Όπως στις Δοκιμές του, έτσι και στις Μέρες του 1945-1951, που είναι αφιερωμένες στη μνήμη του αδελφού του Άγγελου, ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με τον υπαινικτικό λόγο του Σεφέρη, που μερικές φορές του δίνει την εντύπωση ότι συνεχίζει να γράφει ποίηση ή τουλάχιστον δεν θέλει να είναι πολύ σαφής στον αναγνώστη που δεν διαθέτει τη δική του γλωσσομάθεια και παιδεία. Και δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για την πρόζα του Σεφέρη, αναφέρθηκε κάποτε και ο Κ.Θ.Δημαράς: « Ο Σεφέρης όταν στοχάζεται δεν αποβάλλει την ιδιότητα του ποιητή». Θα μου πείτε, ημερολόγιο γράφει ο άνθρωπος για προσωπική του χρήση. Άλλωστε, έτσι γράφονται τα ημερολόγια, λακωνικά και υπαινικτικά, αρκετά όμως σαφή για να βοηθήσουν κάποτε τη μνήμη αυτών που τα γράφουν. Ωστόσο, θίγοντας αυτό το θέμα, δεν θέλω να επικρίνω την πρόζα του ποιητή, η οποία προσωπικά δεν μου είναι δυσάρεστη ή ενοχλητική, αλλά να εκφράσω τη γνώμη ότι ένα τέτοιο βιβλίο θα έπρεπε ίσως – ίσως, λέω – να συνοδεύεται από σχολιασμό του περιεχομένου του, που θα επιτρέπει στον ανεπαρκή αναγνώστη να προσεγγίσει καλύτερα το πνεύμα του ποιητή και τον πακτωλό γνώσεων που περιέχει. Το απαιτεί, άλλωστε , η ευρυμάθεια και ο υπαινικτικός λόγος του Σεφέρη. Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία οι Δοκιμές και τα Ημερολόγια πρέπει να είναι όπως τα άφησε ο ποιητής. Και αυτή η γνώμη ακούγεται, νομίζω, πιο σωστή, χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι ως αναγνώστης δεν έχεις δικαίωμα να κρίνεις ή να συμπληρώνεις αυτά που λέει ή υπαινίσσεται στο βιβλίο του ο ποιητής. Με αφορμή αυτό το δικαίωμα και αυτή τη λογική γράφτηκε το παρόν κείμενο.
*
Ξεφυλλίζοντας, λοιπόν, το εν λόγω βιβλίο, με σταμάτησε η ημερομηνία 20\5\46 και η συνάντηση, εκείνη την ημέρα, του Σεφέρη με τον Paul Ėluard. Ο αριστερός Γάλλος ποιητής είχε έλθει εκείνη τη χρονιά στην Αθήνα. Η σαρκαστική περιγραφή του Σεφέρη δικαιολογείται εδώ, αν σκεφτεί κανείς ότι εκείνη τη χρονιά, κατά «τας Ειδούς του Μαρτίου», ο Ζαχαριάδης, φεύγοντας για την Πράγα, είχε ανάψει το πράσινο φως για την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου. Επομένως, η περιγραφή αυτή παραπέμπει τόσο στη γαλλική λογοτεχνία, όσο και στην πολιτική κατάσταση της χώρας. « Δεξίωση στη Γαλλική Πρεσβεία.», γράφει ο Σεφέρης, «Ο Ėluard, μόλις έφτασε. Αλλάξαμε μονάχα λίγες λέξεις. Πρόσωπο και σώμα κουρασμένα× θαρρείς και περιμένει ένα φύσημα να τον πάρει. Αυτός ο άνθρωπος γύρω στα πενήντα μού δίνει την εντύπωση πως είναι ο παππούς του Gide του εβδομηντάρη, όταν τον πρωτογνώρισα. Όλα τα σύνεργα έτοιμα εδώ για να τον κάνουν πολιτικό κοκορέτσι ».
Μια άλλη ημερομηνία που με σταμάτησε είναι 21\12\45. Θέμα της είναι ο Γάλλος ποιητής Verlaine. ‘’Κουρασμένος το βράδυ’’, γράφει ο Σεφέρης, ‘’ ξεφυλλίζω τους δυο πρώτους τόμους του Verlaine. Χρόνια που δεν τους άνοιξα. Φυλλομετρώ στην τύχη. Εκτός από λίγα μικρά ποιήματα της πρώτης εποχής, αδύνατο να προχωρήσω πέρ’ απ’ τους τέσσερις πέντε πρώτους στίχους. Η πλήξη με σταματά× μου κάνει κόπο, σα να έχασα έναν παλιό φίλο. Έπειτα διαβάζω μονορούφι το Après–midi d’ un Faune, που με ξαναφέρνει σε ισορροπία”. Δεν έχει άδικο ο Σεφέρης για την πλήξη του και την ασταθή ισορροπία του, αλλά πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως, όταν ο Verlaine ήταν πρωτοπορία στην ποίηση, ο ποιητής της Κίχλης δεν είχε γεννηθεί.
