Οι πιο πολλοί την ξέρουν ως ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ΄, ενώ αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα τα πράγματα λένε ότι από τα εννιά της χρόνια ονειρευόταν να γίνει μια μέρα η επίσημη ερωμένη του βασιλιά. Η μαντάμ ντε Πομπαντούρ ( Jeanne – Antoinette Poisson Lenormand d’ Etioles, marquise de Pompadour, 1721- 1764 ), κόρη πλούσιου τραπεζίτη, γεννήθηκε στο Παρίσι και πήγε σχολείο στο μοναστήρι των Ουρσουλίνων της ίδιας πόλης. Το 1741 σε ηλικία είκοσι ετών παντρεύτηκε τον Σαρλ Γκιγιώμ Λενορμάντ ντ’ Ετιόλ αξιωματικό του γαλλικού στρατού. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Λουδεβίκος ΙΕ΄ πάντρεψε τον γιό του και έδωσε προς τιμή του νιόπαντρου ζευγαριού χορό στις Βερσαλλίες. Σε αυτό τον χορό ο Βασιλιάς είδε για πρώτη φορά τη μαντάμ ντ’ Ετιόλ και μαγεύτηκε.
Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά όσο φαίνονταν. Και αυτό γιατί άλλο είναι μια ερωτική περιπέτεια του βασιλιά και άλλο μια επίσημη ερωμένη. «Όποια κι όποια δεν γίνεται εταίρα», λέει ο γίγαντας του γαλλικού μυθιστορήματος Ονορέ ντε Μπαλζακ. Χρειάστηκε, λοιπόν, να ενεργήσουν αρκετά υψηλά πρόσωπα στο βασιλικό παρασκήνιο, για να κερδίσει η μαντάμ ντ’ Ετιόλ τον επίζηλο τίτλο της επίσημης ερωμένης. Ο Βολταίρος, αυτός ο Καρλομάγνος της πνευματικής ζωής εκείνη την εποχή, ήταν φίλος της μητέρας της και συνέβαλε μαζί με τον φίλο του στρατάρχη δούκα ντε Ρισελιέ στο να γίνει μια μέρα η κόρη της φίλης του η μεγάλη ευνοουμένη του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Και δεν πρέπει να παραλείψω ότι η μαντάμ ντε Πομπαντούρ έδειξε, ως την ημέρα που χάλασε η φιλία τους, αρκετές φορές έμπρακτα την ευγνωμοσύνη της απέναντι στον Βολταίρο. Η ωραία αυτή φιλία χάλασε, όταν η όμορφη και ευφυέστατη βασιλική μετρέσα ισχυρίστηκε ότι ο Κρεμπιγιόν ξεπερνούσε τον Βολταίρο ως τραγικός ποιητής. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν μάλλον αποτέλεσμα οργής και πείσματος, παρά ώριμης και αντικειμενικής κριτικής. Ο Βολταίρος ήταν στον 18ο αιώνα ο μόνος που κατάφερε ως τραγικός ποιητής να τιμήσει την παράδοση της κλασικής γαλλικής τραγωδίας του Κορνέιγ και του Ρασίν.
