Πρέπει να ήμουν στην πρώτη Γυμνασίου, αν όχι στη δευτέρα , όταν ανακάλυψα στην Παλαιά Διαθήκη εκείνο το «διαβολικό» χωρίο. Ήταν, θυμάμαι, Μεγάλη Εβδομάδα, Μεγάλη Τρίτη για την ακρίβεια. Ο κόσμος τότε πίστευε και νήστευε∙ δεν κορόιδευε, όπως σήμερα που τρώμε φακές το μεσημέρι και το βράδυ, όπως κάθε βράδυ, σουβλάκια. Η πείνα, εκείνες τις μέρες του θείου Πάθους, ήταν για μας τα παιδιά της μισογκρεμισμένης τότε απ΄τον Πόλεμο Αθήνας πιο βασανιστική, μιας και δεν μπορούσαμε να φάμε ό,τι θέλαμε. Ακόμη πιο βασανιστική όμως ήταν για το φίλο μου το Μανώλη, που είχε από τότε τη φήμη φαγά και ήταν γι΄αυτό λίγο υπέρβαρος. Πράγματι, κάθε φορά που έβγαινε για να παίξει στο χωματόδρομο της Προύσης με τ΄άλλα παιδιά, είχε πάντα στο χέρι του μια μεγάλη φέτα ψωμί, αλειμμένη με βούτυρο και μέλι, που την έτρωγε λαίμαργα και προκλητικά μπροστά στους φίλους του. Λέω έτσι, γιατί, στο χάραμα της δεκαετίας του ΄50, η φτώχεια που είχαν αφήσει πίσω τους ο Πόλεμος και ο Εμφύλιος ήταν μεγάλη και τα πιο πολλά παιδιά έβαζαν στο ψωμί τους νερό και ζάχαρη. Πρέπει όμως να παραδεχτώ ότι ήμουν ένα διαβολόπαιδο και ότι εκείνη την εποχή είχα αφήσει οριστικά την αλητεία στους αθηναϊκούς δρόμους, για να πέσω με τα μούτρα στα βιβλία, που ήταν για μένα ένας « εξαίσιος νέος κόσμος», όπως έλεγε η Μιράντα στην Τρικυμία του Σαίξπηργια τον κόσμο στον οποίο ζούμε… Το σατανικό μου μυαλό ήρθε μάλιστα να το ενισχύσει ακόμη και αυτή η Παλαιά Διαθήκη, που τη διάβαζα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, κι ας μην τα καταλάβαινα όλα. Πράγματι, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι με τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας θα εξυπηρετούσα μια μέρα σκοπούς του Εωσφόρου…
Ήταν, λοιπόν , Μεγάλη Τρίτη, όπως είπα, πρωί για την ακρίβεια, όταν ανταμώσαμε με το φίλο μου το Μανώλη, παιδί ευκατάστατης και θρησκευόμενης οικογένειας.
— Ρε Μανωλάκη, του λέω κάνοντας όσο μπορώ πιο γλυκιά τη φωνή μου, καλά εμείς στην παρέα έτσι καταραμένοι είμαστε: να νηστεύουμε και να πεθαίνουμε της πείνας∙ εσύ όμως γιατί;
— Τι θέλεις να πεις! μου λέει αρκετά θυμωμένος γιατί συνήθιζα να τον πειράζω.
— Θέλω να πω ότι εσύ σε σχέση με μας τους άλλους είσαι το αγαπημένο παιδί του Θεού. Δηλαδή, μπορείς ακόμη και τη Μεγάλη Εβδομάδα να τρως ψωμί με βούτυρο και μέλι που σ΄ αρέσει τόσο πολύ.
— Και αυτό επειδή το λες εσύ, εξυπνάκια! μου λέει πειραγμένος ο Μανώλης που ήταν και παιδί του κατηχητικού.
— Όχι, βρε Μανώλη μου, δεν το λέω εγώ∙ το λένε τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας, το λέει ο προφήτης Ησαΐας που τον γιορτάζουμε στις εννιά του Μάη μαζί με τον Άγιο Χριστόφορο, του οποίου το όνομα έχει ο πατέρας σου. Εγώ, ειλικρινά σου λέω, αν είχα το δικό σου όνομα, θα έτρωγα ψωμί με βούτυρο και μέλι ακόμη και τη Μεγάλη Παρασκευή. Η αδενοπάθεια, ξέρεις καλά νομίζω, θερίζει ακόμα… Όσο πιο καλά τρως, λένε οι γιατροί, τόσο λιγότερο κινδυνεύεις… Σκέψου το λοιπόν πρώτα και μετά πράξε.
