You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Οι τελευταίοι των Μοϊκανών ( Ο παιδόκοσμος της αθηναϊκής γειτονιάς στη  δεκαετία του ’50 )

Φάνης Κωστόπουλος: Οι τελευταίοι των Μοϊκανών ( Ο παιδόκοσμος της αθηναϊκής γειτονιάς στη  δεκαετία του ’50 )

           Ήμασταν οι τελευταίοι των Μοϊκανών, η τελευταία γενιά που πρόλαβε να παίξει παιδί και ν΄ ανδρωθεί στους δρόμους και τους χωματόδρομους της Αθήνας. Μετά ήρθαν τα τροχοφόρα, που, με το δίκαιο του ισχυροτέρου, θα ‘λεγε κανείς, έδιωξαν τους πάντες και τα πάντα από τους αθηναϊκούς δρόμους, αλλάζοντας το πρόσωπο και τη ζωή της ελληνικής πρωτεύουσας. Η χαρούμενη εκείνη φασαρία, ζωή και στολίδι σε κάθε αθηναϊκό δρόμο, χάθηκε μαζί  με τα χελιδόνια για πάντα απ΄αυτή την πόλη. Ωστόσο, ζήσαμε, είναι αλήθεια, μια όμορφη παιδική ζωή, την οποία όμως ποτέ δεν εκτιμήσαμε, γιατί ποτέ δεν λογαριάσαμε τι παιδική Ιλιάδα θα είχαμε με δρόμους σαν τους σημερινούς. Φύγαμε από τη σίγουρη και στοργική αγκαλιά τους γεμάτοι υγεία, αισιοδοξία και φαντασία. Καλύτερο μάθημα δημοκρατίας δεν πήραμε ποτέ ξανά. Εκεί όλα τα παιδιά – πλούσια και φτωχά —  είχαν ίσα δικαιώματα και στα παιχνίδια η νίκη ήταν πάντα για τον καλύτερο. Η παιδική ηλικία δεν έχει ρουσφέτια. Πάνω απ’ όλα οι κανόνες του παιχνιδιού. Οι ζαβολιάρηδες στον παιδόκοσμο είναι ανυπόληπτοι.

