O Jose Maria de Heredia ( 1842-1905) γεννήθηκε κοντά στο Σαντιάγκο της Κούβας. Έζησε όμως και μορφώθηκε στη Γαλλία. Υπήρξε φίλος και μαθητής του Leconte de Lisle, του αρχηγού της ποιητικής σχολής του Παρνασσισμού, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο ίδιος ανάμεσα στους κύριους εκπροσώπους της. Στα Τρόπαια ( Les Trophées ), τη μοναδική συλλογή που δημοσίευσε το 1893, περιέχεται ολόκληρη η ποιητική του δημιουργία, ενώ το σονέτο, η ποιητική μορφή με την οποία εκφράστηκαν οι ποιητές του Παρνασσισμού, βρήκε – με τον κρουστό στίχο, τη σπάνια λέξη, τη συγκρατημένη συναισθηματικότητα και την αναζήτηση θεμάτων από το ιστορικό παρελθόν ή τη μυθολογία, στοιχεία, δηλαδή, που χαρακτηρίζουν την ποιητική αυτή Σχολή – την εκφραστική του τελειότητα.
Η πρώτη ενότητα της συλλογής αυτής, που επιγράφεται Η Ελλάδα και η Σικελία, αρχίζει με δυο σονέτα που αναφέρονται στους άθλους του Ηρακλή. Το πρώτο σονέτο με τίτλο Νεμέα, έχει για θέμα του τον πρώτο άθλο του Ηρακλή, το λιοντάρι της Νεμέας. Το δεύτερο σονέτο, με τίτλο Στυμφαλία, αναφέρεται στον πέμπτο άθλο, τον οποίο δηλώνει αυτός ο τόπος. Πρέπει εδώ να προσθέσω ότι ο Ερεντιά έγραψε ακόμα ένα σονέτο με θέμα τους άθλους του Ηρακλή. Πράγματι, στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων υπάρχει, σε χειρόγραφο, ένα σονέτο του που επιγράφεται Ηρακλής και Ανταίος. Το σονέτο αυτό όχι μόνο δεν περιλαμβάνεται στη συλλογή Τρόπαια, αλλά και δεν έχει δημοσιευτεί ποτέ σε λογοτεχνικό περιοδικό ή εφημερίδα. Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους το σονέτο αυτό δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας κανείς δεν γνωρίζει. Το πιο πιθανόν φαίνεται να είναι ότι ο ποιητής δεν του είχε δώσει την τελική μορφή που ήθελε. Και αυτό γιατί, όπως έλεγαν οι στενοί φίλοι του, προτιμούσε πάντα την ποιότητα από την ποσότητα.
Στο σονέτο Στυμφαλία, το δεύτερο της συλλογής, έχουμε, όπως είπα και πιο πάνω, μια ποιητική αφήγηση του πέμπτου ηράκλειου άθλου, σύμφωνα με τον οποίο ο Ηρακλής εξόντωσε τα τρομερά πουλιά αυτής της λίμνης, τις Στυμφαλίδες όρνιθες, όπως είναι γνωστά από τη μυθολογία, με εντολή του Ευρυσθέα, του βασιλιά της Τίρυνθας. Θεωρείται όμως απαραίτητο, πριν μας απασχολήσει το ποίημα του Ερεντιά, να δοθούν κάποια στοιχεία όχι μόνο για τον μύθο άλλα και για τον τόπο.
Σύμφωνα με τα γεωγραφικά δεδομένα της αρχαίας εποχής, στη βόρεια Αρκαδία υψώνεται το βουνό Στύμφαλος. Ακρυβώς στους πρόποδες υπήρχε μια πόλη που είχε το ίδιο όνομα με αυτό το βουνό. Αρκετά κοντά σε αυτή την πόλη είναι μια λίμνη, η Στυμφαλίδα. Τις όχθες αυτής της λίμνης κάλυπτε πυκνή βλάστηση από θάμνους και δέντρα. Με τον καιρό όμως σχηματίστηκε ένα αδιαπέραστο δάσος. Σε αυτό το δάσος κάποια στιγμή βρήκαν καταφύγιο ένα πολύ μεγάλο κοπάδι από άγρια πουλιά. Σύμφωνα με μια πολύ παλιά παράδοση, τα πουλιά αυτά κατέφυγαν σε αυτό το δάσος για να γλιτώσουν από τους λύκους που κατέβαιναν από το βουνό Στύμφαλος να τα κατασπαράξουν. Αν όμως έχει κανείς υπόψη του πόσο επικίνδυνα ήταν αυτά τα πουλιά, καταλαβαίνει ότι μάλλον οι λύκοι κινδύνευαν από τα πουλιά, παρά τα πουλιά από τους λύκους. Πράγματι, ήταν παράξενα και φοβερά πουλιά. Είχαν μακρύ λαιμό και πόδια ψηλά σαν τα λελέκια. Τα φτερά τους ήταν σιδερένια και μπορούσαν να τα εκτοξεύουν σαν βέλη σκορπίζοντας παντού τον θάνατο. Έτρωγαν ανθρώπινο κρέας και ήταν τόσο πολλά, που , όταν σηκώνονταν στον ουρανό, έκρυβαν τον ήλο, ενώ με τα κρωξίματά τους έδιωχναν τα άλλα πουλιά και τρομοκρατούσαν τα ζώα. Με λίγα λόγια ήταν μεγάλη πληγή για τον τόπο.
Αυτά είναι λοιπόν τα στοιχεία που μας δίνουν μια αρκετά καλή εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή, προτού ο Ηρακλής πάει να εκτελέσει τον πέμπτο από τους δώδεκα άθλους του. Η έμμετρη μετάφραση που δίνω στη συνέχεια είναι αρκετά κοντά στο πρωτότυπο για όσα θα λέγονται σχετικά με το ποίημα.
