You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Κωνσταντίνος Καβάφης – Ηρώδης Αττικός

Φάνης Κωστόπουλος: Κωνσταντίνος Καβάφης – Ηρώδης Αττικός

( Μια προσέγγιση )

   Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες μια ιδέα, που μπορεί να σχετίζεται με ένα ποίημα, να μην είναι ίδια  με την ιδέα που είχε στη σκέψη του ο ποιητής, για να γράψει αυτό το ποίημα.  Αυτό δεν έχει καμία σημασία. Αρκεί οι στίχοι του ποιήματος να εκφράζουν αυτή την ιδέα, κι ας μην την είχε υπόψη του ο ποιητής. Άλλωστε, δεν είναι κάτι σπάνιο που  ένα ποίημα προχωράει πέρα από τη σκέψη του δημιουργού του. Ο λόγος τώρα για το ποίημα του Καβάφη Ηρώδης Αττικός. Στην πρώτη ενότητα του ποιήματος, ο ποιητής αναφέρει, σύμφωνα με το σχόλιο του Γ. Π.Σαββίδη στις εκδόσεις Ίκαρος, ένα ιστορικό συμβάν του 2ου αιώνα μ.Χ. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που ο Αλεξανδρινός ποιητής καταφεύγει στην ιστορία για την ποιητική του έμπνευση. Αν και το ποίημα είναι αρκετά γνωστό, θεωρώ απαραίτητο για τον αναγνώστη να το έχει τώρα μπροστά του. Δεν είναι άλλωστε πολύ μεγάλο για να μας δημιουργήσει πρόβλημα. Το παραθέτω:

                                       ΗΡΩΔΗΣ  ΑΤΤΙΚΟΣ

           Ο Αλέξανδρος της Σελευκείας, απ’ τους καλούς μας σοφιστάς,

           φτάνοντας στας Αθήνας να  ομιλήσει,

           βρίσκει την πόλιν άδεια, επειδή ο Ηρώδης

           ήταν στην εξοχή. Κ’ η νεολαία                                                   

            όλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει.

            Ο σοφιστής Αλέξανδρος λοιπόν

            γράφει προς τον Ηρώδη επιστολή,

            και τον παρακαλεί τους Έλληνας να στείλει.

           Ο δε λεπτός Ηρώδης απαντά ευθύς,

           « Έρχομαι με τους Έλληνας μαζί κ’ εγώ.» —

 

           Πόσα παιδιά στην Αλεξάνδρεια τώρα,

           Στην Αντιόχεια, ή στην  Βηρυτό

           ( οι ρήτορές του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός ),

           που πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,

           και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια,

          έξαφν’ αφηρημένα σιωπούν.

           Άγγιχτα τα ποτήρια αφήνουνε κοντά των,

           και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη —

           ποιος άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκεν αυτά; —

           κατά που θέλει και κατά που κάμνει

          οι Έλληνες ( οι Έλληνες! ) να τον ακολουθούν,

          μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,

          μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο.

                                        —————–

   Στην πρώτη ενότητα ο σοφιστής Αλέξανδρος της Σελεύκειας επισκέπτεται  την Αθήνα για να μιλήσει. Βρίσκει το ‘’Κλεινόν Άστυ’’ άδειο, γιατί η νεολαία, που είναι η ψυχή της πόλης, έχει ακολουθήσει  τον Ηρώδη, τον  κορυφαίο Σοφιστή και  ρήτορα της Αθήνας, στην εξοχή. Τηλέφωνα και κινητά εκείνη την εποχή δεν υπάρχουν. Η επικοινωνία γίνεται με επιστολές. Και αυτό κάνει ο Αλέξανδρος: ειδοποιεί με επιστολή τον ομότεχνό του να στείλει στο Άστυ τους Έλληνες. Και ο ευγενικός και ‘’λεπτός’’ Ηρώδης όχι μόνο δέχεται να στείλει τους Έλληνες, αλλά και μπαίνει στον κόπο να έλθει κι αυτός μαζί τους.  Αυτά μας λέει ο ποιητής στην πρώτη ενότητα για την άφιξη του σοφιστή Αλέξανδρου  της Σελεύκειας στην Αθήνα.

   Αν προσέξουμε καλά αυτή την πρώτη ενότητα και τη συσχετίσουμε με όσα λέγονται στη δεύτερη, θα παρατηρήσουμε ότι υποφώσκει μια αντιπαλότητα ανάμεσα στους δύο σοφιστές, της Αθήνας από τη μια μεριά και του ελληνισμού της εγγύς Ανατολής, που είναι ο κόσμος του Καβάφη, από την άλλη.  Μπορεί εδώ ο κόσμος αυτός να αναφέρεται μόνο με τη φράση «απ’ τους καλούς μας σοφιστάς» και στη δεύτερη ενότητα με τους στίχους:     

                     Πόσα παιδιά στην Αλεξάνδρεια τώρα,

               στην Αντίοχεια , ή στη Βηρυτό

       ( οι ρήτορέρς του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός ).

 Ακόμα καλύτερα όμως δηλώνεται αυτός ο κόσμος σε άλλο του ποίημα όπου τον προβάλλει με πολλή υπερηφάνεια:

                         ………………………..  Βγήκαμ’ εμεις

                 ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

                Εμείς οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,

                Οι Σελευκείς , κ’ οι πολυάριθμοι

                επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας  ( Στα 200 π.Χ.).