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γυναίκα επηρέαζε συχνά την πολιτική, καλλιτεχνική και πνευματική ζωή στη Γαλλία. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, στον ΙΣΤ’ αιώνα την ερωμένη του Ερρίκου Β’, μια χήρα με ασύγκριτη ομορφιά και 18 χρόνια μεγαλύτερή του, που πέρασε στην ιστορία της Γαλλίας ως Άρτεμις ντε Πουατιέ ( Diane de Poitiers, 1499 – 1566 ), που είχε κάνει έμβλημά της το μισοφέγγαρο της θεάς Αρτέμιδας και που, αν και εμφανιζόταν πάντα ντυμένη πένθιμα, αυτό δεν την εμπόδιζε να ποζάρει στους καλλιτέχνες του χρωστήρα και της σμίλης ως Άρτεμις με το ελάφι της, ακριβώς όπως τη βλέπουμε σήμερα στο περίφημο έργο του γλύπτη Jean Goujon, που ήξερε ν’ αναδεικνύει, με τη θεία του τέχνη, τις μακριές της γάμπες, το στητό της στήθος και το ωραίο της κεφάλι. O Eρρίκος Β’, τρελός από έρωτα, έχτισε για την όμορφη ερωμένη του τo Chateau d’ Anet και της χάρισε το δουκάτο του Valentinois. Στο κατώφλι του επόμενου αιώνα, ο Ερρίκος Δ΄ – μεγάλος βασιλιάς, αλλά και μεγάλος γυναικάς ως τα θαλερά γερατειά του – παντρεύτηκε την Μαρία των Μεδίκων, την «χοντροτραπεζίτισσα» όπως ήταν το παρατσούκλι της, γιατί ήταν ανιψιά του πιστωτή του, του μεγάλου δούκα της Τοσκάνης, και με αυτό τον γάμο ήθελε ο γυναικοφίλητος Ερρίκος να εξοφλήσει τα χρέη του. Σε αυτή την παχύσαρκη και ζηλιάρα γυναίκα, που ήταν μητέρα του Λουδοβίκου ΙΓ’, οφείλουμε σήμερα τον περίφημο Κήπο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι και το λαμπρό ανάκτορο που ορθώνεται εκεί. Οι ερωτικές κατακτήσεις του Ερρίκου στα νιάτα του γοήτευαν τον γαλλικό λαό, αλλά, όταν τα χρόνια της νιότης φύγανε, οι πολυέξοδες ερωτοδουλειές του Ερρίκου δυσαρεστούσαν τους υπηκόους του, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ερωτεύτηκε τη Καρλότα ντε Μονμορανσί, μια κοπέλα δεκαπέντε χρονών που ήταν σύζυγος του πρίγκιπα Κοντέ. Ο γεροντικός αυτός έρωτας του βασιλιά ανάγκασε τον σύζυγο της κοπέλας να φύγει μαζί της στις Βρυξέλλες για πιο σιγουριά. Ο Ερρίκος τότε, τυφλωμένος από το ερωτικό του πάθος, απαίτησε το ζευγάρι να γυρίσει πίσω με την απειλή ότι θα κάνει ν έ ο τ ρ ω ι κ ό π ό λ ε μ ο, θα εκστρατεύσει, δηλαδή, εναντίον των Βρυξελλών, αν η Καρλότα δεν γυρίσει πίσω στο Παρίσι. Η γεροντική αυτή τρέλα δείχνει ανάγλυφα πώς η γυναίκα γίνεται θέμα της πολιτικής ζωής. Τη λύση στο πρόβλημα έδωσε η ξαφνική δολοφονία του βασιλιά. Οι γεροντικές, λοιπόν, αταξίες του Ερρίκου δικαιώνουν ακόμη μια φορά τους προγόνους μας που συνήθιζαν, με τη σοφία που τους χαρακτήριζε, να λένε: « Γ έ ρ ω ν ε ρ α σ τ ή ς ε σ χ ά τ η κ α κ ο τ υ χ ί α». Στον 17ο αιώνα — αιώνα του καρδινάλιου Ρισελιέ και του Λουδοβίκου ΙΔ,΄— θα λάμψουν με την παιδεία τους και τα φιλολογικά σαλόνια, τρεις αξιόλογες γυναίκες: η Μαρκησία de Rambouillet , η μαντάμ de Sévigné και η κόρη της μαντάμ de Grignan αυτή η τελευταία ήταν μία από τις πιο διακεκριμένες γυναίκες (une des femmes les plus distinguées ) της εποχής της. Oι επιστολές που άλλαξαν μάνα και κόρη πλούτισαν τη γαλλική λογοτεχνία του 17ου αιώνα. Όσο για την πρώτη, διατηρούσε στο περίφημο Mέγαρο ντε Ραμπουγιέ ( Hôtel de Rambouillet ) το επιφανέστερο φιλολογικό σαλόνι της εποχής της. Από εκεί πέρασε η πνευματική αφρόκρεμα του 17ου αιώνα: από τον Ρισελιέ, τον Μαλέρμπ, τον Κορνέιγ και τον Λαροσφουκώ ως τη μαντάμ ντε Σεβινιέ, τον Μποσσουέ και την μαντάμ ντε Λαφαγιέτ. Αυτή η τελευταία- που ήταν στενή φίλη της μαντάμ ντε Σεβινιέ- οφείλει περισσότερο τη φήμη της στο φημισμένο μυθιστόρημά της La Princesse de Clèves, το καλύτερο, θα λέγαμε, του 17ου αιώνα. Στη Γαλλία, λοιπόν, η γυναίκα είναι συχνά στο επίκεντρο της πολιτικής , καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής.
