Είναι αρκετοί εκείνοι που δεν σκέφτηκαν ποτέ ότι ένας μεγάλος συγγραφέας ή καλλιτέχνης, ή τέλος πάντων ένας ιδιοφυής άνθρωπος, μπορεί να έχει ένα πρόβλημα που να είναι γι’ αυτόν σοβαρό, ενώ για τον πολύ κόσμο να είναι ασήμαντο και ανάξιο προσοχής, αν όχι ανύπαρκτο. Ο Κωστής Παλαμάς, για παράδειγμα, είχε σε τέτοιο βαθμό τον φόβο για το «γήρας», ώστε δεν άντεχε ψυχικά ν’ ακούει, να διαβάζει ή να γράφει τις λέξεις «γέρος» ή «γερατειά». Μια φορά που μετέφραζε, λέει ο Δροσίνης με τον οποίο ήταν στενοί φίλοι, ένα κείμενο του Βίκτωρος Ουγκό και σε κάποιο σημείο υπήρχε η λέξη «γέρος», την απέδωσε στη γλώσσα μας – πώς νομίζετε; – «δεν ήταν νέος». Η φράση δείχνει καθαρά ότι και οι επιφανείς των γραμμάτων και των τεχνών έχουν τις δικές τους ανθρώπινες αδυναμίες, όπως τόσοι και τόσοι απλοί άνθρωποι στον κόσμο.
Δεν βλέπω, λοιπόν, τον λόγο για τον οποίο ο Μπαλζάκ (1799-1850), αυτός ο γίγαντας του γαλλικού μυθιστορήματος, θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση. Από τα παιδικά του χρόνια είχε φαγούρα με την καταγωγή του, πράγμα που είχε αντανάκλαση και στο ονοματεπώνυμό του. Ναι, κάτι δεν πήγαινε καλά με δαύτο. Το άκουγε και νόμιζε πως περπατάει γυναίκα με σπασμένο τακούνι. Κάτι του έλειπε, φαίνεται, ανάμεσα στο όνομα και στο επώνυμο. Μια συλλαβή, νομίζω, χρειαζόταν και το όνομα ολόκληρο θ’ ακουγόταν πιο εύηχο, πιο μουσικό, ενώ από την άλλη πλευρά, θα απέρριπτε, με αυτό το αριστοκρατικό και μονοσύλλαβο «ντε» που έλειπε, την haute bourgeoisie της Τουρ, στην οποία είχε γίνει σαν ίση δεκτή η οικογένειά του και στην οποία ο ίδιος, αν και παιδί τότε δεν ήθελε ποτέ ν’ ανήκει.
Δεν χρειάστηκε, πάντως, να σκεφτεί πολύ για να πάρει την απόφαση.
Μια μέρα του 1830 που στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη, πήρε ύφος αριστοκράτη και πρόφερε το όνομά του, όπως, κατά τη γνώμη του, ταιριάζει στον εαυτό του να λέγεται: Ο ν ο ρ έ ν τ ε Μ π α λ ζ ά κ ! Ναι, από σήμερα έτσι θα ονομάζεται και έσπευσε να το κάνει γνωστό στον κύκλο των φίλων και των γνωστών του. Κι αν είχε την τύχη να ήταν σύγχρονος του Εμπειρίκου, να είστε βέβαιοι ότι θα απέρριπτε την αστική τάξη των γονιών του, τονίζοντας προκλητικά την αριστοκρατική – στην οποία κατέταξε, αυθαίρετα αλλά και με τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας του, τον εαυτό του – με αυτό τον στίχο του Έλληνα ποιητή:
Και ρύσαι ημάς από τους πονηρούς αστούς.