        Στη δεκαετία του ΄50, η οδός Προύσσης ήταν ένας ήσυχος, αθηναϊκός χωματόδρομος.  Ήσυχος, βέβαια, με την έννοια ότι δεν περνούσαν από εκεί αυτοκίνητα. Ιδιαίτερα το κομμάτι του δρόμου που είναι ανάμεσα στη Μιχαήλ Βόδα και την Αλκαμένους ήταν τόσο κακοτράχαλο, ώστε δύσκολα θα αποφάσιζε ένας οδηγός αυτοκινήτου να περάσει από κει, για να πάει από τη Μιχαήλ Βόδα στη Λιοσίων ή αντίθετα. Γι΄ αυτές τις κατευθύνσεις ήταν ο πρώτος παράλληλος δρόμος , η Παιωνίου, αυτή η προέκταση της Χέυδεν ως το σταθμό Λαρίσης, που ήταν άσφαλτος. Έτσι, σπάνια, πολύ σπάνια περνούσαν από κει τροχοφόρα. Και αυτό έκανε το δρόμο να λειτουργεί σαν πεζόδρομος. Και λέω «σαν πεζόδρομος» γιατί τέτοιοι δρόμοι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν. Ούτε άλλωστε χρειάζονταν αφού υπήρχαν οι χωματόδρομοι. Η Προύσσης, λοιπόν, ήταν τότε ένας ήσυχος χωματόδρομος, ή αν θέλετε να ακριβολογήσω: ένας παιδικός παράδεισος. Πράγματι, ο δρόμος αυτός ήταν τις μέρες του καλοκαιριού, απ΄το πρωί ως το βράδυ, γεμάτος παιδιά. Τις άλλες τρεις εποχές, που ήταν ανοιχτό το σχολείο, είχε παιδιά μόνο τα απογεύματα. Το παιδομάνι αυτό που γέμιζε αυτόν το δρόμο και του έδινε ζωή ήταν σχεδόν όλο αγόρια. Και αυτά τα διαβολάκια, που τάραζαν την ατμόσφαιρα και τη γαλήνη των ηλικιωμένων με τις ασημένιες φωνές τους, είχαν δημιουργήσει – ποιος θα το πίστευε; – μια αξιοζήλευτη παιδική κοινωνία που είχε τις δικές της νόρμες και τις δικές της αξίες. Βέβαια, οι καβγάδες, τα πειράγματα και το ξύλο καμιά φορά δεν έλειπαν. Ήταν όμως τόσο σύντομες και τόσο άκακες αυτές οι παιδικές διενέξεις, ώστε κανείς δεν τις θυμάται σήμερα, ή τουλάχιστον δεν τις θυμάται σαν μια δυσάρεστη ανάμνηση. Κάποτε αυτές οι αντιπαραθέσεις λύνονταν και σε επίπεδο γειτονιάς και έπαιρναν τότε τη μορφή του πετροπόλεμου. Πόσες φορές, αλήθεια, αυτοί οι μικροί υπερασπιστές της Προύσσης δεν είχαν υποστηρίξει αυτό το βιλαέτι τους από την επιδρομή παιδιών μιας άλλης γειτονιάς με πέτρες που τους είχε προμηθεύσει ο ίδιος ο δρόμος τους! Δεν υπάρχει, άλλωστε, καμία αμφιβολία πως τα παιδιά της Προύσσης και τα παιδιά της Παιωνίου εκείνης της εποχής έχουν σήμερα να θυμηθούν πολλές ομηρικές μάχες, στις οποίες ο Αχιλλέας, ο Διομήδης ή ο Έκτορας δεν ήταν άλλοι από αυτούς τους ίδιους και μιλάμε για παιδιά που πήγαιναν τότε στο ίδιο δημοτικό σχολείο και που την άλλη μέρα του « πολέμου» θα έπαιζαν όλα μαζί, την ώρα του διαλείμματος, στην ίδια σχολική αυλή. Σ΄αυτό το χώρο δεν είχε θέση ο πετροπόλεμος της γειτονιάς. Σ΄αυτό το χώρο η παιδική ψυχή είχε άλλη διάθεση: ήθελε να παίξει, να γελάσει, να πειράξει, με ένα λόγο να χαρεί το διάλειμμα, τη μόνη σχολική στιγμή που άφηνε  την παιδική ψυχή να εκφραστεί ελεύθερα και να εκτονωθεί.

      Όλα αυτά, θα μπορούσε να πει κανείς, συμβαίνανε  γιατί ο πετροπόλεμος δεν είχε τα αίτια ενός πραγματικού πολέμου. Πράγματι, ούτε μίσος είχαν τα παιδιά μεταξύ τους ούτε συμφέροντα όπως τα κράτη. Απλώς, ήθελαν να παίξουν. Και αυτό το παιχνίδι ήταν για τα μικρά γειτονόπουλα όπως η τραγωδία στο αρχαίο θέατρο: «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας». Αρκεί, λοιπόν, που έβλεπαν τον εαυτό τους να παίρνει μέρος σε μια μάχη ή που  νιώθανε για λίγη ώρα πως ήταν  κάποιος από τους αστέρες του κινηματογράφου: ο Έρολ Φλιν, ο Τάιρον Πάουερ ή ο Ντάγκλας Φέρμπανγκς. Το αποτέλεσμα της μάχης δεν είχε σημασία. Και δεν είχε γιατί δεν υπήρχε ποτέ νικητής. Όλη η φασαρία γινότανε για να βρει διέξοδο το ηρωικό στοιχείο που, ενισχυμένο απ΄τα βιβλία και τον κινηματογράφο, κουφόβραζε μέσα τους. Πάντως, δεν πρέπει να νομίζει κανείς ότι ο πετροπόλεμος – που ήταν ένα από τα πολλά παιχνίδια που παίζαμε στη γειτονιά, και αυτό βέβαια όχι για πολύ καιρό, στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού πρέπει να το είχαμε σταματήσει – ήταν μια κακή ( όπως θα τη χαρακτήριζε κανείς για τους κινδύνους που εγκυμονούσε ) παιδική εκτόνωση που ανακαλύφθηκε την εποχή εκείνη. Τελείως αντίθετα, ήταν ένα πολύ παλιό παιχνίδι που το έπαιζαν τα παιδιά και σε άλλες εποχές, ακόμη και στην πολιτισμένη Ευρώπη. Μια επανάσταση στη Γαλλία, μάλιστα, η Επανάσταση της Σφενδόνης, πήρε τον 17ο αιώνα το όνομά της απ΄αυτό το παιχνίδι. Και τούτο γιατί νόμιζαν πως δεν ήταν μια πραγματική επανάσταση, αλλά ένα παιχνίδι όπως αυτό που έπαιζαν τα παιδιά με τις σφεντόνες.   