Επιστρέφουμε πάλι στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα και συγκεκριμένα στο έτος 1738, όταν ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ αποφάσισε να εγκατασταθεί στα μικρά διαμερίσματα των Βερσαλλιών, που διευθετήθηκαν ειδικά γι’ αυτόν. O Βασιλιάς κάλεσε τότε κοντά του τους καλλιτέχνες Charles– Joseph Natoir, Carl Van Loo και François Boucher, που είχαν γίνει διάσημοι με τη διακόσμηση του Ηôtel de Soubise. Η μαντάμ ντ’ Ετιόλ, που το 1745 έγινε, όπως είπα πιο πάνω, η επίσημη ερωμένη του βασιλιά, θα κυριαρχήσει, με την ομορφιά της και το πνεύμα της, στις Βερσαλλίες και θα επηρεάσει το καλλιτεχνικό στυλ που μόλις είχε διαμορφωθεί κυρίως από τους προαναφερθέντες καλλιτέχνες, συνδέοντας έτσι το όνομά της με αυτό το στυλ – στυλ ντε Πομπαντούρ. Στους πίνακες που την απαθανατίζουν, με ροζ μάγουλα , φιόγκους και λουλούδια, η μαντάμ ντε Πομπαντούρ είναι αναμφισβήτητα όχι μόνο μια από τις πρώτες και πιο επιτυχημένες δημιουργούς στυλ, αλλά και ένα διαχρονικό είδωλο του καλλιτεχνικού ρυθμού του ροκοκό. Είναι γνωστό ότι η επίσημη ερωμένη του βασιλιά έβαζε τον ζωγράφο Μπουσέ – που ήταν ο μόνος καλλιτέχνης του χρωστήρα από τον κύκλο της Πομπαντούρ που μπορούσε να ονομαστεί ζωγράφος του Ροκοκό – να της στέλνει τα έργα που δούλευε στις Βερσαλλίες, για να διαλέξει τον τρόπο απεικόνισής της. Και τα πορτρέτα άλλαζαν ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Το 1750 ο Μπουσέ ζωγράφισε τη μαντάμ ντε Πομπαντούρ να αναδύεται μέσα από βολάν, φραμπαλάδες, φιόγκους, λουλούδια και σατέν κορδέλες, κρατώντας ένα καπέλο. Το 1756, έξι χρόνια αργότερα από το προηγούμενο έργο, ο ίδιος ζωγράφος φιλοτέχνησε το πιο φημισμένο πορτρέτο της Πομπαντούρ. Εδώ οι φιόγκοι στο κορσάζ και τα τριαντάφυλλα στη φούστα ξεχειλίζουν και πάλι όπως στο προηγούμενο πορτρέτο, αλλά στο χέρι, αυτή τη φορά, αντί για καπέλο κρατάει ένα βιβλίο. Σε αυτό το έργο ο καλλιτέχνης δεν ήθελε να τονίσει μόνο τη γυναικεία της ομορφιά και χάρη, αλλά και τη σχέση της με τον κόσμο του πνεύματος. Δυο χρόνια αργότερα και έξι πριν από τον θάνατό της το 1764, ο Μπουσέ τη ζωγράφισε στην ίδια πόζα, αλλά αυτή τη φορά μόνο σαν διανοούμενη που φοράει ένα απλό μπεζ φόρεμα με κόσμιο ντεκολτέ. Αυτά τα πορτρέτα της Πομπαντούρ από τον Μπουσέ, καθώς και το έξοχο, ολόσωμο πορτρέτο από τον Μωρίς Κεντέν ντε Λα Τουρ στο Λούβρο που τη δείχνει με βιβλία στο πλάι της, παρτιτούρες στα χέρια της και την πνευματικά ζωντανή έκφραση του λεπτού και ωραίου προσώπου της δημιούργησαν το περίφημο ‘’στυλ Πομπαντούρ,’’ που πέρασε στην ιστορία της τέχνης και σφράγισε την εποχή της.