Ήταν γύρω στα τριάντα του χρόνια τότε που πήρε αυτή την απόφαση: να υπογράφει τις επιστολές του, τα άρθρα που δημοσίευε και τα βιβλία που έγραφε, και να κυκλοφορεί στα θέατρα και στα φιλολογικά σαλόνια του Παρισιού με αυτό το αριστοκρατικά νεόκοπο όνομα: Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Υπήρχαν όμως και τα πειραχτήρια στο λογοτεχνικό σινάφι που δεν τα είχε προβλέψει και που θα έπρεπε να τα αντιμετωπίσει, όταν θα άρχιζαν να τον ρωτούν, με δηκτική ειρωνεία, για την άξαφνη αυτή «εξευγένισή του ». Παρ’ όλα αυτά, η αντίδραση του Μπαλζάκ δεν ήταν εκείνη που περίμεναν. Ετοιμόλογος και με ύφος που έδειχνε ότι σοβαρολογούσε και δεν σήκωνε καμία αμφισβήτηση, ο συγγραφέας του υπέροχου μυθιστορήματος La Cousine Bette τους απαντούσε, αν δεν τους αποστόμωνε κιόλας, ότι «ο πατέρας του είχε εξακριβώσει από επίσημα έγγραφα την ευγενική του καταγωγή, πολύ πριν αυτός, ο Ονορέ, έρθει στον κόσμο». Πού στήριζε αυτό τον ισχυρισμό του; Σ’ εκείνα τα λόγια που ο πατέρας του συνήθιζε να λέει γελώντας, στ’ αστεία και σε στενό κύκλο, ότι τάχα υπάρχει πιθανότητα να έχει κάποια συγγένεια με την παλιά ιπποτική οικογένεια των Μπαλζάκ ντ’ Εντράγκ. Αυτά τα πατρικά λόγια ο μικρός τότε Ονορέ όχι μόνο δεν τα ξέχασε ποτέ, αλλά και ήταν, με τα χρόνια που πέρασαν, το βούτυρο στο ψωμί της ματαιοδοξίας του. Έτσι έφτασε στο σημείο η ορμητική και αχαλίνωτη φαντασία τού συγγραφέα-Μπαλζάκ να τα παρουσιάζει, προκλητικά και με κάποια έπαρση, σαν ένα πραγματικό και αναμφισβήτητο γεγονός στους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, οσάκις κάποιος ενοχλητικός τον ρωτούσε εσκεμμένα γι΄ αυτό το θέμα.
Από έρευνες που έχουν γίνει διαπιστώνεται ότι στις 21 Μαίου 1799, ο ληξίαρχος της Τουρ, με μιαν ανήλεη κι απέριττη διαύγεια, καταχωρεί τα εξής βασικά στοιχεία για τη ζωή του Μπαλζάκ: «Σήμερον, 2αν Πραιριάλ, εβδόμου έτους της Γαλλικής Επαναστάσεως, ενεφανίσθη ενώπιον εμού του Πέτρου-Ιακώβου Ντυβιβιέ, προσυπογράφοντος ληξιάρχου επί των Γεννήσεων, Γάμων και Θανάτων, ο πολίτης Βερνάρδος-Φραγκίσκος Μπαλζάκ, κτηματίας, κατοικών ενταύθα και επί της οδού Στρατιάς της Ιταλίας, Τμήματος Σαρτονέ αρίθ. 25, ίνα αναφέρη την γέννησιν άρρενος τέκνου του. Ο προαναφερθείς Μπαλζάκ εδήλωσεν εμοί ότι θέλει ονομασθεί Ονορέ Μπαλζάκ και ότι εγεννήθη σήμερον την πρωίαν, την ενδεκάτην προμεσημβρινήν εν τη οικία του».
Ακόμη και σε άλλα πιστοποιητικά, όπως, για παράδειγμα, στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του πατέρα του ή στο πιστοποιητικό του γάμου της μεγαλύτερης αδελφής του, δεν γίνεται καθόλου λόγος για την περίφημη αριστοκρατική καταγωγή του. Επομένως, η πικρή αυτή διαπίστωση πρέπει να θεωρηθεί – αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους – μόνο ως ευσεβής πόθος του συγγραφέα της Ανθρώπινης Κωμωδίας που τον ταλάνιζε ώς τα τριάντα του χρόνια. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι όσο μεγάλη κι αν είναι η λάμψη της ιστορικής αλήθειας είναι ταπεινό καντήλι μπροστά στο εκτυφλωτικό φως της λογοτεχνικής του δόξας. Ο χρόνος σεβάστηκε αυτή την αδυναμία του και στις εκδόσεις των βιβλίων του που ακολούθησαν μετά τον θάνατό του το όνομά του αναφέρεται σχεδόν πάντα όπως το επέβαλαν η πνευματική του δημιουργία και η σημαντική θέση του στα γαλλικά γράμματα: Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Ήθελε, βλέπεις, καλά και σώνει ν’ ανήκει στην αριστοκρατική εκείνη κατηγορία των ομοτέχνων του: του De Vigny, του De Musset, του De Lamartine. Mόνο έτσι ένιωθε πλήρως δικαιωμένος για το τεράστιο έργο που άφηνε. Aυτή, λοιπόν, ήταν η ανθρώπινη αδυναμία του, το ένα από τα δυο αγκάθια στο ρόδο της νιότης του, το χούι του, όπως θα ‘λέγαν οι απλοί άνθρωποι του λαού, κι ας ήταν κάτι που δεν πρόσθετε τίποτα στην αποτίμηση του λογοτεχνικού του έργου.