Στυμφαλία
Η όχθη, μες στον βόρβορο, απόκρημνη, μουντή.
Ο Ήρωας τη ροβολά, καθώς πουλιά χιλιάδες,
Από παντού πετάξανε, σα δυνατές σπιλιάδες,
Και τα νερά ταράχτηκαν στη λίμνη τη θλιβή.
*
‘Αλλα, πετώντας χαμηλά, σκεδιάζαν μαύρο πλέγμα,
Αγγίζοντας το μέτωπο που φίλησε η Ομφάλη.
Κι ως είχε βέλος στη χορδή ο γιος του Δία βάλει,
Πήρε μια θέση μπαίνοντας στων καλαμιών το τέλμα.
*
Απ’ των πουλιών το σύννεφο, που σβέλτα αυτός σκοτώνει,
Μ’ άγριες κραξιές, φριχτή βροχή πέφτει, κι αυτήν, με βέλη
Πυρφόρα, η φονική αστραπή αδιάκοπα αυλακώνει.
*
Κι όταν ο ήλιος τελικά, μεσ’ από τη νεφέλη
Που ξέσχισαν τα βέλη του, τον Ηρακλή κοιτάει,
Αιμόφυρτος στον μπλε ουρανό αυτός χαμογελάει.
Οι μελετητές του έργου του έχουν επισημάνει μερικούς πίνακες του Gustave Moreau, που έχουν ιστορικό ή μυθολογικό θέμα και των οποίων η επίδραση είναι αρκετά εμφανής στα ποιήματα του Ερεντιά με παρεμφερές θέμα. Έτσι, η ατμόσφαιρα που μας δίνεται στο πρώτο τετράστιχο του σονέτου για τη λίμνη της Στυμφαλίας έχει ομοιότητες με το σπήλαιο και τα έλη που έχει ζωγραφίσει ο Μoreau στον πίνακά του με το ίδιο μυθολογικό θέμα. Υπάρχουν βέβαια και διαφορές. Ανάμεσα σε αυτές είναι και δυο που είναι βασικές. Η μία είναι ότι ο Ηρακλής του ζωγράφου είναι όρθιος στην αριστερή πλευρά του πίνακα και σημαδεύει τα πουλιά που είναι σε ένα πιο χαμηλό επίπεδο απ’ αυτόν, ενώ στο σονέτο του Ερεντιά ο μυθικός ήρωας έχει πάνω απ’ το κεφάλι του ένα σύννεφο από πουλιά, που τον αναγκάζει να σημαδεύει ψηλά προς τον ουρανό με το τόξο του για να τα χτυπήσει. Η άλλη βασική διαφορά είναι ότι ο ήλιος για τον οποίο γίνεται λόγος στο τελευταίο τρίστιχο του σονέτου, στον πίνακα του Moreau δεν υπάρχει. Θα ήταν όμως αδύνατο να μην υπήρχαν αυτές οι δυο διαφορές. Και το λέω αυτό γιατί αυτές οι διαφορές είναι που στηρίζουν την ιδέα που θέλει να εκφράσει το ποίημα. Από τον πέμπτο στίχο και μετά δεν υπάρχει τίποτα που να έχει σχέση με τον πίνακα του Moreau. Ό,τι διαβάζουμε από εκεί και πέρα είναι καθαρά έμπνευση του ποιητή. Και με αυτή την παρατήρηση, δεν θέλω να πω μόνο ότι απομακρύνεται από κάθε επίδραση του Moreau, αλλά και από κάθε απεικόνιση ή αφήγηση που έχουμε δει ή διαβάσει γι’ αυτό τον άθλο. Πράγματι, ούτε η αρχαία αγγειογραφία ούτε και η ευρωπαική ζωγραφική μάς έχουν παρουσιάσει εικαστικά αυτό τον άθλο όπως ο Ερεντιά στο σονέτο του. Αν προσέξουμε τους στίχους 9,10 και 11 της τρίτης στροφής, η περιγραφή της εξόντωσης των πουλιών δεν έχει το όμοιό της ούτε στη ζωγραφική ούτε στη λογοτεχνία. Καθώς ο Ηρακλής ρίχνει ασταμάτητα και γρήγορα τα βέλη του και πληγώνει θανάσιμα τα πουλιά, πέφτει από ψηλά “φριχτή βροχή”, “ pluie horrible”, όπως λέει ο ποιητής στο πρωτότυπο. Αν και δεν εξηγεί ότι πρόκειται για το αίμα που στάζουν οι πληγές των πουλιών, ο αναγνώστης εύκολα το καταλαβαίνει, όταν στο τέλος του ποιήματος ο Ηρακλής – που έχει στο μεταξύ εξοντώσει τα φοβερά πουλιά και έχει λυτρώσει τον τόπο από ένα μεγάλο κακό – παρουσιάζεται να χαμογελάει στον μπλε ουρανό καταματωμένος από το αίμα των φονευθέντων πουλιών, “ tout sanglant sourire au grand ciel blue”, όπως λέει ο στίχος του ποιητή στο πρωτότυπο. Έναν τέτοιον Ηρακλή, είναι αλήθεια, καμία ζωγραφική δημιουργία δεν μας έδωσε , ούτε και ομότεχνος του Ερεντιά πριν απ’ αυτόν. Δεν είναι λοιπόν λίγο ότι αυτός ο Γάλλος ποιητής πήρε έναν πασίγνωστο και χιλιοειπωμένο μύθο και βρήκε την έμπνευση και την εκφραστική δύναμη να μας τον πει με έναν τρόπο που ποτέ άλλος κανείς δεν μας τον είχε ζωγραφίσει ή αφηγηθεί πριν.