Ήρεμος σαν τον συνετό και γλυκός σαν τον καταραμένο.
Κάρολος Μπωντλαίρ
Τέτοια παράδοξα πράγματα μόνο σ΄αυτό τον τόπο συμβαίνουν. Πράγματι, ο άνθρωπος που μίλησε πρώτος και έκανε γνωστό τον Κάρολο Μπωντλαίρ στους Έλληνες το 1873 είναι πεζογράφος και όχι ποιητής. Αφού, λοιπόν, πρόκειται για πεζογράφο, δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Τον θυμήθηκε και έκανε λόγο για τον Γάλλο ποιητή σε ένα κείμενό του που επιγράφεται Αιτνέαι αναμνήσεις. Εκεί, καθώς ταξιδεύει προς την Κατάνη, κάποτε ελληνική αποικία της Νάξου, θυμάται μια νύχτα που συνταξίδευε σε ατμόπλοιο με τον ποιητή του ρομαντισμού Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο και διάβαζαν ποιήματα από τα Άνθη του κακού, για να σκοτώσουν την πλήξη της αϋπνίας τους. Και ήταν μια νύχτα, λέει ο Ροΐδης, «πλήρη ομίχλης και υγρών αναθυμιάσεων», κατάλληλη «προς ανάγνωσιν τοιούτου φοβερού ποιητού». Όταν ο Ροΐδης, με το κείμενό του, έκανε γνωστό τον Γάλλο ποιητή στους Έλληνες, ο Μπωντλαίρ είχε φύγει από τη ζωή πριν από έξι χρόνια, το 1867, ενώ μεταφράσεις των ποιημάτων του άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας τη δεκαετία του 1890.
Το 1949, στις 31 του Μάη, 74 χρόνια από σήμερα, και μετά από δωδεκαήμερες διαβουλεύσεις το ακυρωτικό δικαστήριο της Γαλλίας πήρε μια απόφαση που δεν προκάλεσε καμία έκπληξη. Πράγματι, ύστερα από 92 χρόνια αποπομπής στο πυρ το εξώτερο, τα έξι ποιήματα – που είχαν αφαιρεθεί από τα Άνθη του κακού το 1857, με την κατηγορία «της προσβολής της δημοσίας αιδούς και των χρηστών ηθών » – μπορούσαν και πάλι να εκδοθούν. Η αίτηση αναίρεσης εκ μέρους του Καρόλου Μπωντλαίρ είχε κατατεθεί από τον πρόεδρο της Εταιρείας των Ανθρώπων των Γραμμάτων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και εγκρίθηκε από τον ίδιο τον γενικό εισαγγελέα. Η έγκριση αυτή σηματοδοτεί μια εποχή κατά την οποία ο Παράδεισος του Αδάμ και της Εύας είχε ανοίξει τις πόρτες του στην ερωτική ζωή των Γάλλων, δικαιώνοντας τον ποιητή που με τη ρητορική του αυτή ερώτηση λέει σε ένα από τα απαγορευμένα του τότε ποιήματα:
Ποιος, λοιπόν, τολμάει, μπροστά στον έρωτα, να μιλάει για κόλαση;
( Qui donc devant l’ amour ose parler d’ enfer ? )
*
Η πρωτότυπη έκδοση της συλλογής Τα άνθη του κακού περιελάμβανε 1300 αντίτυπα, που κυκλοφόρησαν στις 25 Ιουνίου 1857 από τους εκδότες Poulet Malassis και Eugène de Broise. Μόνο 52 από τα 100 που περιελάμβανε τότε ποιήματα ήταν ανέκδοτα. Δέκα μέρες αργότερα, στις 5 Ιουλίου, η εφημερίδα Le Figaro δημοσίευσε μια δημόσια καταδίκη της ποιητικής συλλογής με ένα άρθρο του Γουστάβου Μπιρντέν. Ο Μπωντλαίρ θα παραμείνει πεπεισμένος στην υπόλοιπη ζωή του ότι αυτό το άρθρο προκάλεσε όλες τις δικαστικές περιπέτειές του. Πράγματι, στις 7 Ιουλιου η Δικαιοσύνη αποφάσισε ν’ αναλάβει την υπόθεση, επιμένοντας ιδιαίτερα σε 13 ποιήματα από τα οποία τα 4 είχαν επισημανθεί από το άρθρο της εφημερίδας Le Figaro. O ποιητής θα δηλώσει στον ανακριτή: «Το μόνο σφάλμα μου ήταν που βασίστηκα στην οικουμενική νοημοσύνη και δεν έκανα έναν πρόλογο, όπου θα εξέθετα τις λογοτεχνικές αρχές μου και θα αντιμετώπιζα το τόσο σοβαρό θέμα της ηθικής». Επισήμανε επίσης το θέμα της τιμής του βιβλίου, η οποία αποτελούσε εμπόδιο να πέσει το βιβλίο στα χέρια οποιουδήποτε και έγραψε για την υπεράσπισή του: «Επαναλαμβάνω ότι ένα βιβλίο πρέπει να κρίνεται στο σύνολό του».