Το δεύτερο αγκάθι στο ρόδο της νιότης του ήταν, για ένα αρκετό χρονικό διάστημα, η γυναίκα. Ο Μπαλζάκ, στα πρώτα του νιάτα, απέφευγε τις γυναίκες όπως ο διάβολος το λιβάνι. Και αυτό όχι γιατί φοβόταν μήπως ερωτευθεί, αλλά γιατί τον τρόμαζε η θυελλώδης ιδιοσυγκρασία του. Επιπλέον είχε και ένα είδος σεξουαλικής καθυστέρησης. Μάλιστα ο ίδιος μίλησε “για μια περίοδο ελλιπούς εφηβείας που η διάρκειά της παρατάθηκε κάπως ασυνήθιστα πολύ”. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, ο αισθησιακός και ορμητικός Μπαλζακ, που ξέρουμε από άλλες φάσεις της ζωής του, στην πρώτη του νιότη ήταν ντροπαλός και άτολμος με τις γυναίκες. Σε ένα από τα καλύτερα βιβλία του, τη Ραμπουγιέζα (La Rabouilleuse), λέει, θαρρείς , για τον εαυτό του: «Ο πόθος, που τόσο καλά λύνει τη γλώσσα, έδενε τη δική μου». Στο μυθιστόρημα La Peau de chagrin, που θεωρείται ένα από τα πιο αυτοβιογραφικά του έργα, λέει γεμάτος απογοήτευση τόσο για το μέλλον του ως συγγραφέα όσο και για τη ζωή του ως εραστή: «Είμαι σίγουρος πως θα πεθάνω άγνωστος, χωρίς να έχω ποτέ γίνει ο εραστής μιας γυναίκας με την οποία ονειρεύτηκα να έχω ερωτική σχέση». Στο ίδιο μυθιστόρημά του γίνεται ακόμα πιο εξομολογητικός και λέει: «Σας ομολογώ μ’ όλη μου την ψυχή και μ’ όλη μου τη συνείδηση ότι η κατάκτηση της εξουσίας ή μιας φιλολογικής φήμης μού φαινόταν ένας θρίαμβος πιο εύκολος από μια επιτυχία σε μια γυναίκα της υψηλής κοινωνικής τάξης, νέα, πνευματώδη και χαριτωμένη». Αυτή η ντροπαλότητα και ατολμία που τον χαρακτήριζε τον έφερε, κάποια στιγμή, σε τέτοιο βαθμό απογοήτευσης, ώστε έφτασε στο σημείο να ζητήσει ακόμα και τη βοήθεια της αδελφής του. Σε μια επιστολή που της έστειλε γράφει μεταξύ άλλων: “Κοίταξε καλά γύρω σου, ψάξε μέσα σ’ όλες τις γνωριμίες σου, και προσπάθησε να μου βρεις καμιά πλούσια χήρα και πιπίλισέ της το μυαλό με τις αρετές μου: [….. ] ο καλύτερος γαμπρός που κατασκευάσανε ποτέ οι θεοί”. Ακόμη και ο Πόρθος, θα έλεγα, ο ένας από τους τρεις σωματοφύλακες, δεν κυνηγούσε με τόσο μανιώδη και ευτελή τρόπο τις πλούσιες χήρες.
Η γυναίκα που θα σπάσει τις αλυσίδες της ατολμίας του και θα τον κάνει άντρα είναι η Λάουρα ντε Μπερνύ, μια αριστοκράτισσα που είχε περίπου την ηλικία της μητέρας του και συνάμα μια όμορφη κόρη, την Εμμανουέλα, στα χρόνια του. Ο ίδιος ο Μπαλζακ θα γράψει γι’ αυτή την κόρη είκοσι χρόνια αργότερα: “Ήταν μια μαγευτική ομορφιά, ένα εξωτικό λουλούδι”. Παρ’ όλα αυτά, ο Μπαλζάκ, που ήταν τότε στα εικοσιδύο του χρόνια, ερωτεύτηκε τη 45χρονη μητέρα και όχι την κόρη.
Η οικογενειακή φιλία που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στη μικροαστική οικογένεια του Μπαλζάκ και την αριστοκρατική του κυρίου Γαβριήλ ντε Μπερνύ είχε ανοίξει τον δρόμο στον νεαρό Ονορέ, που ήταν το πρωτότοκο παιδί στην οικογένειά του, να περνάει πολλές ώρες της ημέρας στην εξοχική κατοικία των Ντε Μπερνύ, στο Βιλπαριζί, όπου ήταν και η πατρική του κατοικία. Οι γονείς του Μπαλζάκ παρατήρησαν, με τον καιρό, ότι όχι μόνο άρεσε στον Ονορέ το οικογενειακό περιβάλλον των Ντε Μπερνύ, αλλά και ότι άρχισε ο γιος τους να φροντίζει τον εαυτό του για να είναι πιο όμορφος. Το μυαλό τους τότε πήγε αμέσως στην όμορφη Εμμανουέλα.
