Στις δεκαετίες του του ΄40 και του ΄50, για την ακρίβεια στα πρώτα δέκα χρόνια μετά τον Πόλεμο και την Κατοχή, που δεν υπήρχαν σε ελληνικό σπίτι, όπως σήμερα, τηλεόραση, τηλέφωνο και internet, ενώ ακόμη και το ραδιόφωνο έλειπε από πολλές κατοικίες, ο κινηματογράφος, κυρίως ο θερινός, ήταν στην ελληνική πρωτεύουσα για τη νεολαία, αλλά και για τα ηλικιωμένα πρόσωπα ακόμη, ανάμεσα στα οποία υπήρχε και ένας μεγάλος αριθμός αναλφάβητων ανθρώπων, η πιο φτηνή και πιο ευχάριστη διασκέδαση. Δεν ψυχαγωγούσε μόνο∙ στην κυριολεξία μόρφωνε κιόλας. Τέτοιες γνώσεις δεν μπορούσαν να δώσουν τα σχολικά βιβλία. Επιπλέον σ΄αυτές τις κινηματογραφικές ταινίες: πολεμικές, αστυνομικές, πειρατικές και καουμπόικες, δεν υπήρχε η σημερινή ωμή βία. Εκεί κυριαρχούσε το ηρωικό στοιχείο και ο πρωταγωνιστής ήταν πάντα με το μέρος του νόμου. Όσο για τις ταινίες εποχής, εκεί έβλεπες για πρώτη φορά πώς ήταν άλλοτε ό κόσμος. Προσωπικά τις θεωρούσα κάτι σαν εγχειρίδιο ευρωπαϊκής και αμερικανικής ιστορίας. Στάθηκα όμως και τυχερός, γιατί, όταν έκλεισε η περίφημη Μάντρα του Αττίκ, που ήταν κοντά στη διασταύρωση των οδών Αχαρνών και Ηπείρου, και έγιναν οι Δελφοί, ο θερινός κινηματογράφος της γειτονιάς μου, είχα τη δυνατότητα από εφτά χρονών παιδί να πηγαίνω, λόγω της κοντινής απόστασης, σ΄ αυτό το σινεμά, το Σχολείο, όπως το έλεγα αργότερα, δυο και τρεις φορές την εβδομάδα. Ήμουν, θυμάμαι, στη δευτέρα ή τρίτη Δημοτικού, και, μολονότι ήμουν κακός μαθητής, ήξερα την Κάρμεν, τον Καίσαρα Βοργία, τους βασιλιάδες Ριχάρδο Λεοντόκαρδο και Ιωάννη Ακτήμονα απ΄την ταινία Ρομπέν των δασών, τον Χριστόφορο Κολόμβο, τον Κουασιμόδο με τη μορφή του Τσάρλς Λώτον και τον Πώλ Μιούνι ως Μπενίτο Χουάρες. Μεγάλο σχολείο λοιπόν για πολλούς, μικρούς και μεγάλους, ο κινηματογράφος τότε. Επιπλέον στον κινηματογράφο έβλεπες και κάτι που ήταν πολύ σημαντικό όχι μόνο για την εφηβική ηλικία, αλλά και για την παιδική ακόμη. Έβλεπες την ανδρική και τη γυναικεία ομορφιά σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, που η καθημερινή ζωή αδυνατούσε να σου προσφέρει.
Μ΄ αυτή την ομορφιά κοιμόσουν και ονειρευόσουν, και μ΄αυτή ξύπναγες. Δεν είναι άσχετο με το θέμα το γεγονός ότι οι αμερικάνικες τσίκλες, που πουλούσαν τότε τα περίπτερα για να μασάει η νεολαία, έκρυβαν μέσα στο περιτύλιγμά τους και μια φωτογραφία κινηματογραφικού αστέρα. Έτσι ήταν τα πράγματα σχετικά με το αμερικανικό κυρίως σινεμά στην ελληνική πρωτεύουσα, όταν στη δεκαετία του ΄40 κυριαρχούσε στο κινηματογραφικό στερέωμα η Μαρία Μοντέζ, της οποίας οι ταινίες μαζί με την εξωτική ομορφιά της μας ταξίδευαν, μικρούς και μεγάλους, στον παραμυθένιο κόσμο της Ανατολής, όπως ακριβώς τον πρόσφεραν, με τα μαγικά χαλιά και τα μαγικά λυχνάρια, οι Χίλιες και μία νύχτες. Σχημάτιζε, θυμάμαι, ουρά ο κόσμος στους κινηματογράφους ως έξω στο πεζοδρόμιο για να δει τις ταινίες της και να ξεφύγει για λίγο από την εφιαλτική πραγματικότητα του Εμφυλίου πολέμου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 όμως μια ξαφνική είδηση στα μέσα της μαζικής ενημέρωσης της εποχής συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο. Η Μαρία Μοντέζ, η εξωτική καλλονή που με τις ανατολίτικες ταινίες της χάρισε αλησμόνητες στιγμές σε τόσους ανθρώπους, βρέθηκε πνιγμένη στο μπάνιο της. Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Δομινικανή Δημοκρατία, το πένθος ήταν πολύ βαρύ, γιατί η Μαρία Μοντέζ ήταν στη χώρα της πρόσωπο μυθικό. Στη γενέθλια πόλη της, τη Μπαραχόνα, το αεροδρόμιο που εγκαινιάστηκε το 1996, σαράντα πέντε χρόνια μετά το θάνατό της, πήρε το όνομα Maria Montez International Airport και στην κεντρική λεωφόρο της ίδιας πόλης ένα τεράστιο αστέρι παραπέμπει στη μνήμη της. Στην Ελλάδα, στην Αθήνα τουλάχιστον, η συγκίνηση του κοινού ήταν πολύ μεγάλη, ακόμη και μικρά παιδιά, όπως ήμουν εγώ τότε, την είχαν ερωτευτεί. Συνέβη όμως και κάτι που ποτέ ως τότε δεν είχε συμβεί για το θάνατο ηθοποιού του αμερικανικού ή του ευρωπαϊκού κινηματογράφου: Κυκλοφόρησε για το θάνατο της Μαρίας Μοντεζ ένα ελληνικό τραγούδι. Πράγματι, οι νεαροί την εποχή εκείνη Μάνος Ελευθερίου και Γιάννης Σπανός έγραψαν ένα τραγούδι, του οποίου τους στίχους υπογράφει ο πρώτος και τη μουσική ο δεύτερος.