Ο Μπαλζάκ, για παράδειγμα, σε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της Ανθρώπινης Κωμωδίας που επιγράφεται Η Εξαδέλφη Μπέττη ( La Cousine Bette ), αναφέρεται σε αυτή την εποχή και λέει μεταξύ άλλων: «Συμφωνήσαμε πως θα ζήσουμε σαν μεγάλοι άρχοντες του παλιού καιρού, του δεκάτου ογδόου αιώνα, της εποχής Αντιβασιλείας και Πομπαντούρ»( κεφ. 50 ).
Αν ο Βατώ – που έζησε στις τελευταίες μέρες του Λουδοβίκου ΙΔ΄ – θεωρείται ο μέγας προπάτορας του ρομαντισμού του !9ου αιώνα, οι ζωγράφοι που είχε γύρω της η μαντάμ ντε Πομπαντούρ συνέβαλαν και αυτοί με τις ζωγραφικές τους δημιουργίες στην εξέλιξη του καλλιτεχνικού αυτού κινήματος. Η υπέροχη αυτή βασιλική μετρέσα, με δική της ιδέα και απόφαση, έστειλε τον αδελφό της μαρκήσιο de Marigny μαζί με τον αρχιτέκτονα Jacques – Germain Soufflot ( που φιλοτέχνησε τα σχέδια για τον ναό της Αγίας Γενεβιέβης, που αργότερα η Γαλλική Επανάσταση μετέτρεψε, διακομίζοντας εκεί τα λείψανα του Βολταίρου, σε Πάνθεον των μεγάλων ανδρών της Γαλλίας), τον συγγραφέα Jean – Bernard Le Blanc και τον χαράκτη και θεωρητικό της τέχνης Charles – Nicolas Cochin στην Ιταλία, για να ανανεώσουν το γαλλικό πνεύμα με τα γνήσια πρότυπα της ελληνορωμαϊκής τέχνης. Αποτέλεσμα αυτού του ταξιδιού ήταν, το Πάνθεον του γαλλικού έθνους, που ανάφερα πιο πάνω, και ακόμη το βιβλίο που έγραψε ο Σαρλ – Νικολά Κοσέν Ταξίδι στην Ιταλία ( Voyage en Italie). Στο βιβλίο αυτό ο Κοσέν υποβαθμίζει το έργο του Μηχαήλ Αγγέλου, του Ραφαήλ και των άλλων μεγάλων ζωγράφων της Φλωρεντίας, και προβάλλει τη ζωγραφική της Βενετσιάνικης Σχολής, ανυψώνοντας σε υπέρτατο πρότυπο τον Βερονέζε. Μπορεί η γνώμη του να μην έγινε αποδεκτή από όλους τους καλλιτέχνες της εποχής του, τάραξε όμως τα νερά και προκάλεσε συζητήσεις και αντιδικίες. Η μαντάμ ντε Πομπαντούρ, από την πλευρά της, ενίσχυσε τους ζωγράφους που είχαν ανοίξει έναν νέο δρόμο στην τέχνη και προκάλεσε, με το ταξίδι στην Ιταλία, μια ανανέωση της γνωριμίας των Γάλλων με την κλασική αρχαιότητα και την ιταλική Αναγέννηση. Τη θέση της βασιλικής μετρέσας την κράτησε ως τον θάνατό της το 1764, αν και οι σεξουαλικές επαφές με τον βασιλιά είχαν διακοπεί το 1750, τη χρονιά που ο Μπουσέ φιλοτέχνησε το πρώτο της πορτρέτο. Και αυτό γιατί η μαρκησία ντε Πομπαντούρ δεν ήταν μόνο γυναικείο ζαμπόν∙ διέθετε και πνεύμα.