Το 1885 οι décadens ποιητές τον θεωρούσαν αρχηγό τους, πράγμα που λίγο τον ένοιαζε. Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στη νέα ποιητική σχολή του Συμβολισμού ( που προωθούσε τότε ο δικός μας Jean Moréas) και έγραψε για τη νέα αυτή Σχολή την Art Poêtique, ποίημα όπου υποστηρίζει αυτό που ήθελε ο Σεφέρης για τη δική του ποίηση:
Rien de plus cher que la chanson grise
Où l’ Indẻcis au Précis se joint.
Tίποτε πιο αγαπητό από το γκρίζο τραγούδι
Όπου το ακαθόριστο δένει με το συγκεκριμένο.
Όλα αυτά βέβαια είναι παλιά πράγματα, και ο Σεφέρης δικαίως ζήτησε να βρει την ισορροπία του στο ποίημα του Mallarmé, τον οποίο θεωρεί πολύ γνωστό για να μπει στον κόπο να τον αναφέρει. Πρόκειται για ένα ποίημα που ο Γάλλος ποιητής ξανάγραψε δυο φορές προτού το δώσει για δημοσίευση το 1876 με εικονογράφηση του φίλου του Édouard Manet, ενώ εκείνοι που αγαπούν τη μουσική θα θυμούνται ότι το ποίημα αυτό ενέπνευσε στον Claude Debyssy το συμφωνικό του έργο Πρελούντιο στο Απόγευμα ενός Φαύνου, έναν συνθέτη που μαζί με τον Gabriel Faurė και τον Maurice Ravel ανανέωσαν την ευρωπαϊκή μουσική στις αρχές του 20ου αιώνα, τότε που η συμφωνική μουσική και η μουσική δωματίου δεν ασκούσαν καμία γοητεία στα μάτια του πλήθους.
Κυριακή, Ιούλιος του ’45. Είναι τόσο θυμωμένος που ξέχασε να βάλει ημερομηνία. Νόμιζε πως στην πολιτική τα πράγματα είναι όπως στον κόσμο της λογοτεχνίας. Να, λοιπόν, τι πεθαίνεις όταν δεν είσαι στη μόδα των καιρών – αριστερός. « Χτες, στο — ξανακούω την ιστορία που είναι τόσο χαρακτηριστική των καιρών μας. Ο Μέναιχμος διαβάζει τις Δοκιμές, ενθουσιάζεται, γράφει μια εγκωμιαστική κριτική, και την πηγαίνει στο περιοδικό. Ο Σωφρονίσκος που το διευθύνει του λέει: ‘’Η κριτική σας δε δημοσιεύεται, γιατί ο Σεφέρης δεν είναι από τους δικούς μας.’’ Ο Μέναιχμος που έχει πάει στο βουνό με τους αντάρτες, φεύγει μαινόμενος και ρωτώντας για τι λογής ελευθερία πολέμησε ». Εκείνο το αδέσποτο εμπρόθετο άρθρο «στο», αλήθεια, πού κολλάει; Όσο για τον συντάκτη της κριτικής και τον διευθυντή του περιοδικού, τα ονόματά τους, σύμφωνα με όσα λέει στον πρόλογο που προτάσσει, έχουν αντικατασταθεί εδώ από «εικονικά ονόματα». Τα δανείστηκε, λέει, από αθηναϊκούς δρόμους. Για παράδειγμα, το όνομα του διευθυντή του περιοδικού το αντικατέστησε με το όνομα του πατέρα του Σωκράτη. Όπως καταλαβαίνετε, ο Σεφέρης βρίσκει τρόπους για να μην πει ξεκάθαρα αυτό που λέει ακόμα και στα πιο απλά γεγονότα της ζωής του. Και για να κρύψει καλά το όνομα του διευθυντή, δεν αναφέρει ούτε το όνομα του περιοδικού. Πάντως, δεν πρόκειται για το γνωστό περιοδικό της Αριστεράς Επιθεώρηση Τέχνης που πρωτοεκδόθηκε το 1954 και σταμάτησε η έκδοσή του επί χούντας το 1967. Αν τώρα σκεφτεί κανείς ότι το 1945, που συνέβη αυτό το περιστατικό, είμαστε παραμονές του Εμφυλίου Πολέμου, η στάση που κράτησε ο διευθυντής του κομματικού περιοδικού δεν είναι είδηση. Θα ήταν είδηση, αν είχε συμβεί το αντίθετο. Ο Σεφέρης, όμως, που είναι πολύ ευαίσθητος σε κάθε αρνητική στάση απέναντι στο έργο του, δεν λαμβάνει υπόψη του αυτές τις πολιτικές συνθήκες, όπου η Ελλάδα ήταν χωρισμένη στα δύο για την εξουσία και έτοιμη για αιματοκύλισμα.