Ο ποιητής, βαθύς γνώστης της ιστορίας, ξέρει καλά ότι οι ρήτορες εκείνης της εποχής χωρίζονταν σε δύο παρατάξεις: σε εκείνους που ακολουθούσαν τη ρητορική παράδοση του πομπώδους  ασιανού ύφους, όπως ο Αλέξανδρος της Σελεύκειας,  και σε εκείνους που εκπροσωπούσαν την παράδοση του λιτού αττικού ύφους , όπως ο Ηρώδης Αττικός. Μάλιστα ο Lesky ,  αναφέροντας τον Ηρώδη Αττικό που ήξερε τη σημασία του μέτρου και επέμενε σ’αυτό, λέει ότι αποκαλούσε  «μεθυσμένο» το ασιανό ύφος του ρήτορα Σκοπελιανού (σ. 1142 ).  Η αντιπαλότητα αυτή τονίζεται ακόμη πιο πολύ από τον ποιητή, παρουσιάζοντας τον Ηρώδη ως σοφιστή ξένης εθνικότητας, ως Ρωμαίο, και όχι ως Έλληνα που ήταν στην πραγματικότητα. Ο Ηρώδης Αττικός  (101- 177 μ.Χ.), λέει ο Φάνης Κακριδής στην Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία του, «γεννήθηκε από αρχοντική και πάμπλουτη οικογένεια του Μαραθώνα, σπούδασε στην Αθήνα και συνδέθηκε φιλικά με τον Πολέμωνα και τον  Αδριανό» ( σ. 257 ). Το γεγονός ότι νυμφεύθηκε Ρωμαία, τη Ρίγιλλα, και ζούσε σύμφωνα με το ρωμαϊκό πρότυπο της εποχής, έφτασε στο σημείο να τροποποιήσει το όνομά του   επί το λατινικότερον: από Ηρώδης Αττικού Μαραθώνιος ονομάστηκε  Βιβούλιος Ίππαρχος Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης. Ίσως η τροποποίηση  του ονόματός του έκανε τον ποιητή να μην τον θεωρεί Έλληνα, κάτι που άλλωστε εξυπηρετούσε την ποιητική του ιδέα. Και το λέω αυτό γιατί στην πρώτη ενότητα αναφέρονται δύο λέξεις χρησιμοποιημένες εσκεμμένα από τον Ποιητή. Πρόκειται για τις λέξεις «ακολούθησεν» και «Έλληνες» , στις οποίες στηρίζεται η ποιητική ιδέα του Καβάφη. Κοιτάξτε πώς κλείνει το ποίημα με τις δυο αυτές λέξεις που ανάφερα:

                        οι Έλληνες ( οι Έλληνες! ) να τον ακολουθούν,

                        μήτε να κρίνουν ή να συζητούν ,

                        μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο.

                                                             *

    Αυτό όμως που θέλω να τονίσω σε τούτο το σημείωμα είναι αυτό που κρύβεται πίσω από όλα αυτά που ανάφερα επίτηδες αναλυτικά πιο πάνω, για να καταλάβει ο αναγνώστης το κλίμα που επικρατούσε τότε στον χώρο της ρητορικής και το πνεύμα με το οποίο έγραψε ο ποιητής αυτό το ποίημα. Έχω τη γνώμη ότι πίσω από την επίσκεψη του σοφιστή Αλέξανδρου της Σελεύκειας στην Αθήνα κρύβεται μια επίσκεψη στην ελληνική πρωτεύουσα του  ποιητή της Αλεξάνδρειας, την εποχή που κορυφαίος ποιητής της Αθήνας και γενικά της Ελλάδας εθεωρείτο ο Κωστής Παλαμάς. Η αντιπαλότητα που επικρατούσε τότε στον χώρο της Ρητορικής, τώρα παρατηρείται στον χώρο της ποίησης και ανάμεσα στους δυο αυτούς ποιητές, που η ποίησή τους είναι τόσο διαφορετική, ώστε ο Παλαμάς— που διάβασε ποιήματα του Καβάφη —  είπε, σε μια συνέντευξή του, ότι πρόκειται για « ιδέες που πάνε να γίνουν ποιήματα». Ο Καβάφης έφερνε τότε κάτι καινούργιο στην νεοελληνική ποίηση, κάτι που ο Παλαμάς στάθηκε αδύνατο να καταλάβει και να παραδεχτεί.  Όπως λοιπόν στο καβαφικό ποίημα η νεολαία της Αθήνας ακολουθούσε πιστά τον κορυφαίο ρήτορα της πόλης, έτσι και οι νέοι ποιητές στην ίδια ακριβώς πόλη έγραφαν την ποίησή τους « κάτω από τη βαριά  σκιά του Παλαμά», αδιαφορώντας για τον νεωτερισμό που έφερνε η ποίηση του Αλεξανδρινού ποιητή, ενώ ο στίχος του καβαφικού ποιήματος « ποιος άλλος σοφιστής αξιώθηκε αυτά;» μπορεί εύστοχα να υποδηλώνει τις τιμές που γνώριζε τότε ως κορυφαίος ποιητής ο Παλαμάς και ο στίχος να πάρει το νόημα που ταιριάζει στην περίπτωση : ποιος άλλος ποιητής αξιώθηκε αυτά;

    Διατυπώνοντας αυτή τη γνώμη, δεν θέλω, βέβαια, να πω ότι την ίδια σκέψη είχε και ο Καβάφης και ότι με αυτή τη σκέψη έγραψε το ποίημα. Αυτό που έχει σημασία είναι, αν η επίσκεψη  του σοφιστή στην Αθήνα και η αντιπαλότητα ανάμεσα στον Ηρώδη Αττικό και τον Αλέξανδρο της Σελεύκειας υποδηλώνουν την αντιπαλότητα  των δύο Ελλήνων ποιητών της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας. Τι είχε  ακριβώς ο ποιητής στο μυαλό του, όταν έγραφε το ποίημα,  δεν μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα.

 

                                           

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.