     Την παιδική μας, λοιπόν, Ιλιάδα τη ζούσαμε και τη χαιρόμασταν έξω απ΄το σχολείο, στο δρόμο, στο χωματόδρομο για την ακρίβεια, που ήταν μια άλλη μορφή σχολείου και που έδινε τα δικά του διδάγματα, διδάγματα που το επίσημο σχολείο δεν μπορούσε να δώσει και ν΄αγγίξει, όπως εκείνος, την παιδική ψυχή μας. Κι όλα αυτά γιατί εκείνη την εποχή — αν θέλετε το πιστεύετε — οι πέτρες, τα χώματα και τα παιδιά ήταν αδέρφια. Επομένως, σ΄οποιοδήποτε παιδικό βιλαέτι της Αθήνας κι αν πήγαινε κανείς, θα έβλεπε τα παιδιά να υπερασπίζονται, με το ίδιο πάθος και τον ίδιο ηρωισμό, τους δρόμους στους οποίους καθημερινά παίζανε, φωνάζανε, γελούσανε, μαλώνανε και φίλιωναν πάλι, για να δοκιμάσουν ξανά και ξανά τη σωματική τους δύναμη ή την πνευματική τους ευστροφία. Ήταν κάτι ιερό, σαν την ιπποσύνη, οι αθηναϊκοί δρόμοι τότε. Κάθε παιδί ντρεπόταν, όπως ο Αίαντας στην Ιλιάδα, να μην τηρεί τους κανονισμούς που του επέβαλλε ο δρόμος.   Ακόμη και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ                   — ένας άνθρωπος μιας άλλης χώρας και μιας άλλης παιδικής εποχής — μιλώντας στις Λέξεις ( Les Mots ) για τα δικά του τρυφερά χρόνια, το παρατήρησε και δεν παρέλειψε να τ΄αναφέρει: « Η παιδική ηλικία σέβεται τα καθιερωμένα» ( Lenfance est conformiste ). 

       Έτσι ήταν οι δρόμοι τότε: μεγάλωναν και διαμόρφωναν το λαό-παιδί.  Σήμερα, δυστυχώς, αυτό το σχολείο της δημοκρατίας είναι κλειστό για πάντα και τα παιδιά, οι άλλοτε άγγελοι των δρόμων, είναι φυλακισμένα στο σπίτι τους, κοιτάζοντας τον κόσμο απ΄το παράθυρο του υπολογιστή τους. Εκεί θα ενηλικιωθούν εκεί  και θα γεράσουν. Η σχέση του δρόμου με το παιδί χάθηκε για πάντα. Τα παιδιά «της χρυσής δεκαετίας του ΄50» ήταν οι τελευταίοι των Μοϊκανών. Κανένας Ούνκα δεν θα ξαναπαίξει εκεί ποτέ…

                            Α, τι ήλιος χειμωνιάτικος το βλέμμα τους !

                           Τι καλπασμός ψυχής τ΄άσκοπο τρέξιμό τους !

                            Στο στόμα τους η λευτεριά και το μελτέμι. (Φ. Κ.)

                               

                                                                                                                                                                             

    

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.