Είναι αλήθεια ότι ανοίγοντας αυτό το βιβλίο, το άνοιγα με την ελπίδα ότι θα βρω κάποια σελίδα του ημερολογίου με θέμα τον Έλιοτ.
Ε, λοιπόν, δεν έπεσα έξω: Η σελίδα όπου γίνεται λόγος για τον Έλιοτ έχει ημερομηνία 13\10\46 και είναι Κυριακή – ψιλοβρέχει και ο Σεφέρης γράφει: “Συλλογιζόμουνα χτες, αφορμή ο Έλιοτ, τον Β. Τον γνώρισα μια Παρασκευή βράδυ, τέλος Σεπτέμβρη. Δειπνούσαμε μαζί στου Βασίλαινα στον Πειραιά: Rex, Maurice Cardiff, Kατσίμπαλης. Τρομαχτική μηχανή ομιλίας. Από τους λίγους Ευρωπαίους που μένουν ακόμη στην Ευρώπη. Ευρωπαίος και στην παράδοση: είναι ελληνιστής. Μιλά με οικειότητα για τους ποιητές, από τον Παστερνάκ ως τον Λόρκα. Ξέρει πολλές απόκρυφες ιστορίες των διάσημων ανθρώπων του καιρού του. [ ….. ] Μιλάμε για την Waste Land. Σχετικά με την ‘’ Κα Πόρτερ και την κόρη της ‘’, διηγείται: Ήταν ένα πορνείο στο Κάιρο – αυτό που κάψαν οι Anzac. ( O K. μας έχει πει πολλές φορές αυτή την ιστορία. ) Η Κα Πόρτερ ήταν η διευθύντρια αυτού του περίφημου πορνείου, και τα λόγια του τραγουδιού που χρησιμοποιεί ο Έλιοτ δεν ήταν:
They wash their feet in soda water…
αλλά κάτι απόκρυφο ». Πρόκειται για τον στίχο 201 του εν λόγω έργου,
τον οποίο ο Σεφέρης στη μετάφρασή του μεταφράζει σωστά:
Νίβουν τα πόδια τους σε νερό με σόδα…
Είπα “ σωστά ” γιατί τα αγγλικά στο έργο του Έλιοτ δεν τα αποδίδει πάντα σωστά στη γλώσσα μας. Για παράδειγμα, στον στίχο 197 του ποιήματος ο Έλιοτ αναφέρεται στους θορύβους των πόλεων και λέει: “the sound of horns and motors.” Για τον ίδιο στίχο ο Σεφέρης λέει: “ ήχους σαλπίγγων και αυτοκινήτων.’’ Τι δουλειά, θα έλεγε κανείς, έχουν οι ‘’σάλπιγγες’’ της μάχης του Βατερλώ στους θορύβους των πόλεων; Αυτό που ακούνε τ’ αφτιά των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις δεν είναι άλλο από αυτό που λέει ο Έλιοτ: “ ήχους από κόρνες και αυτοκίνητα.” Επιστρέφω πάλι στον στίχο με τις κυρίες Porter και το ποδόλουτρό τους. Πίσω στα σχόλια της μετάφρασής του λέει ο Σεφέρης γι’ αυτό τον στίχο: « Οι Κυρίες Πόρτερ διασύρουν το λευκό δέρμα της Άρτεμης, εμπαίζουν με τα βλάσφημα ποδόλουτρά τους το νίψιμο των ποδιών του Ευαγγελίου». Κάνει λόγο εδώ για την Άρτεμη, επειδή πιο πάνω, στον στίχο 198 και όχι 197, που λέει στα σχόλια, ο Έλιοτ αναφέρει τον Sweeney, για τον οποίο ο Σεφέρης στα σχόλια λέει : “Ο σημερινός Ακταίων είναι ο Σουήνη, αυτός ο υπογραμμός της κοσμοπολίτικης προστυχιάς”. Επομένως το όνομα Σουήνη παραπέμπει στον γνωστό ελληνικό μύθο, που θυμάται εδώ ο Σεφέρης και αναφέρει τη θεά στο σχόλιό του.
Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 1947. Μες στη φωτιά του Εμφυλίου Πολέμου ο Σεφέρης γράφει: «Μου έδωσαν το έπαθλο Παλαμά, το μερίδιο της ποίησης. Συζητούσαν μέρες για το τρομερό πολιτικό σκάνδαλο που θα γίνουνταν αν το έπαιρνα. Κακομοίρηδες, αυτοτιτλοφορούμενοι δημοσιογράφοι, που προσπαθούν με λάσπη και χολή να εξαγοράσουν την ελεεινότητά τους στον καιρό των Γερμανών, και φουσκώνουν τα μυαλά διαφόρων ανόητων ή μασκαράδων. Το Αίμα και η Εστία βγήκαν τώρα να πουν πως είναι γερμανικό το Έπαθλο – ποιος το λέει αυτό; ο άνθρωπος της Ενεργητικής. Η αηδία που με γέμισε όλη αυτή η υπόθεση όπου παρασύρθηκα από τις ενέργειες φίλων, είναι κάτι υπέρογκο. Ό π ο ι α π έ τ ρ α κ ι α ν σ η κ ώ σ ε ι ς σ ή μ ε ρ α σ τ η ν Έ λ λ ά δ α, θ α β ρ ε ι ς τ η σ ι χ α μ ά ρ α – πάλι καλά όταν δεν είναι η φρίκη.
Κ ό π ο ς γ ι α ν α κ ρ α τ ή σ ω τ η ν ι σ ο ρ ρ ο π ί α μ ο υ ». (Η υπογράμμιση των φράσεων δική μου). Ένα βραβείο του έδωσαν οι συμπατριώτες μας, για το οποίο κανείς σήμερα δεν μιλάει και ούτε καν θυμάται. Ακόμη και τέτοιες μεγάλες στιγμές της ζωής του δεν αντέχουν τη λάμψη του Νόμπελ και δεν τις συγκρατεί η μνήμη των ανθρώπων. Με τη φράση: ‘’το μερίδιο της ποίησης,’’ αποφεύγει ο ποιητής να μας πει ότι το Έπαθλο Παλαμά το μοιράστηκε με τον πεζογράφο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο. Ως ποιητής έχει πολλούς τρόπους να πει κάτι που δε δεν θέλει να το πει ξεκάθαρα. Τον βράβευσαν, λοιπόν, αλλά και τον πίκραναν πολύ, κι ας μην άξιζε μια τέτοια ζηλοφθονία ένας τόσο μεγάλος ποιητής. Μου κάνει όμως εντύπωση που, ενώ ήταν ένας τόσο έξυπνος και τόσο πνευματικά προικισμένος άνθρωπος και θα έπρεπε να στέκεται πάνω από τα πράγματα, ήθελε, σε μια εποχή που οι Έλληνες σφάζονταν μεταξύ τους , πανελλήνια αναγνώριση για το Έπαθλο. Πράγματι. όταν χάνει τον έλεγχο και είναι συναισθηματικά ευάλωτος σε κάθε ανοησία που ακούει, η ισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και τον ποιητή παύει να υπάρχει, όπως τουλάχιστον φαίνεται από αυτό που είπε ως θυμωμένος άνθρωπος πιο πάνω για την Ελλάδα και από αυτό τον πολύ γνωστό στίχο του που έχει στο στόμα της σήμερα όλη η Ελλάδα:
Ό π ο υ κ α ι ν α τ α ξ ι δ ε ψ ω η Ε λ λ ά δ α μ ε π λ η γ ώ ν ε ι.
Δεν προστέθηκε ή αφαιρέθηκε τίποτα. Είναι ακριβώς αυτά που έγραψε ως ποιητής και ως συντάκτης ημερολογίου, ενώ αυτό που θέλω να τονίσω εδώ είναι εκείνες οι στιγμές της ζωής του, όπου ο χαρακτήρας του καταργεί συχνά τον ποιητή. Και να ήθελε ο άνθρωπος να τον αλλάξει, δεν θα μπορούσε, είναι κάτι πάνω από τις δυνάμεις του και τη θέλησή του. Άλλωστε, μεγάλος είναι σήμερα για το έργο που άφησε και όχι για τις ανθρώπινες αδυναμίες του.
Θα κλείσω αυτό το ξεφύλλισμα του βιβλίου με κάτι πολύ συγκινητικό: με το όμορφο επιτύμβιο που έγραψε ο ποιητής για τη γάτα του, την Τούτη, που δείχνει κάτι που δεν ξέρουν πολλοί: τη μπωντλαιρική του ‘’γατοφιλία.’’
Δευτέρα 22 Αυγούστου 1949
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
Είχε το χρώμα του έβενου τα μάτια της Σαλώμης
η Τούτη η γάτα που έχασα× διαβάτη, μη σταθείς.
Βγήκε απ’ το χάσμα που έκοβε στης μέρας το σεντόνι
τώρα να σκίσει δεν μπορεί του ζόφου το πανί.
——————-