Η μεγάλη του επιθυμία ν’ ανακοινώσει τις σκέψεις του και τα μελλοντικά του σχέδια στους άλλους – μια πολύ φυσική συνήθειά του που η μητέρα του, που δεν ήθελε τον γιο της συγγραφέα, χαρακτήριζε ως τερατώδη αλαζονεία – βρήκε την ικανοποίησή της σε αυτή την ευγενική και συνάμα πνευματικά καλλιεργημένη αριστοκράτισσα. Δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί να τον κολακεύει. Το πίστευε, άλλωστε, και το έγραψε: «Η κολακεία δεν πηγάζει ποτέ από τις μεγάλες κυρίες, είναι ίδιον των μικρών πνευμάτων» (Ευγενία Γκραντέ).
Είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του, ακούγοντας, με τις ώρες και με αληθινό στοργικό ενδιαφέρον, τα παράτολμα και φιλόδοξα σχέδιά του. Ήταν η γυναίκα που με την πιο τρυφερή και διακριτική κατανόηση τού διόρθωνε κάθε ελάττωμά του και τον βοηθούσε να διαπλάσει τον εαυτό του. Ήταν ακόμα αυτή που, με το διαρκές ενδιαφέρον της και την ιώβεια υπομονή της, του τόνωσε, όσο κανείς άλλος, την αυτοπεποίθησή του. Με λίγα λόγια, του στάθηκε πρώτα σαν μάνα και μετά σαν ερωμένη. Και το λέω αυτό γιατί στον νεαρό Ονορέ ακόμα και η στοργική μάνα ήταν τότε κάτι τελείως άγνωστο. Η Άννα Καρλότα Λάουρα Μπαλζακ κράτησε -άγνωστο ακόμα και σήμερα για ποιο λόγο – μακριά της το πρωτότοκο παιδί της. Είναι αλήθεια ότι σπάνια συναντάει κανείς μια τέτοια μητρική αδιαφορία και έλλειψη συμπάθειας για το βλαστάρι της. Μόλις γεννήθηκε ο Ονορέ και εκείνη ήταν ακόμα λεχώνα, έδιωξε άσπλαχνα τον γιο της από το σπίτι. Το παιδί παραδόθηκε σε μια παραμάνα, όπου έμεινε στο σπίτι της για τέσσερα χρόνια. Επιστρέφοντας στην οικογενειακή στέγη ο τετράχρονος Ονορέ, πάλι δεν έγινε δεκτός. Τον έστειλαν οικότροφο σε μια ξένη οικογένεια. Μόνο μια φορά την εβδομάδα, την Κυριακή, του επιτρεπόταν να επισκεφτεί την οικογένειά του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δεν τον άφηναν να παίξει με τα μικρότερα αδέρφια του. Αν και ήταν μικρό παιδί, δεν του έκαναν τις γιορτές δώρα και δεν είχε ποτέ δικά του παιχνίδια. Σε τέτοιες σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες ζωής ανδρώθηκε ο μεγάλος αυτός συγγραφέας της Ανθρώπινης Κωμωδίας. Αυτός είναι ο λόγος που αργότερα, στις μέρες της ανέσπερης δόξας του, μας λέει, με τα πιο συγκινητικά λόγια, για τον πρώτο του έρωτα, την κυρία ντε Μπρενύ: «Ήταν για μένα μητέρα, φίλος, οικογένεια, σύντροφος και σύμβουλος. Αυτή μ’έκανε συγγραφέα, αυτή μου ‘δειξε τη συμπάθεια που λαχταρούσα και που μου ήταν τόσο απαραίτητη τότε που ήμουν νέος, αυτή καθοδήγησε και διέπλασε την καλαισθησία μου, αυτή γελούσε και έκλαιγε μαζί μου σαν αδελφή, αυτή κάθε μέρα μ’ αγκάλιαζε και με λίκνιζε σαν ζωοδότης ύπνος που θεραπεύει κάθε πόνο και κάθε πληγή… Αν δεν βρισκόταν αυτή, χωρίς άλλο θα είχα πεθάνει». Στο σπουδαίο μυθιστόρημά του La Rabouilleuse, στο οποίο αναφέρθηκα και πιο πάνω, λέει μεταξύ άλλων: «Υπάρχουν άνθρωποι που ποτέ δεν αντικαθίστανται». Ένας απ΄ αυτούς ήταν γι’ αυτόν και η κυρία ντε Μπερνύ.