Ο Μανώλης άρχισε, φαίνεται, να με παίρνει στα σοβαρά. Ήθελε όμως επίσημες και έγκυρες διαβεβαιώσεις. «Με θέματα θρησκείας κανείς δεν αστειεύεται» άκουγε να ∙λέει συχνά η μητέρα του, η κυρία Κοραλλία που ήταν θρήσκα και αναλφάβητη σαν τη δική μου. Δε χρειάστηκα πολλή ώρα να πάω στο σπίτι και να γυρίσω πίσω με τη Βίβλο του παππού μου, τα « Ιερά Γράμματα», όπως συνήθιζε να τη λέει ο ίδιος. Άνοιξα τον Ησαΐα στο έβδομο κεφάλαιο, σημείωσα με ένα μολύβι το δέκατο τέταρτο εδάφιο και το ΄δειξα του Μανώλη να το διαβάσει. Αυτός κάρφωσε τα μάτια του στο σημειωμένο εδάφιο και το διάβασε τρεις φορές για να πιστέψει στα μάτια του: « Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται υιόνκαι καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ∙ βούτυρον και μέλι φάγεται∙ πριν γνώναι αυτόν ή προελέσθαι πονηρά, εκλέξεται το αγαθόν». Δεν τα κατάλαβε όλα βέβαια, αλλά εκείνα που ενδιέφεραν αυτόν και το στομάχι του τα κατάλαβε– και πολύ καλά μάλιστα.
— Να το δείξω και στη μητέρα μου, είπε κάπως σαστισμένος μ΄αυτό που διάβασε, αλλά και ευχαριστημένος που θα μπορούσε να φάει το αγαπημένο του βούτυρο.
— Τι να δείξεις, ρε Μανώλη! του είπα με ψεύτικο θυμό. Αφού η γυναίκα δεν ξέρει να διαβάζει! Αρκεί που το διάβασες εσύ και ξέρεις ότι η Αγία Γραφή σού επιτρέπει να τρέφεσαι με βούτυρο και μέλι. Τι άλλο θέλεις περισσότερο;
— Καλά όσα λες. Μήπως όμως δεν πρέπει να φάω τώρα που είναι Μεγάλη Εβδομάδα;
— Αχ, βρε Μανώλη! αναστέναξα πάλι με ψεύτικη αγανάκτηση. Άμα ήταν έτσι που εσύ λες, θα το ΄γραφε και με κεφαλαία γράμματα μάλιστα. Διάβασες να γράφει τέτοιο πράγμα; Διάβασες να λέει ότι ο Εμμανουήλ δε θα τρώει βούτυρο και μέλι τη Μεγάλη Εβδομάδα; Αυτά είναι λόγια δικά σου και όχι της Αγίας Γραφής.
— Όχι, παραδέχτηκε πάλι σαστισμένος ο Μανώλης, αλλά και λίαν ευχαριστημένος που τα επιχειρήματά μου του φαίνονταν αρκετά πειστικά και του άνοιγαν το δρόμο για το βούτυρο.
Βλέποντας να κάμπτονται οι δισταγμοί του, προχώρησα, το διαβολόπαιδο, με μεγαλύτερο ζήλο στο σατανικό μουσχέδιο…
— Από τη στιγμή που διάβασες με τα μάτια σου αυτά που λέει ο προφήτης Ησαΐας, δε νομίζω ότι χρειάζεται να πεις σε κανέναν τίποτα. Μπορείς, με ήσυχη συνείδηση, ν΄ανοίξεις το ψυγείο, να πάρεις το βούτυρο και ν΄αλείψεις μια μεγάλη φέτα από το φρέσκο καρβέλι που αγοράσατε σήμερα και από πάνω να βάλεις μέλι. Σκέτη απόλαυση, φίλε! Και αυτό, όπως καταλαβαίνεις, θα το κάνεις σύμφωνα με την Αγία Γραφή που είναι το βιβλίο με το οποίο ο Θεός εκφράζει τη θέλησή του. Ποιος ο λόγος να βασανίζεις τώρα τη μάνα σου; Η γυναίκα — το είπαμε — δεν ξέρει να διαβάζει και το μόνο που θα καταφέρεις είναι να μπεις σε μπελάδες. Σημασία έχει αν συμφωνεί ο Θεός και όχι η μάνα σου. Και αυτό το διάβασες και το ξέρεις…
Τα σκέφτηκε όλα ο Μανώλης και είδε ότι πράγματι είχα δίκιο από κάθε πλευρά. Σ΄αυτό συνέβαλε βέβαια πολύ και η αγάπη του για το βούτυρο και το μέλι. Από τη στιγμή λοιπόν που δεν υπήρχε τίποτα στη συνείδησή του να τον εμποδίσει, έφυγε ασυγκράτητος για το σπίτι. Τι έγινε εκεί; Το έμαθε με όλες τις λεπτομέρειεςλίγο αργότερα όλη η γειτονιά.