Ο τότε ισχύων νόμος περί της προσβολής της δημοσίας αιδούς, της χριστιανικής ηθικής και των χρηστών ηθών ήταν εξαιρετικά αυστηρός, ιδιαίτερα έτσι όπως τον διάβαζε ο εισαγγελέας Ερνέστος Πινάρ, ο οποίος έξι μήνες νωρίτερα είχε ζητήσει την απαγόρευση της Μαντάμ Μποβαρί. Ο Φλωμπέρ, πιο αρεστός στο πολιτικό καθεστώς, είχε αθωωθεί χωρίς όμως ν’ αποφύγει τη «μομφή» των δικαστών. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ο εισαγγελέας Πινάρ θα ασκήσει επίσης δίωξη εναντίον του Ευγένιου Συ για το βιβλίο του Μυστήρια του Παρισιού. Ο δικαστής αυτός, 35 χρόνια αργότερα, θα γράψει στα απομνημονεύματά του ότι απλώς εκπλήρωνε την αποστολή του, χωρίς να θέλει να παίξει το ρόλο κριτικού λογοτεχνίας.
Ο Αlbert Thibaudet (1874-1936), τακτικός καθηγητής στην έδρα της Γαλλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης καί ένας από τους κορυφαίους κριτικούς της λογοτεχνίας της εποχής του, λέει για την πολύκροτη συλλογή του Μπωντλαίρ στο βιβλίο του Histoire de la Littérature Française ότι ο τίτλος που είχε επιλέξει ο ποιητής για την ποιητική συλλογή του ήταν Les Limbes, λέξη που σημαίνει τον χώρο για τα αβάφτιστα παιδιά και για τους δίκαιους ανθρώπους που έζησαν πριν από τον Χριστό. Υποστηρίζει εκεί ότι ο τίτλος που είχε επιλέξει ο ποιητής απέδιδε καλύτερα το πνεύμα της ποίησής του από τον τίτλο .Άνθη του Κακού, που προτιμούσαν οι εκδότες και που ο Τιμπωντέ χαρακτηρίζει «γελοίο και ροκοκό» (ridicule et rococo). Όσο πάντως κι αν προσπαθεί, με την επιχειρηματολογία του, να πείσει τον αναγνώστη του για την άποψή του, εμείς σήμερα έχουμε συνηθίσει και αγαπήσει αυτόν τίτλο τόσο, ώστε μας είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συμφωνήσουμε με τη γνώμη του Τιμπωντέ. Άλλωστε, η αλλαγή του τίτλου της συλλογής σήμερα δεν θα πρόσθετε τίποτα σε ό.τι έχει ειπωθεί ως τώρα για την ποίηση του Μπωντλαίρ.
Θα κλείσω αυτό το σημείωμα με λίγα λόγια από ένα κείμενο του ποιητή που επιγράφεται “Σχέδιο προλόγου για Τα άνθη του κακού”:
“Αυτό το βιβλίο θα μείνει σαν μια μεγάλη κηλίδα σ’ όλη
σου τη ζωή”, μου είπε προφητικά, απ’ την αρχή, ένας φίλος μου,
που είναι μεγάλος ποιητής. Πράγματι, όλες μου οι ατυχίες τον
δικαίωσαν ως τώρα. Αλλά έχω καλόβολο χαρακτήρα που αντλεί
χαρά απ’ το μίσος και δόξα απ’ την περιφρόνηση. Η διαβολικά
παθιασμένη έλξη που νιώθω για τη βλακεία με κάνει να βρίσκω
ιδιόμορφες ηδονές μέσα στις μεταμορφώσεις της συκοφαντίας.
Αγνός σαν το χαρτί, λιτός σαν το νερό, γεμάτος ευλάβεια σαν το
κορίτσι που μεταλαμβάνει για πρώτη φορά, ευλαβής σαν θύμα,
δε θα με δυσαρεστούσε να θεωρηθώ ακόλαστος, μέθυσος,
αντίθρησκος και δολοφόνος.