Ήταν όμως τόσο κυνικοί και έξω απ΄το ρομαντισμό της εποχής αυτοί οι στίχοι, ώστε το τραγούδι ήταν καταδικασμένο σε σίγουρη αποτυχία. Ακόμη και ο ίδιος ο Ελευθερίου ομολογεί σήμερα σε κείμενό του – που δημοσιεύτηκε το 2008 στο βιβλίο του Γιάννη Φλέσσα Μαρία Μοντέζ: Η βασίλισσα του τεχνικολόρ ( εκδ. Αιγόκερως) και από το οποίο πήρα και εγώ τις σχετικές με την αξέχαστη ηθοποιό πληροφορίες που παραθέτω εδώ – ότι αυτό το τραγούδι ήταν τόσο αποτυχημένο, ώστε θα μπορούσε να πει κανείς ότι δε γράφτηκε ποτέ. Είναι αρκετό να διαβάσεις την πρώτη στροφή, για να καταλάβεις πόσο δίκιο έχει ο δημιουργός του:
ΜΑΡΙΑ ΜΟΝΤΕΖ ( τίτλος του τραγουδιού )
Σε είδα στο πανί του σινεμά στις νύχτες της παλιάς Βαγδάτης
με ρούχα αραχνούφαντα
και μου ΄κοψες τα ήπατα
γιατί είχες το κορμί μιας αυταπάτης.
Και σ’ είδα ένα πρωί λίγο μετά
πνιγμένη μέσα στο λουτρό σου
και νιώθω πως ακόμη με ρωτάς
τι φταίει που ΄χεις χάσει τ΄όνειρό σου.
Όπως είπα και πιο πάνω, ήμουν ένα από τα πολλά μικρά παιδιά που είχαν ερωτευτεί τότε τη Μαρία Μοντέζ. Για χρόνια μάλιστα είχα στο πορτοφόλι μου τη φωτογραφία της μαζί με αυτούς τους στίχους που έγραψα ως μαθητής Γυμνασίου. Η φωτογραφία χάθηκε. Οι στίχοι όμως στάθηκαν πιο τυχεροί: σώθηκαν σ΄ένα μαθητικό τετράδιο. Τους αντιγράφω γιατί εκφράζουν όχι μόνο το ερωτικό συναίσθημα μιας τρυφερής ηλικίας, αλλά και το πνεύμα της εποχής εκείνης όπως το είχε διαμορφώσει η επίδραση του αμερικανικού κινηματογράφου.
ΜΑΡΙΑ ΜΟΝΤΕΖ
Παιδί στα δώδεκα, στα δεκατρία,
τις νύχτες τις αραβικές, Μαρία,
πετώ απά σε μαγικό χαλί
στη μακρινή πλανεύτρα Ανατολή.
Με την καρδιά πυξίδα αναζητώ,
στ’ αραβικά παλάτια που πετώ,
το φως, το αμυδρό της κάμαράς σου
κι απρόσκλητος να μπω στα όνειρά σου.
Και στο παλάτι σου, σα φτάσω, προσπαθώ,
με της αγάπης τον καημό για φυλαχτό,
να μη με δει ο ευνούχος σου αράπης
και νά ΄ρθω σαν τον κλέφτη της Βαγδάτης.
Ακόμη και τώρα που έχω διαβάσει τόσα ιστορικά βιβλία, η εικόνα που έχω πάντα για την Ανατολή δεν είναι άλλη από εκείνη που είχα αποκομίσει παιδί απ΄ τις ταινίες της Μαρίας Μοντέζ. Πράγματι, όσα κι αν διάβασα στη ζωή μου για τον παραμυθένιο αυτό τόπο δεν μπόρεσαν ν’ αλλάξουν ποτέ αυτή την απατηλή, αλλά πέρα για πέρα μαγευτική εικόνα που φιλοτέχνησαν μέσα μου οι ταινίες της. Κι αν τώρα φαίνεται αυτό στους πολλούς παράλογο, είναι γιατί είμαστε λίγοι, πολύ λίγοι μάλιστα, εκείνοι που δεν αλλάζουν τα παιδικά τους όνειρα με τη γριά σοφία των ιστορικών βιβλίων.