Μόλις έφτασε ο Μανώλης στο σπίτι, η μάνα του έφευγε. Πήγαινε στο μπακάλη ν΄αγοράσει λάδι και φακές. Ήξερε από άλλες φορές ότι θα γύριζε σπίτι μετά από μισή ώρα. Και αυτό γιατί δεν ήταν μόνο ο χρόνος που θα καθυστερούσε στον μπακάλη, αλλά και ότι κάποια γειτόνισσα που είχε βγει στην εξώπορτα θα τη σταμάταγε για λίγη κουβεντούλα. Η ευκαιρία λοιπόν που του δινόταν ήταν καλή. Έβγαλε αμέσως το βούτυρο απ΄το ψυγείο, ψυγείο του πάγου, θα έλεγα για ν΄ ακριβολογήσω, και άρχισε ν΄ αλείφει με βούτυρο μια φέτα ψωμί. Καθυστέρησε όμως κάμποσο να βρει το μέλι. Πολύτιμα βέβαια αυτά τα λεπτά που έχασε, αλλά τελικά μπόρεσε και το βρήκε. Άνοιξε το βάζο και άρχισε να μελώνει τη βουτυρωμένη φέτα. Στο μεταξύ ο μπακάλης δεν είχε πελάτες για να καθυστερήσει η κυρία Κοραλλία και στο γυρισμό για το σπίτι καμία γειτόνισσα στην εξώπορτα για κουβέντα. Έτσι εξηγείται ότι γύρισε στο σπίτι πολύ πιο γρήγορα από άλλες φορές. Ο Μανώλης, που δεν την περίμενε τόσο γρήγορα, τα ΄χασε μόλις την είδε να μπαίνει στο σπίτι, και έμεινε με τη φέτα του ψωμιού στο χέρια αδάγκωτη ακόμη.
— Μη , βρε! Μην τολμήσεις να δαγκώσεις, σ΄έφαγα, κακομοίρη μου! του φώναξε αγριεμένη η μάνα του, μόλις είδε το βούτυρο και το μέλι στο τραπέζι και τη φέτα το ψωμί έτοιμη για φάγωμα. Αν και ο Μανώλης δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του, ο θυμός της κυρίας Κοραλλίας δεν κόπασε.Άρπαξε τη βέργα από μουριά που φύλαγε πάντα πίσω από την πόρτα της κουζίνας και τον κυνήγησε, δίνοντάς του βιτσιές στα πόδια και λέγοντας συνάμα: « Πού ακούστηκε, βρε παλιόπαιδο, να θες να φας βούτυρο Μεγάλη Βδομάδα!» Ευτυχώς το σπίτι ήταν ισόγειο και ο φουκαράς ο Μανώλης, ύστερα από κάμποσες βιτσιές που έφαγε στα πόδια, πήδηξε έξω στο χωματόδρομο από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, που ήταν ανοιχτό για ν΄αεριστεί το δωμάτιο, και έφυγε χοροπηδώντας από τους πόνους , παίρνοντας έτσι και μια πρώτη γεύση απ΄το χορό του Ησαΐα που θα χόρευε αργότερα όταν θα έβρισκε την καλή του.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Ο Μανώλης μεγάλωσε, πήγε φαντάρος, πήρε το μαγαζί του πατέρα του, αγάπησε , παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια. Κάθε φορά όμως στις εννιά του Μάη που ήταν η γιορτή του μακαρίτη πια πατέρα του, ο Μανώλης δεν ξεχνάει ποτέ πως την ίδια μέρα είναι και η γιορτή του προφήτη Ησαΐα, του διαβολοπροφήτη, όπως τον λέει από τότε. Δεν ξεχνάει όμως ούτε και τη βουτυρωμένη φέτα ψωμί με την οποία αμάρτησε, ούτε βέβαια και τις βιτσιές που του έδωσε η μάνα του, πεθαμένη κι αυτή εδώ και πολλά χρόνια τώρα.
Ευλογημένη η μέρα, η ώρα και η στιγμή / της κάθε παιδική σου αμαρτίας!
λέει ο ποιητής, παιδικέ μου φίλε Μανώλη∙ ευλογημένος και ο «όφις» που σ΄εξηπάτησε παιδί, ένα ανοιξιάτικο πρωινό της Μεγάλης Εβδομάδας— μικρό παιδί ήταν κι αυτός τότε…