξηγούσε και τη λέξη ‘’αρένα’’ στην ταμπέλα του καφενείου:
Αve, Caysar, morituri te salutant !
που στη δική μας γλώσσα σημαίνει: Χαίρε, Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν!
Ωστόσο, δεν έφυγα αμέσως. Έμενε ακόμη κάτι που κέντριζε την περιέργειά μου. Πλησίασα τότε στο ταμείο, όπου καθόταν ο ιδιοκτήτης του καφενείου, ένας άντρας γύρω στα εξήντα με γκρίζα μαλλιά και γκρίζο μουστάκι που σκέπαζε σχεδόν το στόμα του, και, με τρόπο που άγγιζε ευγένεια και ικεσία συνάμα, τον ρώτησα πώς έγινε και πήρε την απόφαση να γραφεί αυτή η ξενόγλωσση φράση στον τοίχο. « Είναι παλιά ιστορία», μου είπε ευγενικά και κάπως κολακευμένος από την ερώτησή μου, και με ύφος Ανατολίτη παραμυθά συνέχισε: « Όταν άνοιξα το μαγαζί και έβαλα έξω την ταμπέλα Καφενείον η Αρένα, και αυτό για να τονίσω ότι ο χώρος προσφέρεται ως βουλή για πολιτικές συζητήσεις, απέφυγα να βάλω τη λέξη ‘’βουλή’’, για να μην έχω ενοχλήσεις από την αστυνομία, και προτίμησα τη λέξη ‘’αρένα’’, επειδή συχνά πυκνά, όπως ξέρεις, η ελληνική Βουλή μεταβάλλεται σε αρένα. Ένας από τους πρώτους ηλικιωμένους πελάτες μου ( πάνε μερικά χρόνια που πέθανε) έτυχε να είναι φιλόλογος. Ένα πρωί που του σέρβιρα τον καφέ μού είπε γελώντας στα λατινικά αυτή τη φράση που βλέπεις στο τοίχο . Τον ρώτησα τότε να μου πει τι σημαίνει και μου είπε, σηκώνοντας το χέρι του σε χιτλερικό χαιρετισμό, τον οποίο αυτός χαρακτήρισε ως χαιρετισμό των μονομάχων προς τον Ρωμαίο αυτοκράτορα: Χαίρε, Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν! Εκείνη τη στιγμή γύρισα και κοίταξα γύρω μου τα γεροντάκια που, καλή ώρα όπως τώρα, χαρτοπαίζανε ή μιλούσαν μεταξύ τους, και είπα μέσα μου: ‘’ Μάλλον αυτούς θα εννοεί, που είναι στην πρώτη γραμμή επιλογής του χάρου, και με τον ‘’αυτοκράτορα’’ εννοεί εμένα, μιας και δω μέσα θεωρούμαι πρόεδρος της «βουλής» και συνάμα όργανο της τάξεως’’. Η ιδέα, που μπήκε τότε στο κεφάλι μου ,αν και μακάβρια και λίγο τρελή, μου άρεσε και την έκανα πράξη. Έβαλα και την έγραψαν, όπως μου είπε ο μακαρίτης, στα λατινικά, για να μην μπορούν να τη διαβάσουν και να καταλάβουν τι λέει. Από τότε πολλοί πελάτες με ρωτάνε τι θέλει να πει αυτή η φράση και εγώ, για να ξεμπερδεύω με τη δύσκολη αυτή ερώτηση, τη μεταφράζω όπως συμφέρει το μαγαζί: Χαίρε, Καίσαρ, το καφεδάκι σου σε περιμένει!» Αυτά μου είπε ο ιδιόρρυθμος αυτός ιδιοκτήτης του καφενείου και τον ευχαρίστησα για την προθυμία του ν’ απαντήσει στην ερώτησή μου. Φεύγοντας, για να γλιτώσω και από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του καφενείου, τον ξάφνιασα με τον χαιρετισμό των μονομάχων και τα άπταιστα λατινικά μου:
Αve, Caesar, morituri te salutant !